Εναλλαγή πλοήγησης
Ελληνικά
English
Ελληνικά
Ελληνικά
English
Σύνδεση
Εναλλαγή πλοήγησης
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
DSpace at KEEL: Πρόσφατες εγγραφές
Αποτελέσματα 4821-4840 από 142579
Αναράδες
Από την πρώτη του Σαρανταμέρου όσαμε (-μέχρι) τη νύχτα που θα γεννηθή ο Χριστός βγαίνουνε τη νύχτα οι Αναράδες και χάνουνται την ώρα που θα γεννηθή. Όσα παιδιά γεννηθούνε την ώρα που θα γεννηθή ο Χριστός είναι Στρίγγλοι και πρέπει να βαφτιστούνε πάλι με το Χριστό, δηλαδή την ημέρα των Θεοφανείων, για να μερώσουνε. Οι Στρίγγλοι αυτοί είναι οι Καλλικάντζαροι.
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1958
)
Οι Αναράδες
Στο Παντέλι σε μια γειτονιά συμφωνήσαν οι γειτόνισσες όλες να σηκωθούν τη νύχτα να πα να φέρουν κλαδιά για να φουρνίσουν τα ψωμιά ντως. Λέει η μια με την άλλη. Εγώ θα’ ρθω να σου χτυπήσω, να πάμε στα κλαδιά. Μια, μόλις επήρε τον πρώτο ύπνο, σηκώθη να πάη να ξυπνήση τις άλλες. Σηκωθήκανε. Αυτή όμως που τες ξύπνησε δεν ήτο γειτόνισσα, ήτανε Αναράδα. Αυτή ‘πήαινε μπρος, οι άλλες πήαιναν πίσω της. Όταν...
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1958
)
Οι καλές τσουράδες
Βασίλης τση Dαοπούας επήαινε να πάη στ’ Αργιά (τπνμ) και του ΄ρθενε να κάμη το νερό dου. Έβγαλεν το ψωμί και το ραβδάτσι dου και το βαλενε στο dράφο κ’εβγάλενε και το μαχαίρι dου και το ‘bήξενε μαζί με το ραβδί dου και το bήξενε μαζί με το ραβδί dου. Επήενε δα, όπως είπαμενε, να κάμη το νερό dου κ’ εκεί τον επιάσανε τρεις ‘υναίκες κ΄ εκείνος ενόμιζενε πως ήτανε ‘υναίκες χωριανές του, η Κυοβασίλαινα,...
Ήμελλος, Στέφανος Δ.
(
1959
)
Αποδίδεται εις ενέργειαν των νεράϊδων (ήπιε νερό φαντασμένο) = νερό που λούστηκαν οι (ανηρούσις, ανηραγίδις) νεράϊδες. Κάνουν ξόρκια το ηλιοβασίλεμμα.
Σαρέλλης, Εμμανουήλ
(
1955
)
Μια φορά εθερίζαμε στο βουνό. Το βράδυ επαρωρίσαμε στο δρόμο μας και μας είδε ένας παλαβούτσικος κι είπε: «Νεράϊδες είναι απόψε είδα δυο ανεράϊδες μπροστά μου». Του λέει τότες ο νονός μου (=παππούς). – Μωρέ, ήτανε η αγγονιά μου!
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1956
)
Ο Τραγουδιστής
Υπάρχει στη Ρόδο μια οικογένεια στο μαράσι της Παξιμάδας γνωστή με το όνομα «του Κκίννου». Τα μέλη της οικογενείας έχουν το χάρισμα όταν κανένας τους εγγίξει με το χέρι και μαλάξει ολίγον απ’ έξω τον πονεμένο λαιμό είτε παιδιού είτε μεγάλου ανθρώπου να γίνεται καλά. Σαν ζωηρό όνειρο το θυμούμαι ακόμη που πηγαίναμε στο σχολείο ένα πρωΐ κ’ επεράσαμε από του εξαδέρφου μου το σπίτι να τον πάρουμε μαζί...
Γνευτός, Παύλος
(
1926
)
Οι Αναράδες είναι γυναίκες όμορφες ντυμένες στ’ άσπρα και χορεύουν την νύχτα. Αυτές πηαίναν και παίρναν και τα παιδιά από τις κούνιες. Άλλασσαν τα παιδιά. Παίρνουν τα παιδιά κι αφίνουν τα δικά τως. Παίρνουν από τα μπαούλα σεντόνια.
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1958
)
Αντίκρυ από τον Κάλαμο, είναι το λαγκάδι της Ακαρνανίας, η Βερίνα. Εκεί όλοι λένε πως είναι ξωτικά και Νεράϊδες κι οι ναυτικοί τη νύχτα δε ζυγώνουνε.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1956
)
Στο τρίστρατο που χωρίζει ο δρόμος από την Πλάκα για την Τραμυθιά και το Κλήμα είναι μια παλιά συκιά που τη λένε του Γαλάνη η συκιά. Από τότε που θα βασιλεψη ο ήλιος ως την ανατολή παρουσιάζονται Ανεραΐδες, δουλιάσματα και βλαβητερά. Αυτά πιάνουνε αυτούς που περνάνε από εκεί στο χορό μέχρι να βγη ο ήλιος. Για να γλυτώση κανείς πρέπει να κρατάη στη τσέπη dου ψίχα ψωμιού για να πη τρεις φορές το Πάτερ...
