Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Ζήσης, Ευστράτιος"
-
Τ΄ αdρού ανεσκαbώματα, τση γ΄ναίκας φαρδομάν΄κα
Ζήσης, Ευστράτιος (1938)Δια να φορέση η γυναίκα πολυτελή φορέματα, ως ήσαν τα φαρδομάνικα υποκάμισα, πρέπει να εργασθή πολύ ο άνδρας. Υπήρχε και η φράσις : ''Ν΄ ανασκοbωθώ εγω !'' δηλ. ''να αναλάβω εγω !'' -
Τα dόνε κάμ' τον άρρωστο, πέdε δράμια λάχανο! [ή: ... πέντε βούκς λάχανο!]
Ζήσης, Ευστράτιος (1938)Περί ολίγης τροφής διδομένης εις άνθρωπον υγιή και εύρωστον -
Τα ΄χαμε μεριά, τα κάμαμε φόρτωμα
Ζήσης, Ευστράτιος (1938)Όταν είχαν μιαν ενόχλησιν και προσετίθετο και άλλη -
Τα γαϊδούρια με το “ορίστε κύριε”, μέσ' στο παιχνίδι μπαίν'να. Θέλ'να μι του ξύλο απάν' στου κεφάλ'
Ζήσης, Ευστράτιος (1939)Διατους ανθρώπους εκείνους, ιδίως τα παιδιά, που δεν ήταν διαθετειμένα με συμβουλάς να κάμουν το καθήκον των -
Τα δόλια ήρτανα σ' γειτονιά μας, θα ν' έρτ'να κι στου σπίτ' μας
Ζήσης, Ευστράτιος (1938)Δόλια = βολιά -
Τα κακομαζωμένα μ' σα κι μ' σα κι τα κακομαζωμένα, πάει η νοικοκύρ'ς μαζί
Ζήσης, Ευστράτιος (1937)Ο λαός πιστεύει αφ' ενός ότι το άδικο πληρώνεται αφ' ετέρου έχει υπόψη του πόσο δύσκολα μπορεί να διατηρηθή μια περιουσία, έστω και με κόπους αποκτημένη -
Τα κακοσυναγμένα κακοσκορπισμένα
Ζήσης, Ευστράτιος (1939)Όταν εσπαταλάτο και διεσκορπίζετο περιουσία αποκτηθείσα με αδικίας -
Τα μακρινά μου κούdρηναν τα δγυό μου γίνικαν τρία κείνα που με bερέτευαν μ' αφήκανε και φύγαν
Ζήσης, Ευστράτιος (1938)Κουντουραίνω = μικραίνω, τα μακρινά = τα χέρια, τα δγυό = τα πόδια, κείνα = τα δόντια, bερέτευαν = συνετήρουν λ. τ. Παράπονον γέροντος και αίνιγμα -
Τα μικρά δεν ήθελες, τα μεγάλα γύρευες
Ζήσης, Ευστράτιος (1941)Ελέγετο δι΄ εκείνους οι οποίοι ανελάμβανον φροντίδα και κόπους ανωτέρους των δυνάμεων των -
Τα νταβούλια ήρτανα σ' γειτονιά μας, θα ν' έρτ'να κι στου σπίτ' μας
Ζήσης, Ευστράτιος (1938) -
Τα πισ' να τς δι dα βλέπ μόνε τα μπροσκ' να τς
Ζήσης, Ευστράτιος (1938)Δια τας γυναίκας εκείνα που εκατηγόρουν τας άλλας χωρίς να έχουν συναίσθησιν των ιδικών των ελαττωμάτων. -
Τα τάματα παντρεύουν παραλλάματα
Ζήσης, Ευστράτιος (1938)Όταν υπέσχοντο και έδιδον εις τους γαμβρούς υπέρογκα ποσά και συνίωτετο δυσαναλογον και αταίριαστον συνοικέσιον -
Τάχα 'μνα νιος, τάχα μ' να νια, ταχά μ' να παλλικάρι τάχα δεν εταξίδεψα τη νύχτα με φεγγάρι;
Ζήσης, Ευστράτιος (1937)Το παροιμιώδης αυτό τραγουδάκι το έλεγαν οι ηλικιωμένοι στους νέους που ενόμιζαν ότι εκείνοι πρώτοι στον κόσμο ζουν και διασκεδάζουν και περιφονούσαν τους γέρους -
Την αγροικιάν τη ρώτησαν “πόσες οκάδες είναι”, και εκείνη αποκρίθηκε “Βασίλισσα θα γίνη”
Ζήσης, Ευστράτιος (1937)Ήθελαν να πούν ότι οι νουνεχείς και οι σώφρονες είναι ολίγοι, εν αντιθέσει προς τους ανοήτους, οι οποίοι πλεονάζουν -
Της τεμπέλας η κλωστή φτανί ούσα μι το νησί
Ζήσης, Ευστράτιος (1939)Αι οκνηραί γυναίκες εβαρύνοντο να βελονιάζουν και έβαζαν μεγάλην κλωστήν -
Τι γυρεύ' η γιαλεπού στο παζάρ' ;
Ζήσης, Ευστράτιος (1937)Η παροιμία υτή έχασε την αρχική σημασία, η οποία είναι οτι η αλεπού κάμνει τις δουλείιές της ύπουλα και κρυφά και όχι δημόσια. Τώρα εξελίχθηκε σε παροιμία τιμητική και κολακευτική για τους ανθρώπους εκείνους που ζούν ... -
Τι θα γίνουμε άμα δι βρέξ' κι σα βρέξ' που θα bάμε;
Ζήσης, Ευστράτιος (1937)Όταν κανείς βρίσκονταν σε δύσχερη θέση που και εκείνο ακόμη που θα ήταν σε άλλη περίπτωση ευτυχία του, στη θέση του βρίσκονταν ήταν και αυτό δυστυχία του