Εναλλαγή πλοήγησης
Ελληνικά
English
Ελληνικά
Ελληνικά
English
Σύνδεση
Εναλλαγή πλοήγησης
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
DSpace at KEEL: Πρόσφατες εγγραφές
Αποτελέσματα 6281-6300 από 142579
Ο Χριστός βρήκε το γελαδάρη τον έστηλε να πάρη νερό απο το πηγάδι και δεν πήγε και τότε ο Χριστός τους έδωσε μια μυίγα.Πήγε ο Χριστός στα πρ'οβατα του είπε να πάη για νερό.Φυλάει ο Χριστός.Πάει ο λύκος και ζήτησε απο τον Χριστόν να φάη,πήρε ο Χριστός μια πέτρα τον κυνήγησε τον λύκον και ακόμη τρέχει ο λύκος και τότε ευλόγησε και τα πρόβατα ο Χριστός.
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1965
)
Ο Χριστός και ένας άρθωπος
Ένας άρθωπος ητάνε απάνου 'ς έναν δένdρον κ'ετρύγενεν κεράσια έρθεν κι ο Χριστόν απού κά'και ειπέν ατον : ''νόμ με κ'εμέν λίγα κεράσια.''κ' εκείνος τα κεράσια έφαγεν και τον Χριστόν έσυρεν τα κουκούτσια. Κι ο Χριστόν ειπέν ατον :<το μισόν να είσαι άρθωπος και το μισόν να γίνης αρκούδι>
Βαλαβάνης, Ι.
(
1883
)
Τουρλίς, Τρυγών, Μπούφος
Ιδού τι μοί διηγήθη περί των τριών τούτων πτηνών αγαθός τις χωρικός ενώ ώδενον επί του ζώου του από Αθήνας ως Μαραθώνα και ηκούοντο εντός των δασών αι φωναί των : Τα πτηνά ταύτα ήσαν μαθηταί ενός διδασκάλου ούτινος τον πώλον καθεκάστων έφερον και επότιζον εις μίαν βρύσιν. Μίαν των ημερών παίζοντες παρά την βρύσην άφησαν τον πώλον όστις απεπλανηθές απωχέαδη. Τούτο μαθών ο διδάσκαλος του κατωράσθς ή...
Ζωγραφάκης, Ιωάννης Ν.
(
1890
)
Ο κούκος κι'ο τρυποφράχτης
Ο κούκκος είχε αδερφή που τη έλεαν Κύρκω. Αυτός φύλαε τα πράμματα, ήταν τζομπάνος, κι’ η Κύρκω κάουνταν στη στάνη κι’έρρινε κουλούρα. Μια μέρα ο κούκος έχασε μια γίδια κ’έσετιλε την Κύρκω να τη βρή. Χάλεψε ξεχάλεψε η Κύρκω δεν την ηύρε και γύρισε στο γρένη. Ο κούκκος την ξαναστέλλει να χαλέψη και πάλε γιατί άκσε τη φωνή της στο λόγγο-μα-κακακακάνη, μακακακακάνη. Η Κύρκω ξαναπάει και δε βρίσκει τίποτε,...
Μουσελίμης, Σπ.
(
1938
)
Ποιο κλαρί έδωκε τη μετάδοση στην Παναγία.
Μια φορά ήθελαν να κεταλάβουν την Παναγία και πήγαν σ’όλα τα ζώα κατά κλαριά για να ζητήσουν μετάδοση και κανένα δεν είχε να τους δώση. Πήγαν στον τζίντζιρα δεν τις έδωκε κι η Παναγία τον καταράστηκε να σεργιανάη να σεργιανάη,να λαλάη στους λόγγους και διαφορά καμμνιά να μην έχη. Άλλο τελευταία να σκάη, να κεύη το τομάρι του κατά γής στο δρόμο να το πατάνε τα ζώα. Ύστερα πήγαν στο μέρμηγκα και ζήτησαν....
Λουκόπουλος, Δημήτριος
(
1927
)
Ο Δημώδης περί Βαλμά μύθος.
Ο βαλμάς είναι πτηνόν νυχτερόβιον,σπάνιον μέν αλλά γνωστόν εις πάντας και επίφοβον,διότι η εμφάνισις αυτού προαγγέλλει προσεχές πέθνος και άφευκτον συμφοράν.Η πρόληψις αύτη εκτείνεται εφ’όλων των ομοίων του,είτε διότι εν τη ηρεμία και τω σκότει της νυκτός η μονότονος και θλιβερά φωνή των ορνέων τούτων πλήττει την φαντασίαν,είτε διότι επεκράτησε παρά τω Ελληνικώ λαώ η ιδέα ότι αμαρτωλαί ψυχαί σκηνώσασαι...