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1959
)
Στη θέσι Σκιαδά (κοντά στις Ποίσες) τα πρώτα χρόνια βγαίνανε Ανεραΐδες. Ένα παιδί δεκαπέντε χρονώ έπαιζε τσαμπούνα. Αυτές το βράδυ που το παιδί είχε βγη όξω στα πρόβατα κ’ έπαιξε τσαμπούνα άξαφνα οι Ανεραΐδες το πιάσανε. Το ‘χασε ο πατέρας του οχτώ ημέρες το περνούσανε από βουνό και ακούανε οι αθρώποι τη τσαμπούνα στα βουνά. Σε οχτώ ημέρες το παρατήσανε το παιδί κ’ εγύρισε στον πατέρα του. Το παιδί...
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1960
)
Απόντου (=ακριβώς) τα μεσάνυκτα το Μά (=Μάϊον το μεσημέρι που βγαίνουν οι αράπηδες και κάνουν καλοκαίρι. Τα μεσάνυκτα και το μεσημέρι είναι άσκημες ώρες και μπορεί κανείς να λαβωθή= να πάθη κακόν) από τις Αναράδες και τους Αράπηδες. Παρουσιάζονται και το μεσημέρι οι Αναράδες στα άσπρα ντυμένες στους ποταμούς, όπου είναι νερά και στα πηγάδια (=πηγάς)
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1958
)
Πάνε και στσι συκιές και κουνιώνται οι Ανεράϊδες. Για αυτό δεν κάνει στσι σ΄κιές.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1958
)
Τα αγιρκά – αερικά
Αυτά έχουν την ικανότητα από όποιον περάσουν να του προξενήσουν πόνο ή πρήξιμο. Χαρακτηριστική είναι η φράση «τον έφτασε απ’ έξω». Για τη θεραπεία του πόνου ή του πρηξήματος υπάρχουν γρηές, στις οποίες πηγαίνει ο ασθενής και οι οποίες με μυστικά λόγια τον καπνίζουν με καιόμενα αρμένια (είδος λουλουδιών) και βασιλικό κι ακόμα κάνουν το λεγόμενο ανεμοπύρωμα. δηλ. ζεσταίνουν ένα πλατύ σίδερο στη φωτιά...
Δήμου, Δημητρίου
(
1962
)
Γελλού ή Γελλούδα= Νεράϊδα
Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου
Τις ξωτκές τις λέμε και σαταν’κα.
Οικονομίδης, Δημήτριος Β.
(
1959
)
Έβλεπαν (οι ψαράδες παλιότερα που έβγαιναν με την τράτα τους στα νησιά, όταν περνούσαν μεσημέρι) και Νεράϊδες απάνω στα νερά και τις σπηλιές και τα διηγόντανε.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1956
)
Η Σταματίνα Καλογερή ή γραία Καλούπενα έλεγε: ότι μια Περαμαρίτισσα πήγαινε πολύ αργά στη Μεσαριά. Στον Κακαρόκαμπο πούταν του Σαρ. Καρναβά το περιβόλι ήκουσε φασαρίες και παιγνίδια ν’ ανεβαίνουν από της σπίθας το ανύφορο. Κατάλαβε πως ήταν Καλομοίρες. Αμέσως πήγε πάνω, πάνω στο τοίχο και κάθησε. Έβαλε γύρω της τα ψωμιά που σήκωνε χαράσσοντας απάνω σε κάθε ένα το σημείον του σταυρού. Σε λίγο να και...
Σπανός, Χαράλαμπος Ν.
(
1955
)
Ανεράδες
Οι Ανεράδες κατά τσοι παππούδες και τσοι γιαγιές μας είναι εχθρού πείραξις, δηλαδή του διαβόλου ενέργεια. Παρουσιάζονται πέντε έξε γυναίκες ασπροφόρες συχνάζουν πάντοτες σε βρύσες απομακρυσμένες και σε πλατέες κι αρχινούν το χορό και χορεύγουν. Αν γίνη και περάση γυναίκα από το μέρος εκείνο, την τραβούν στο χορό και χορεύει μέχρι να κράξη ο πετεινός: μέχρι τρίτη πετεινού. (Οι νεράϊδες βγαίνουν μόνο...
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1958
)
Εσκιάζανε τα παιδιά και τσο’ λέανε γι’ Ανεράϊδες. «Τσώπα, γιατ’ έρχετ’ η Ανεράϊδα».
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1956
)
Τις νεράϊδες είδε κι ο πατέρας μου δυό φορές (πέθανε 82 ετών). Ήταν τσοπάνος. Μια εποχή τον πήραν με τα λιθάρια και τον πήγαν μακρυά. Γιατί αυτές πλέναν στη βρύση και γέλαγαν. Ο πατέρας μου δεν κατάλαβε (τις πήρε για γυναίκες) και τους είπε «γαμώ τη μάννα σας!» Τα λιθάρια δεν βαρούγαν απάνω του! Είχε κάτι φυλαχτό απάνω του! (ύψωμα μπαρούτι). Αν δεν τις όκρινε δε θα τον πειράζανε!.
Ιωαννίδου, Μ.
(
1938
)
«
»
Πλοήγηση
Όλο το Αποθετήριο
Αρχείο & Συλλογές
Τόπος καταγραφής
Χρόνος καταγραφής
Συλλογείς
Λήμμα
Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Ευρετήριο πηγών
Κείμενα
Ο λογαριασμός μου
Σύνδεση