Μια φορά εταξίδευγεν έναν καράβι και ήτονε μέσα μια γυναίκα αγαστρωμένη. Μεσοπέλαγα την πιάνουνε οι πόνοι και κάνει το κοπέλι. Η γυναίκα φοβήθηκε να μην τζη ποθάνη κι εστενοχωρήθηκε που ’θελα να ποθάνη αβάφτιστο. Ένας Τούρκος ήτονε κειά και τση λέει: “Ίντα στενοχωράσαι, μπρε γυναίκα, εγώ δα σου το βαφτίσω”. Παίρνει ο Τούρκος το κοπέλι και βουτά το τρεις φορές στη θάλασσα και λέει: «βαφτίζεται ο δούλος του Θεού ...». Το κοπέλι ήζησε και πάει η γυναίκα στο χωριό τζης και βρίσκει τον παπά και του το λέει: “Ετσέ κι ετσέ, παπά μου, και μου βάφτισε ένας Τούρκος το παιδί μου στη θάλασσα, μπα να μην πιάνεται; - Να το ξαναβαφτίσωμε. Λέει κι ο παπάς”. Πάνε στην εκκλησά, βάνουνε το νερό στην κολυμπήθρα και χαζιρεύγουνται να το βαφτίσουνε. Πάνε να βουτήξουνε το κοπέλι, το νερό πημένο. “Εδά σωστή είναι η πρώτη βάφτιση, νοικοκερά, αν την ήκαμε και Τούρκος, μόνο πήγαινε στη δουλειά σου.
Τόπος Καταγραφής
Κρήτη, Μεραμβέλλο, ΛατσίδαΧρόνος καταγραφής
1938Πηγή
Αρ. 1162 Γ, σελ. 46 – 47, Μ. Λιουδάκη, Μεραμβέλλο, Λάτσιδα, 1938Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
1162 Γ, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT