Νια βουλά δώ τς λουγγές πήγαν σ'ένα σπίτ' δυο τρείς μουσαφραίοι. Αφού έφαγαν, έστρουσαν να κοιμθούν. Α νκουκουμά ήθελι να φκείασ' φαί για τν άλλ'μέρα κι έβαλι μέσα σι νια τέντζιρ' καμπόσον κρέας να γκρινιάζ' (=λιανοβράζ')κι έκατσι παρα πέρα κι έγνιθι κι τν τέντζιρ τν άλιψι απ μι ζ'μάρ'. Αλλά κάπουταν τρυπούλα κι ξιφύσινι απου μέσα. Ικείν π'ταμ άμα άκουσαν συγξώσκαν κι είπε ένας τ' αλλνού. Ακούς διμόνια! Αφουκράσκαν λιγάκ', ακούς, ακούς κι ψιθύρζανι. Κοντά πιτάχκαν ουλόστιγν'. Τότες ρώτσαν τ΄νκουκοιρά, τι να 'ν' κειό. Αφού εξήτασαν λιγάκ' ηύραν που ήταν του διμόνιου. (ουλόστιγνους= σηκώθηκα φοβισμένα)
Τόπος Καταγραφής
ΑιτωλίαΧρόνος καταγραφής
1926Πηγή
Αρ. 1542, σελ. 63 – 64, Αιτωλία, Δ. Λουκόπουλος, 1926Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
1542, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT