Εναλλαγή πλοήγησης
Ελληνικά
English
Ελληνικά
Ελληνικά
English
Σύνδεση
Εναλλαγή πλοήγησης
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
DSpace at KEEL: Πρόσφατες εγγραφές
Αποτελέσματα 6301-6320 από 142579
Κάτσα-κάτσα παπα(δ)ιά=χρυσαλίς.
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ
(
1892
)
Της φώκιας τα κλάματα.Παροιμία λεγομένη επί των εκβαλλόντων δάκρυα προσποκυτά.Διότι η φώκη, ελ’επίστευον οι εν ταύθα και νυν έτι ευάριθμοι δόξαζουσιν,ούσα άλλοτε θυγάτηρ βασιλέως μετεμορφώθη εκ το ομόνυμον ζώον δια την αδκραγιάν της.Ενεκα τσυ του κατέτρωγε παύτας τους εκ είθεν διαβαίνοντας,αρ’ελωπείται αποβάλλουσα δάκρυα. Είς δε μιονονεσήθη εις έρωτον θεής αν ζή ο πατήρ της,απεκρίνατο ζή και σιλεύει,μια...
Μακρής, Παναγιώτης Γ.
(
1888
)
Τσ'καλάς(ο)(τουκαλάς)= Νυχτοπούλι, το οποίον φωνάζει,όπως νομίζουν τσ'κάλ! Τσ'κάλ!τσ'κάλ!
Ανδριώτου, Ελ.
(
1930
)
Για το πρόβατο
Το πρόβατο είναι αγαπητερό πολύ ζώο γιατί έχει την ευλογία του Θεού. Οντέν εκυνηγούσανε οι Οβραίοι το Χριστό οντέν τον επρόδωκεν ο Ιούδας ο Ιησούς εχώστηκε από κάτω από την κοιλία ενός, μακρόμαλλου προβάτου και γλύτωσε την ημέρα κείνη από τα χέρια τωνε. Από τότες ο Θεός το ευλόγησε. [Σημείωση Ανέφερα την παράδοση αυτή επειδή θυμίζει την απόδραση των συντρόφων του Οδυσσέα από το σπήλιο του Πολύφημ...
Κυρμιζάκη, Αγλαΐα
Τ'αγρίμια έχουνε οδηγό (θεάν)
Σταυρακάκης, Ιωάννης
(
1909
)
Βλάφκουμαι = επηρεάζομαι υπο νεκρού,διότι επικρατεύ τοταύτη πρόληψις. Βλάψιμον,το,επήρεια νεκρού. (Αυτ)
Βαλαβάνης, Ι.
Τα λάφια του Χριστού
Γύρω απ’το μεγάλο ρέμα Ντόβα,ανάμεσα από το Περτούλι και Πάν Περνιάγκο,στις υπώρειες του όμορφου βουβού Βίγγα,ξαπλωνόταν στα παλιά χρόνια,το πιο καλοό παρθένο ελάτινο δάσος.Εδώ γυρίζαν,εδώ βοσκούσαν,εδώ φωλιάζαν τα λάφια.Η παράδοση αναφέρει πως κυνηγοί Περτουλιώτες,ανήμερα των Χριστουγέννων στήσανε καρτέρι και βαρέσανε δώδεκα λάφια.Λένε ότι ο Χριστός πεισμωμένος για το έγκλημα των κυνηγών,διάταξε...
Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ.
(
1948
)
Η φώκια. Ήτανε πρώτα άνθρωπος,γυναίκα,και της καταράστηκε η μάννα της να πάη στο πέλαγος.Την ελέγανε Ειρήνη και της καταράται ''Ειρήνη φώκια να γενής το πέλαγος να πιάσης και όταν βλέπης άνθρωπο σα σκύλλα να λυσάξης και τα σγουρά σου τα μαλλιά οι πέτρες να τα φάνε.
