Browsing by Collector "Άκογλους, Ξενοφών Κ."
Now showing items 108-127 of 516
-
Δάβολος κι γλυτών ασ' σα χέρα τ'
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Ερμηνεία: Τετραπέρατος, πολυμήχανος, διαόλου κάλτσα -
Δέβα αποκαπνίγ' -άτα
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Πήγαινε ν' αποκαπνιστείς μ' αυτά. Αποστροφή θυμωμένα ειρωνική. Λέγεται όταν η προσφορά που κάνει άλλος καταντά παράκαιρη, άχρηστη και περιττή -
Δεσκαλε π' εμάθιζες και νόμον ποι κ' εκράνες
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Όμοιο με το: Δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν κρατουσες -
Δουλείαν 'κ' έεις
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)ή δουλείαν μή 'κ' έεις; Ανάλογο με τό: Δέ βαρυέσαι, ή άσε με ήσυχον -
Έβαλεν δέκα οδαδών χαρπούζα σα χολτσούχα-τ
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Έβαλε δέκα οκαδών καρπούζια στις αμασχάλες του -
Έγεντον άμον περδίκ'
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Έγινε σαν πέρδικα – Έγειανε, δυναμωσε, έγινε τελείως καλά από την αρρώστεια που πέρασε -
Έδεσαν το ταούλ' σην ράχαν – ατ, κι' ατοίν κρούνε τα κοπάλα
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Δεσανε στη ράχη του το τύμπανο, κι' αυτοί χτυπουν με τους κόπανους -
Έκατσα – τον σην αγκάλα – μ, α χτουπίζ΄και τα γένα – μ
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Τον κάθησα στην αγκαλιά μου, θα μαδήσει και τα γένεια μου. Για τους αδιάκριτους κι αχάριστους που κάνουν κατάχρηση της καλωσύνης και της ανεκτικότητας των ευεργετών τους -
Έκλασεν σην θάλασσαν κι εποίκεν μοίραν και μερτικόν
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Λέγεται για παράλογες αξιώσεις, ηθικές και υλικές, κυρίως υλικές -
Έναν έργον και δύο δουλείας
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Χρησιμοποιείταιγιά να χαρακτηρίσει την ακατάστατη δουλειά, πού δημιουργεί διπλάσια απασχόληση -
Έναν καιρόν τα τεβέδες πα χουρμάδας έχεζαν
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Ερμηνεία: Ανάλογο με το ... δέναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα -
Έξ' απέσ'
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Ερμηνεία: Έξω μέσα. Κουταμάρες και ασυναρτησίες. Χρησιμοποιείται και για επίθετο: Κουτός, χαζός, ζευζέκης -
Έξ' – απέσ', πολλά τα έτη!
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Ερμηνεία: Για τους ανερμάτιστους που δεν έχουν ειρμό τα λόγια τους και τις ιδέες τους