Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Άκογλους, Ξενοφών Κ."
-
Ραχίν πα αν γίνεσαι, εγώ απιδαβαίνω-σε
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Και βουνό να γίνεις, πάλι εγώ σε ξεπερνάω -
Σ' άρκονος τον κώλον άλειμμαν βάλ'
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Υποστηρίζει κ' ενισχύει πλούσιο και δυνατόν -
Σ' αλών' ν-ατ' να βρέχ', να χονίζ'
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Στ' αλώνι του ούτε βρέχει ούτε χιονίζει. Ανάλογο με το “Ου φροντίς Ιπποκλείδη” -
Σ' έναν χουλάρ' νερόν απέσ' άνθρωπον φουρκίζ'
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Μέσα σ' ένα κουτάλι νερό άνθρωπο πνίγει -
Σ' εκεινού τα σκοινιά μη κείσαι
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Σ' εκείνου τα σκοινιά μη ξαπλώνεσαι, η μη κοιμάσαι, μην εμπιστεύεσαι, μη βασίζεσαι, μην επαναπαύεσαι στα λόγια η στις υποσχέσεις εκεινού -
Ση κωφού την πόρταν, όσον θέλεις βρόντα
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939) -
Σήν γούλα-σ' κ' έρρουξεν
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Δεν έπεσε στο λαιμό σου. Τι σε μέλλει;Τι σ' ενδιαφέρει; Μην ανακατεύεσαι εσύ. -
Σην Πόλην τα πανία, κι' αδά τα πιθαμία
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Στην Κωνσταντινούπολη τα πανία κ' εδώ οι πιθαμές -
Σιφτέν φουρνίν κ' επεκεί εγκλεσίαν
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Πρώτα φούρνος, κ' έπειτα εκκλησία. Λέγεται χαρακτηριστικά γιά τήν εξαιρετική επίδραση πού εξασκεί τό οικονομικό ζήτημα στή ζωή τού ανθρώπου καί τής Κοινωνίας -
Σο κιφάλι μ', χορτάρα 'κ' έκαψαν
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Όλα τα κακά και τα βάσανα πέρασαν από το κεφάλι μου -
Σο σπί'ν ατ' απέσ' πεντικός 'κι αλευρούται
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Μέσα στο σπίτι του ποντικός δεν αλευρώνεται. Φτωχός πολύ. Στερείται και το ψωμί του ακόμα -
Σον Θεόν κιάν λιθάρα σύρ'
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Ρίχνει πέτρες προς το Θεό. Ματαιοπονεί κι' αμαρτάνει ζητόντας τα ενάντια στη βουλή του Θεού