Βαλαωρίτης, Αριστοτέλης
Της κατσίκας της εκαταράστηκε η Παναγία γιατί δεν τον(ε)εφύλαξε. Πήεν ο Χριστός να τον φυλάξη απο πίσω απο το ράιν της (=ουρά)και σήκωσε το ράιν της απάνω και τον εμολόησε (=πρ'οδωσε)και πήεν ύστερα στην προάττα(πρόβατο)και τπν εφύλαε κάτω απο το ράιν της γι αυτό αυτήν την έχει βλογήσει ο Χριστός.
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
(
1964
)
Όταν ο λύκος δαγκάση ελαφρά την προβατίνα,δηλαδή μόνον να την σαλιώση,δεν παθαίνει τίποτα.Άν όμως την παήση με το πόδι του ψοφάει όπως δήποτε και αυτό διότι όταν ο Χριστός έβοσκε τα πρόβατα του παρακαλούσαν τα πρόβατα του να τον πατήσουν να πεθάνη για να είναι ελεύθερα να πάνε σε ζημία.Τότε τα εκαταράστηκε ο Χριστός : να σας πατάη εσάς ο λύκος και να ψοφάτε.
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1965
)
Ο Δεσπότης μέσα στην στρούγγα εκτυπούσε τα γίδια με την γλίτσα και εβγήκαν έξω.Τα πρόβατα τα εκτυπούσαν και πάλιν μέσα διότι τα είχε πάρει η ζέστη και γ'αυτό είναι πρ'οβατο ευλογημένο.
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1965
)
Τα πρόβατα κ'οι ζούλες(=κατσίκες)
Τα πρόβατα δεν έχου dου διαόλου τρίχ'απάνω dωνε,ενώ τα ζά,ζούλες,έχου dου διαόλου τρίχα και πάσι μες στα γκρεμνά,μες στα γκρίφκια και μες στα bυργάδια,που πάει μόνον ο διάτανος(=διάολος)εκεί,κ'οι κουκουμαύλες(=κουκουβάγιες)
Οικονομίδης, Δημήτριος
(
1934
)
Τ'όρνιο και το λελέκι
Τ'όρνιο είναι πουλί των χριστιανών, το λελέκι είναι των Τούρκων.Μαλαγάνε πως τον καιρό του μαναριμπέ(επανάσταση)του 97 που πολέμαγαν οι Τούρκοι με τους Ρωμαίους στην Πρέβεζα,τρώουνταν απο πάνου και τα λελέκια με τα όρνια και νίκοναν τα όρνια και χιλιάδες λελέκια έπεφταν καταής.
Μουσελίμης, Σπ.
(
1938
)
Η μέλισσα πή'ε και γύρεψε απ'το θεό (ν)α δουλεύγη συνέχεια και να φτειάνη ένα βαρέλι μέλι και άμα δακά τον άθρωπο 'α ποθαίνη ο άθρωπος.Ο θεός όμως θύμωσε και της είπε. -όχι θα δουλεύης και (θ)α κάνης λί'ο μέλι και άμα δακάς τον άθρωπο (ν)α πεθαίνης εσύ.
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
(
1964
)
Η δεκαοχτούρα ήταν νύφη και εζύμωσε τα ψωμιά.Η πιθερά της της λέει όχι δεκαεννιά είναι λέει όχι δεκαοχτώ.Λέει λοιπό η δεκαοχτούρα :Θεέ μου κάνε μ'ένα πουλί να φύγω να μη βασανίζομαι κ'έγινε πουλί και τώρα όλο δεκαοχτώ,δεκαοχτώ λέγει.
Ήμελλος, Στέφανος Δ.
(
1961
)
Κλαμούρης. [Ο όνος] Επειδή ο ογκηθμός του ομοιάζει με κλάμα θρήνον. Κατά την παράδοσιν ο όνος κλαίει, διότι ο διάβολος του ψιθυρίζει εις το ούς ότι όλας αι όνοι απέθανον. Επειδή δε ο όνος κατα το τέλος του ογκηθμού προφέρει συγκεκομμένης έ, έ, έ κατά την παράδοσιν πάλιν τούτο γίνεται, διότι ο διάβολος, αφού αφήσει τον όνον και κλαύση κατόπιν λέγει εις αυτόν οκ έμενε και μια όνος δι'αυτόν, ότε ούτος...
