Τα δεκοχτώ ψωμιά
Μια γυναίκα μια φορά επήγε στη γειτίνισσά της να της ζητήση λίγο ψωμί γιατί δεντούς έφθανε το δικό τους για να φάνε το βράδυ. –Μπάς κι’έχεις να μου δώσης λίγο ψωμί,γειτόνισσα της λέει. –Μπά, γειτόνισσά μου, της λέει εκείνη. Κι εκείνο πώχω και πάλι δε με φτάνει, να χαρώ τον έρωνα,τον πέρωνα και πέρα-πέρα-το βρακούλι,το σακούλι,και παπά τον κούλι. Αναμά δέκα έχω στ’άχερο, μα δεκοχτώ στάση στην ξενητειά, μα το βαστώ, μα το κουνώ,μα τώμαι γκαστρωμένη μονάχα έχω δεκοχτώ το βράδυ να δειπνήσω. Που να της ζητήση πιόνε η γειτόνισσα ψωμί, σαν είδε που εκεί ήταν τόσο ασκέρι, που μοναχά για να δειπνήσουνε το βράδυ δεν τους εφθάνανε δεκοχτώ ψωμιά ;
Τόπος Καταγραφής
Μεσσηνία, Πύλος, ΚορώνηΧρόνος καταγραφής
1928Πηγή
Αρ. 1114, σελ. 501, Γ. Ταρσούλη, Κορώνη Πυλίας, 1928Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
1114, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT