Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Ζήσης, Ευστράτιος"
-
Πουλα με, για να μη σε π'λήσω
Ζήσης, Ευστράτιος (1939)Δια κάτι το οποίον υπήρχε κίνδυνος να βρωμήση και να καταστρέψη εξ ολοκλήρου τον έμπορον -
Πουρπατήτε, έρμα, και τι απόμκετε..., έdεκα μήνες κι' εικοσιεννιά μέρες
Ζήσης, Ευστράτιος (1938)Συνοδεύεται από κείμενο... -
Πως τ΄ ανεβαίνουν τα βουνά και πως τα καγγελίζουν ... οι καημένοι οι φτωχοί!
Ζήσης, Ευστράτιος (1937)Ερμηνεία : Αυτή η ιστορία ήταν ειρωνική για τους νεοπλούτους, οι οποίοι προσποιούνταν τον λεπτεπίλεπτο και δεν μπορούσαν να βαδίσουν ανηφορικούς δρόμους και να κάνουν βαρειές δουλειές, τις οποίες όμως πριν πλουτήσουν ... -
Ράλις, Κουτρούλις, μάγειρας
Ζήσης, Ευστράτιος (1939)Ειρωνικώς δι' όσους ανεκατεύοντο εις εργασία, που δεν ήσαν της ειδικότητός των -
Σ' λουγιέται σα dου γ' ρούν π' θα gλάσ'
Ζήσης, Ευστράτιος (1939)Δια τα παιδιά, όταν ηρωτώντο και δεν απήντων, είτε λόγω ενοχής είτε λόγω αμηχανίας. -
Σ΄ήρτε ένα ; Πάdεχε κι΄άλλο
Ζήσης, Ευστράτιος (1939)Πάdεχε = περίμενε Ερμ. : Περί αλλεπαλλήλων ατυχημάτων -
Σα dου γ' ρούν', θέλ' να τουν τραβήξης οξοπίσου, για να πάη σαbροστά
Ζήσης, Ευστράτιος (1938)Δια τους δυστρόπους και ανοήτους ανθρώπους, που έπρεπε να μηχανευθή κανείς διάφορα, δια να τους κάμη να ευνοήσουν το καθήκον των. -
Σα γκάνουνε οι τουρκοι μπαριάμι, θα ρωτήσουνε και ντο χαχάμη
Ζήσης, Ευστράτιος (1929)Προς τους εφιεμεύοις να γνωρίζωσι τας πράξεις μας -
Σα δ'λεύω κι π'νώ, κάθομαι κι π'νώ
Ζήσης, Ευστράτιος (1938)Όταν κανείς εργαζόμενος αμείβετο γλισχρώς ή ειργάζετο επί πιστώσει -
Σα μ'τζούρ'κο σκ'λί
Ζήσης, Ευστράτιος (1937)Όταν κανείς λερώνεται, χωρίς να το καταλάβη, λέγει ο ίδιος την παροιμία: Γίν'κα σα μ'τζούρ'κο σκ'λί, δηλαδή όπως ο σκύλος όταν μουτζουρωθή -
Σα με δγής, το κάμνω ψέματα, σα δε με δγής, το κάμνω αλήθεια
Ζήσης, Ευστράτιος (1939)Δια μερικούς που εις τα αστεία αφαιρούν κάτι από τον άλλον και εάν δεν γίνουν αντιληπτοί, το κρατούν δια λογαριασμόν των. Ελέγετο όταν εγίνετο αντιληπτός. -
Σα τζ' γίδας του τομάρ'
Ζήσης, Ευστράτιος (1939)Δια εορτινά φορέματα ή υποδήματα, τα οποία τα παιδιά ήθελαν να τα φορούν καθημερινώς, όπως η γίδα το τομάρι της -
Σά bνιγώ, να πνιγώ σε μεγάλ' θάλασσα
Ζήσης, Ευστράτιος (1938)Εσήμαινε τολμηρότητα και μεγαλοπραγμοσύνη -
Σά dό μπόϊ μ' είδα σά τζί δ'λειεζ ιμ δεν είδα
Ζήσης, Ευστράτιος (1938)Δ'λειέζ = δουλειές μου. Ελέγετο συνήθως από τάς μητέρας και γενικώς από τάς οικοκυράς αι οποίαι δεν ήρεζον τα έργα που έκαμνον αι θυγατέρες των ή άλλαι γυναίκες -
Σάββατο κοdά γιορτή, έφτασε κι' η Κυριακή
Ζήσης, Ευστράτιος (1941)Δια κάτι το οποίον συντόμως θα εφανερώνετο