Νικολαΐδης, Αναστάσιος
(
1923
)
Μια φορά ‘τονε ένας άθρωπος πολλά πλούσος με καμήλες και με οζά, μα και περίστα καλώς. Ποτέ δεν εβγήκε ψυχρός λόγος απού τη μούρη ύτου. Ότι γκιάν ήθελα κάμη κι ότι γκιάν ήθελα πάθη ήλεγε : ‘’Δόξα σοι ο θεός’’. Ο μισόκαλός του ζήλεψε κι επήγι κι εξέρασε στοι γούρνες απου πίνανε νερό τα οζά ντου κι εψοφήσανε όλα. Αυτός δεν είπε πάλι βλάστημο λόγο, μόνο ήλεγε : ‘’Δόξα σοι ο θεός! ‘’ Δόξα σοι ο θεός!...
Λιουδάκη, Μαρία
(
1938
)
Η όχεdρα δε γεννά παρά τη dρώνε τα παιδιά τζη.Τρώνε τη gοιλιά τζη και βγαίνουν τα παιδιά ζωdανά κ'εκείνη ψοφά.
Ήμελλος, Στέφανος Δ.
(
1959
)
Ο Χουχουλόγιωργας
Ο Χουχουλόγιωργας ήτονε ένας άνθρωπος που παντρεύτηκε και πέθανε η γυναίκα του,πεθάνανε τα παιδιά του και είχε οχτώ αδεφούς και του πεθάνανε κι’αυτοί.Όταν λοιπόν του φέρανε το μίλημα που πέθανε κι’ο τελευταίος του αδερφός, -Μπά,θέ μου,λέει,κάνε με πουλί,να γυρνάω να χουχουλιέμαι.Κι έτσι γίνηκε το πουλί ο Χουχουλόγιωργας και γυρνάει και φωνάζει : ‘’χουχουχού-χουχουχού’’και κλαίει τα’αδέρφια του.
Ταρσούλη, Γεωργία
(
1928
)
Γιαννί και Γιαννάκι το = πουλί ο κκοκινόλαιμος παρουσιάζεται τον χειμώνα στα μύρτα και τα βατόμουρα και παρακολουθεί τον γιώργο στο σπόρο. Παράδοση: η κίκλα εμάλλωσαμ με το γιαννί κι εκόιναρεν το (το πεισμάτωσε) Είπε τον η κίκλα: ’’Γιάννη, Γιάννη τσακνοπόη’’. Εθύμωσεν ο Γιάννης και λέει της: Κίκλα μαυροπόδγκια το μερί μου κάμνει γάμο, τ’ αντερίμ μου αντιγάμο, τα μέσα μου, τα όξω μου γιμώνουν τρείς...
Παπαχριστόδουλος, Χ.
(
1932
)
Ο τζίτζικας με τον μελίντακα(μύρμηγγα)ήταν αδέρφια.Ο μελίντακας σύναξε 'ς το σπίτι του, για να 'χη τι χειμώνα. Πήγε και του ζήτησε τροφή το χειμώνα ο τζίτζικας : Θυμάσαι που τραγούδαγες τον πρωτοούλη μήνα άντε και τώρα τραγούδαγε να σου περνά η πείνα.
Ήμελλος, Στέφανος Δ.
(
1960
)
Ο μελίdακας κι ο τζίτζικας κ’η ροιά(=η ρογιά, αράχνη) είν’αδέρφια. Πέθανενε η μάνα dωνε. Ήφυενε ο μελίdακας κ’επήενε στο τζίτζικα λέει : απέθανενε η μάννα μας και θα πάμενε ν’α τη κηδέψωμενε. Δε μπορώ,λέει,να ρθω ιατί έχω τα παιχνίδια μου κορδισμένα και δε bορώ να τα παρατήσω.Υστερνά ‘πήενε στη ροιά. Λέει :δε παρατώ τα πανιά μου που ‘φαίνω. Επήεν ο μελίdακας μονάχος και την ήθαψενε.Όdεν εκρύωσενε...
Ήμελλος, Στέφανος Δ.
(
1959
)
«
»
Πλοήγηση
Όλο το Αποθετήριο
Αρχείο & Συλλογές
Τόπος καταγραφής
Χρόνος καταγραφής
Συλλογείς
Λήμμα
Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Ευρετήριο πηγών
Κείμενα
Ο λογαριασμός μου
Σύνδεση