Εναλλαγή πλοήγησης
Ελληνικά
English
Ελληνικά
Ελληνικά
English
Σύνδεση
Εναλλαγή πλοήγησης
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
DSpace at KEEL: Πρόσφατες εγγραφές
Αποτελέσματα 2501-2520 από 142579
Ο Παχούμιος και ο Μουχαμέτης
Μια φορά ο Παχούμιος επήγαινε να γενή δεσπότης. Ο διάβολος το μυρίστηκε και δεν ήθελε να τον αφήση. Γίνεται ως; είδος άνθρωπος και πάει στο δρόμο και τόνε βρίσκει. “Μπρε πού πας, κουμπάρε; - Ίντα σε γνοιάζει του λόγου σου που πάω εγώ; - Ε ρωτώ, Ίντα δα χάσης πως δα μου πης κι εμένα που πας;” Συβάζει τονε και του λέει: “Πάω να γενώ δεσπότης. - Ντα εκάμανε άλλο μόνο γιάγειρε”. Δεν εφρουκάστηκε αυτός...
Λιουδάκη, Μαρία
(
1938
)
Οι τρείς παίδες
Μια φορά ’τονε ένας βασιλιάς και του ’πενε ο μοιράρης πως δα κάμη τρία παιδιά κι απόκειας δα ποθάνη. Κι αυτός ήβαλε με το νου ντου «Εγώ θα κάμω δεκαπέντε χρόνους να πάω με τη γυναίκα μου να κάμω ένα παιδί. Κι απόι μετά άλλους δεκαπέντε χρόνους δα ξαναπάω να κάμω άλλον ένα και μετά άλλους δεκαπέντε να κάμω και το άλλο». Κάνει το κιόλας ετσά. Στσι δεκαπέντε χρόνους απάνω πάει με τη γυναίκα ντου και...
Λιουδάκη, Μαρία
(
1938
)
Η Σολομωνική
Μια φορά ο Σολομών είχενε ένα δούλο. Τον εκαλοτάιζε, τον εκαλοπότιζε κι αυτός ίδια πως τον εγλείφανε οι σκύλοι. Μιαν ημέρα τόνε καλεί ο Σολομών και του λέει: “Μα δε μου λες, μωρέ, ίντα ’χεις κι είσαι σαν τον σκύλο; Εγώ σε ταΐζω, εγώ σε ποτίζω, ίντα γίνουνται κειανά που τρως; - Ίντα, να σου λέω, αφεντικό; Ένας διάβολος έρχεται και μου βυζάνει το μικρό δαχτυλάκι μου και πίνει το αίμα μου και για κειονά...
Λιουδάκη, Μαρία
(
1938
)
Ο Πτολομαίος ο βασιλιάς ήθελε να κάμη ένα γυάλινο παλάτι να μείνη τ’ όνομα ντου αθάνατο. Εκάλεσε το σύμβουλό ντου και το ’πε και λέει του αυτός: “Το γυάλινο παλάτι, θα περάση κιανείς βασιλιάς να το σπάση και δα σβήση πάλι τ’ όνομά σου. Σα θες ν’ απομείνη κιόλας το όνομά σου αθάνατο να καλέσης εβδομήντα έλληνες και εβδομήντα εβραίους να τσι βάλης σε εβδομήντα κάμερες να μεταφράσουνε την Πεντάτευχο...
Λιουδάκη, Μαρία
(
1938
)
Ο παπάς με το περιστέρι στον ονώμο
Μια φορά ήτονε ένας παπάς δίκαιος και καλός και κάθα που ’θελα λειτρουγά εθώριενε η παπαδιά έναν περιστέρι κι εκάθουντονέ στον νώμο του παπά. Μιαν αργατινή ήτυχε να πιη ο ευλοημένος μιαολιά περίσσο κρασί κι εζαλίστηκε κι ήθεκε στην αυλή ντου κι εκοιμήθηκε. Τη νύχτα πήγεν η γειτόνισσα και τον ήβρηκε. Αυτός εθάρριενε πως ήτονε η παπαδιά ντου κι ήκαμε μαζί τζης. Την άλλη μέρα πάει πάλι ο παπάς στην εκκλησά...