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1962
)
Μουσκώλος τζιαί Γρουσοόντας (μουσκόκωλος= ο έχων ευπδη αφεδρ΄ψνα. Γρουσσόντας = ο έχων χρυσά δόντια. Ούτως ονομάζεται ο Κύων, διότι κατά την συνάντηση δύο αγνώστων νεταξύ των σκύλων, ο μέν είς οσφρένεται τον αφεδρώνα του άλλου, ούτος δε οργιζόμενος δεικνύει εις τον οσφραντόμενον τους οδόντας του προς εκφοβισμόν. Τούτο δε γίνεται, διότι κατά την παράδοσιν οι σκύλοι μετά τον θάνατον του βασιλέως την...
Νικολαΐδης, Αναστάσιος
(
1923
)
Του τζίτζικα
Ο τζίτζικας εζήτησε του μελίdακα(μύρμηκος)φαί κι'ο μελίdακας του 'δωσεν'αυτή την απάντησι. Όdεν εχλιού κ'εχόρευγες το πρωτοούλη μήνα αχλιού και τώρα χόρευγε να σου περνά η πείνα.
Ήμελλος, Στέφανος Δ.
(
1959
)
Τα δεκοχτώ ψωμιά
Μια γυναίκα μια φορά επήγε στη γειτίνισσά της να της ζητήση λίγο ψωμί γιατί δεντούς έφθανε το δικό τους για να φάνε το βράδυ. –Μπάς κι’έχεις να μου δώσης λίγο ψωμί,γειτόνισσα της λέει. –Μπά, γειτόνισσά μου, της λέει εκείνη. Κι εκείνο πώχω και πάλι δε με φτάνει, να χαρώ τον έρωνα,τον πέρωνα και πέρα-πέρα-το βρακούλι,το σακούλι,και παπά τον κούλι. Αναμά δέκα έχω στ’άχερο, μα δεκοχτώ στάση στην ξενητειά,...
Ταρσούλη, Γεωργία
(
1928
)
Ο κοdοιάννης ήθεα τόνε κάμει γαbρό η τσίχλα και τον επαράτησενε κ'ευτός ανέβαινε στο dέdρο κ'ήλεενε : Μωρή τσίχλα κονιδού, που δε με 'θελες γαbρό, που πατώ τη 'ής και τρίζει και το κλάδος και λυγίζει. Ευτό το λένε 'ιατί άμα ανεβαίνη ο κοdοιάννης στο dεdρό κουνιέται, είναι παλληκάρι και καλά. (κοdοιάνης= μικρόν πτηνόν)
Ήμελλος, Στέφανος Δ.
(
1959
)
Ο ανυφαντής είναι ευλογημένο οζό,για κεπνά είναι αμαρτία να τόνε σκοτώνουνε, Οντόν ήτονε ο Χριστός στον κόσμο του εζυγώνανε μέσα σε μια ματζδούρα ωστό να χωστή ο χριστός εμαζωχτήκανε όλοι οι-γι-ανυφαντήδες κι εκάμανε ένα πανί στην πόρτα τα’αχιριού.Ωστόσο φτάνουν κι οι-γι-Οβραίοι θωρούν την αράχνη και δεν εσιμώσανε καθόλου γιατ’είπανε :Δεν είν’αυτός επαδό.Ντα δε θωρείτε πως η πόρτα φραμένη με αράχνες...
Λιουδάκη, Μαρία
(
1937
)
Πίσσα καλείται η κόλασις των νεκρών,ίτις κατά τας προλήψεως του λαού διατελείς μακράν του ηλίου εν σκότη ψηλαφωτώ και πλήρης κομτραμίαν (πίσσης)και άλλων τοιούτων αναβραζόντων υλών εντός των οποίων βασανίζονται αι ψυχαί των νεκρών (σελ. 559)Πιστεύουν ότι οι νεκροί,οι αμαρτωλοί εξάγουσι πίσσαν εκ των οστών εν τω βάζω. (πρ. τας σκαζημιστικιάς λέξεις πίσσης πισσαναγκασμένος)
Ζωγραφάκης, Ιωάννης Ν.