Λιουδάκη, Μαρία
(
1938
)
Ο Σολομών ήτονε περίσσα γυναικάς, όπου ’θελα δη μιαν καλή την εκυνήγανε. Μιαν κοπανιά είδενε μιαν όμορφη γυναίκα και τση ’καμε το νόημα να τόνε δεχτή. Η γυναίκα ήτονε τίμια κι ήθελε να τόνε ξεγιβεντίση και λέει του: “Να σου ρίξω ένα σκοινί να δέσης έναν κοφίνι να μπης μέσα να σε σύρω απάνω. Δένει κιόλας το κοφίνι, μπαίνει αυτός μέσα και τον ήσυρε ίσαμε τη μέση κι απόι ήδεσε το σκοινί στα σίδερα του...
Λιουδάκη, Μαρία
(
1938
)
Μια φορά πηγαίνουνε οι δεσποτάδες να κάμουνε σύνοδο. Εκλούθανε κι ο Σπυρίδωνας γηραλέος με τον υποταχτικό ντου. Οι άλλοι τον είχανε για ανεμπαίγνιδο, και δεν εθέλανε να πηαίνη μαζί ντως. Φτάνουν σ’ ένα χάνι και ξωμένουνε. Την ταχινή νύχτα, νύχτα σκώνουνται οι άλλοι και του σφάζουνε τσι γαιδάρους κι απόκειας μισεύγουνε. Ξυπνά την ταχινή κι ο ευλογημένος ο Σπυρίδωνας και πέμπει τον υποταχτικό ντου να...
Λιουδάκη, Μαρία
(
1939
)
Ο Αβράμ ποτέ δεν ήτρωε ψωμί α δεν ήθελα βρη ξένο άθρωπο να τόνε κάτση στο τραπέζι ντου να φάνε μαζί. Μιαν κοπανιά δεν ηύρισκε ξένο να τόνε πάη στο σπίτι ντου κι εκάθουντονε τρεις μέρες στο δρόμο νηστικός κι ενίμενε να περάση κιανείς να τόνε πάρη.Μιαν κοπανιά θωρεί τρεις νέους κι ήρχουντανε από πέρα και τώσε λέει: “Ε, ντεληκανήδες, περάσετε από το σπίτι μου να φάμε μαζί”. -” Ε να ’ρθουμε, κουμπαριό”....
Λιουδάκη, Μαρία
(
1938
)
Μια φορά ’τονε ένας πνεματικός κι εγύριζε στα χωριά κι εξομολόγανε τσ’ αθρώπους. Ήσυρνε μαζί ντου ένα ντεληκανηδάκι και του βάστανε τα χαρθιά. Μιαν κοπανιά επήγανε σ’ ένα χωριό κι επήγε μια γυναίκα να ξεμολοηθή. Το ντεληκανηδάκι κάθουντονέ απόξω κι ο παπάς εμπήκε μέσα κι εξομολόγανε τη γυναίκα. Εσταθήκανε ομπρός στην πόρτα και το ντεληκανηδάκι τσι θώριε, μα δεν ήκουε ίντα λέγανε. Κάθα λίγο ήθελα δη...
Λιουδάκη, Μαρία
(
1938
)
Μια φορά εταξίδευγεν έναν καράβι και ήτονε μέσα μια γυναίκα αγαστρωμένη. Μεσοπέλαγα την πιάνουνε οι πόνοι και κάνει το κοπέλι. Η γυναίκα φοβήθηκε να μην τζη ποθάνη κι εστενοχωρήθηκε που ’θελα να ποθάνη αβάφτιστο. Ένας Τούρκος ήτονε κειά και τση λέει: “Ίντα στενοχωράσαι, μπρε γυναίκα, εγώ δα σου το βαφτίσω”. Παίρνει ο Τούρκος το κοπέλι και βουτά το τρεις φορές στη θάλασσα και λέει: «βαφτίζεται ο δούλος...
Λιουδάκη, Μαρία
(
1938
)
Το τίμιο ξύλο
Ήτανε ένας Μανώλ'ς. Ήτανε κλέφτης, αλλά έκανε καλωσύνες πολλές. Πάdρευε τις φτωχές. Γινόdαν τιπτίλ' κι δεν dον έπιανι μολύβ. Είχ' ένα bερbέρη που τον bιστεύγουdαν κι πήγαινι στα λιμέρια τ' κι τον bαρbερ'ζι. Οι Τούρκοι συννενοηθούκαν μαζί τ' οτι κείν' dην ώρα π' εγώ θα dον αλείψου σαπ'νάδα για να ξυρ'στή, κείν' dην ώρα ο Μανώλ'ς θα βγάλη το τίμιου ξύλου, για να dον πιάσ' το ξυράφ'. Μι το bαλdά του...