(
1888
)
(Το ένα ψάρι)(δεν θυμόταν τ'όνομα)βγαίνει μια φορά στη γή και παίζει.Κι άν προκάμης και το σκοτώσης έχει μεγάλη αξία για γιατρικό.Ο πεθερός μου είχε λιβάδι ακροθαλασσιά.Είχε ακστά γι αυτό.Έτυχε μια μέρα μα πετάχτη και το ντουφέκισε,μα δεν το πρόκαμε.Υστερώτερο ούλο τήραγε 6-7 μήνες,άντισε ένα ψαρά και τούπε.Το σκότωσε στο τέλος αλλά με το σκοτωμό έφυγε το τσουλάκι του με τα.... που είχε τν αξία.
Ιωαννίδου, Μ.
(
1938
)
Οι κάτοικοι Κουτήφαρι ΄πεχουσι σχηματίσει την πεποίθησιν ότι μετέα την δέησιν η Αρετή μετεβλήθη είς γλάκα και ως απόδειξιν φέρουσι τους γυναικείους οφθαλμούς,της,την εκ λύσης προερχομένην αδυναμίαν της,την γυναικείαν ευφυίαν της,το μη τρωγόμενον ως ανθρώπινον κρέας της και το πένθιμον κελάιδημά της δια τον θάνατον των αδελφών της. (Τα ανωτέρω γράφονται ως υποσημείωσις του συλλογέως εις το άσμα του...
Άγνωστος συλλογέας
Το έθιμο διατηρήθηκε, σαν ιερά παράδοση και σ’όλο το μακρινό διάστημα της σκλαβιάς και εξακολουθε να διατηρείται και στη σημερινή μας εποχή……..Η παράδοση διέδωσεν ότι κάθε χρόνο την ημέρα αυτή (26 Ιουλίου)της πανηγύρεως ερχόταν αυτοπροαίτερα σ’αυτήν την θέση για να θυσιασθή ένα ελάφι,από το οποίον εμαγειρεύοντο τα φαγητά, που έτρωγον οι πανηγυρισταί. Την ίδια παράδοση έχω ακούσει απαρά;λλαχτα ν’αναφέρεται...
Παπανικολάου, Β.
(
1937
)
Ο όφις
Ανέφερά που εν ταίς συλλογαίς μου το ανέκδοτον περί τινος όφεως, του οποίου την φωλεάν ευρόντις οι θερισταί υπέκλεψαν τα μικρά του και τα έθεσαν μακράν εις άλλο μέρος περιμένοντες να έλθη ο όφις και να ίδωσι ει θα έκαμνε. Επανελθόντος δε τούτου μετ’ ολίγον και μη ευρόντος τα μικρά του, υποστευθείς δε την επιβουλήν την θεριστών τόσον εμάνη κατ’ αυτών ώστε ελθέν εις την υδρίαν του ύδατος την εξήμενεν...
Ζωγραφάκης, Ιωάννης Ν.
(
1890
)
Όλα τα ζούbερα μιλούσα bρώτα.Κ ‘όdεν ήκαμεν ο θεός τα’αθρώποι και ήβαλενε στη bαράδεισο τον Αδάμ και την Εύα ο αφιάτης(=λαφιάτης)εζήλευενε πως ήδωσενε ο θεός τη χάρι ευτή των αθρώπω και για να τσι κάμη ν’αμαρτάνουνε επήενε μέσα από ένα καάμι κ’ήβγηκενε στη gορφή του κααμιού κ’είπε τση Εύας :γιατί δε dρώτε από τα μήλα φτά.Ο θεός που σας απαγορεύει φοβάται να μη ίνετ ανώτεροι από ‘κείνο.Απο τότες είνη...
Ήμελλος, Στέφανος Δ.
(
1959
)
Ο πνίπος(εν Άδρ/πίλει Τσαλαπετεινός)κι'ο κούκος είν'εξαδέρφια.
Ζήκος, Αστέριος
(
1892
)
«
»
Πλοήγηση
Όλο το Αποθετήριο
Αρχείο & Συλλογές
Τόπος καταγραφής
Χρόνος καταγραφής
Συλλογείς
Λήμμα
Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Ευρετήριο πηγών
Κείμενα
Ο λογαριασμός μου
Σύνδεση