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1940
)
Tα δώρα των άτεκνων
Ο νόμος ο Εβραϊκός δεν εδέχουντονε στην εκκλησία τα δώρα των ατέκνων ή τα ’παιρνε τελευταία, άμα έπαιρνε ολωνώ των αλλωνώ. Ο Ιωακείμ επήγε μιαν ημέρα πρώτος το πανιέρι ντου στην εκκλησία. Ο κουνιάδος του ο Ζαχαρίας εφούσκωσε και του ’καμε μια μοτσαδούρα απού ’τονε η γι εμισή περίσση. “Δεν εφοβήθηκες, μωρέ, το θεό να μου φέρης πρώτος το πανιέρι σου; Όξω ντελόγο”. Και βγάνει τόνε όξω από την εκκλησά....
Λιουδάκη, Μαρία
(
1938
)
Ο προφήτης Αββακούμ
Οντόν ερρίξανε στο λάκκο των λεόντων το Δανιήλ, επήγαινε μια μέρα ο Αββακούμ κουκιά στ’ αμπέλι ντου απού ’χενε αργάτες. Στο δρόμο του παντήχνει ο άγγελος και του λέει: “Ο φίλος σου ο Δανιήλ είναι στο λάκκο των λεόντων μόνο να πας να του πας φαϊ. - Πώς δα πάω ’γώ να του πάω φαϊ, απού ’ναι δώδεκα ώρες δρόμος; Και πιάνει τονε ο άγγελος απού τα μαλλιά και βρίσκεται στη στιγμή στο λάκκο των λεόντων. Τρώει...
Λιουδάκη, Μαρία
(
1938
)
Ο ανάγρος, ανάγροι= αι γελλούδες( Κρόκος)
Βογιατζίδης, Ι. Κ.
(
1922
)
Εδεκεί στόλ- λιάπυργον ένας είδεν έναν Αρμένην με το κσετόφ-φεσάκι κ'όσον ενίαιννεν κοντά τόσον εμάκραινον κ' ήφτασεν το κεφάλιν του ως τη στέπσι του Πύργου κ' ύστερε πάλι εκόνταινεν κ' εγίνουντας- σαν παιδάτη. Ήπαθε χρυσήν και σε πέντε ημέρες επέθανε. (λιάπυργον= του λιά Πύργος, υπάρχει Πύργος εκεί μεσαιωνικός εν μέσω ελαιώνων. Στέωσι= στέγωσις, στέγη)
Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου
(
1918
)
Νια βουλά δώ τς λουγγές πήγαν σ'ένα σπίτ' δυο τρείς μουσαφραίοι. Αφού έφαγαν, έστρουσαν να κοιμθούν. Α νκουκουμά ήθελι να φκείασ' φαί για τν άλλ'μέρα κι έβαλι μέσα σι νια τέντζιρ' καμπόσον κρέας να γκρινιάζ' (=λιανοβράζ')κι έκατσι παρα πέρα κι έγνιθι κι τν τέντζιρ τν άλιψι απ μι ζ'μάρ'. Αλλά κάπουταν τρυπούλα κι ξιφύσινι απου μέσα. Ικείν π'ταμ άμα άκουσαν συγξώσκαν κι είπε ένας τ' αλλνού. Ακούς διμόνια!...
Λουκόπουλος, Δημήτριος
(
1926
)
Αρτουπάλ-άδες = φαντάσματα. Είδος σειληνών. Και Ατσουπάς -άδες.
Κονδυλάκης, Ιωάννης Δ.
Μαγάρισμα (το). Η παρά των Αρμενίων ως πιστεύεται παρά τινες, δια ακαθαρσίας τετριμμένης εν είδει πεπέρεως μίανσης, ήτις αποτελείς θρησκευτικήν αίρεσιν κατά την ορθοδόξην.
Κυριακού, Ιωάννης Ν.
Πορδαλός, ο, φάντασμα το οποίον πιστεύεται ότι διαίγει εν τοίς μύλοις, μιμείται δε τους ευρισκομένους εν αυτούς τους οποίους τελευταίον καταβροχθίζει.
Βαλαβάνης, Ι.
(
1877
)
Τζίν= όταν φορτώνεται τς' τινά των ράχων τον και τον κρατεί απο τα χέρια.
Θεοχαρίδης
(
1897
)
«
»
Πλοήγηση
Όλο το Αποθετήριο
Αρχείο & Συλλογές
Τόπος καταγραφής
Χρόνος καταγραφής
Συλλογείς
Λήμμα
Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Ευρετήριο πηγών
Κείμενα
Ο λογαριασμός μου
Σύνδεση