Toggle navigation
Ελληνικά
English
English
Ελληνικά
English
Login
Toggle navigation
Recent submissions
Homepage
Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
Παραδόσεις
Recent submissions
Homepage
Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
Παραδόσεις
Recent submissions
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
Παραδόσεις: Recent submissions
Now showing items 3041-3060 of 6798
Καλλικάντζαροι. -Μορφή και προέλευσις. Ανθρωπόμορφα όντα, αλλ'υπεράνθρωποι στο ύψος, μαύροι στην όψιν, με κατσαρά μαλλιά, μάτια άγρια, πόδια ψιλά και μεγάλα. Έρχονται κατα τα Δωδεκάμερα κατεβαίνουν μέσα στα σπίτια την νύχτα απο τους καπνοδόχους και πιάνουν στο χορό τους ενοίκους. -Μέσα αποτροπής του κακού. Σταυρός απο Βάια της Κυριακής των Βαίων πίσω στην πόρτα.
Καλησπέρης, Λουκάς Ι.
(
1952
)
Ήταν βροχερός ο καιρός και πήγα στην στρούγκα να κοιμηθώ. Μόλις καθάρισε ο καιρός έβαλα τα πρόβατα να κοιμηθούν στο μπαίρι. Εκεί έπεσα να κοιμηθώ και δίπλα τα σκυλιά στα πόδια μου. Ακούω προβάτων φωνή να βελιάζη. Σηκώθηκα και πήγα, προς την φωτήν που βέλιαζε η προβατίνα. Μόλις πάω κατακεί την φωνάζω και φεύγει προς πάτι σούδες προς λιβάδι. Ξανά πλάγιασα και ξαναέρχεται. Ήταν άσπρη προβατίνα. Και εκεί...
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1965
)
(Προλήψεις : Τις ημέρες των Χριστουγέννων και πριν απο τα Φώτα, Δωδεκάμερα όπως τα λένε, μετά τα μεσάνυχτα δεν βγαίνουν έξω, και άν βγούν κρατούν δαδί αναμμένο ή λάμπα, για να φύγουν οι Καλλικάντζαροι. (Γαλάτεια=Πρόσφυγες εκ Κουβουκλίων Προύσης Μ. Ασίας και εκ Γαλατά Καλλιπόλεως Ανατολικής Θράκης)
Ανανιάδης, Πέτρος
(
1960
)
Καλλικάτζαροι. Όταν κάμνουν λουκουμάδες εις το τέλος κάμνουν ένα λουκουμά για τους καλλικατζάρους διότι λέγουν ότι ''άρπαξε το λουκουμά και το μισομάνικο της γριάς'' που δεν τους έκαμνον τους φαντάζονται ως αγρίους δαίμονας και πως κατεβαίνουν εις το σπίτι απο τη φουβού. Έρχονται την πρώτη ημέρα του δωδεκαημέρου και φεύγουν την ημέρα του μικρού αγιασμού.
Σπανός, Δημήτριος Γρ.
(
1952
)
Οι Καλικάντζαροι όλο το χρόνο προσπαθούν να κόψουν το δένδρο. Κοντεύει να κοπή και τα Χριστούγεννα μόλις γεννιέται ο Χριστός ανεβαίνουν επάνω και ξαναθρέφει το δένδρο.
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1965
)
Η παράδοσις λέγει ότι μια φορά κατέβηκε τη νύχτα ο καλλικάντζαρος από τη φουγού(τζάκι) πήρε τη μαρμαρίτα και το μισομάνικο της κυράς κι ανέβηκε στο λιακό (=στέγη του σπιτιού) και φώναξε ‘’Άρπαξα τα μαρμαρίτα και το μισομάνικο της κυράς. Την άλλη ημέρα, την ημέρα των Φώτων, τον έπιασαν τον καλλικάτζαρο και του πέρασαν ένα σκουραρίκι. Ο καλλικάντζαροε τότε κάθισε στα λίγκια (στους ώμους) του ανθρώπου...
Σπανός, Δημήτριος Γρ.
(
1952
)
Νικολοβάρβαρα. Λέγονται Νικολοβάρβαρα ή κολιτσαρδοί. Η μορφή τους χαρακτηρίζεται σαν μικρά ανθρωπάκια, μαυρωπά, με σουβλερά νύχια, που πηδούν και αναρριχούνται παντού, πειρακτήρια και ζιζάνια και παρουσιάζονται τις ψυχρές και παγερές και σκοτεινές νύχτες στο δρόμο και πειράζουν τους διαβάτες. Έρχονται απο το πρώτο δεκαήμερο και παραμένουν έως του Αγιασμού, ότε πλέον χάνονται.
Κασιμάτης, Ιωάννης Π.
(
1959
)
Οι Καλοβαρβάρες, είναι σα τις Καλοκαζάρες βγαίνουν το Σαραντάμερο και όποιο παιί(γ)εννιέται με την ώρα που (θ)α εννηθή ο Χριστός 'ίνεται Καλοβαρβάρα ή Υπνοφάς όπως τους λέμε κι αλλοιώς. Ίνονται (γίνονται) καλοβαρβάρες εκείνοι που οι γονιοί των του Βαγγελισμού ξαπλώνουν μαζί, άμα τότε ξαπλώσουν μαζί 'ίνονται απ'αυτές.
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
(
1964
)
Μέσα στο μαντρί που είχα τα πρόβατα σε μια γωνιά εκεί πέρα αν πήγαινε καμιά προβατίνα και κάθονταν δεν μπορούσε βα σηκωθή ξανα και ήταν αναγκασμένος να πάω να την σηκώσω εγώ. Αυτό μου συνέβηκε 2-3 φορές και μετα ρώτησα τον κόσμο στο χωριό και μου είπαν ότι για να φύγη το φάντασμα να κάμω μια μπογάτσα και να την πάω σε ξένο σύννορο για να κάτση εκεί να ξημερώση να λαλλήσουν τ΄αρνίθια που θα είμαι με...
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1965
)
Είπεν ο Χριστός όdεν εγεννήθηνε ποιο μιαρό στην ώρα μου. Όσοι γεννηθούνε την ώρα εκείνη, λέγονται καλλικάντζαροι.
Ήμελλος, Στέφανος Δ.
(
1959
)
Καλλικάντζαροι. Καλικατζαραίοι. Είναι δαίμονες με μορφήν ανθρώπου, πολύ υψηλοί, μαύροι, αδύνατοι, άσχημοι τραγοπόδαροι. Έρχονται την παραμονήν των Χριστουγέννων και φεύγουν την ημέρα της αγιάσεως. Προσπαθούν όλες αυτές τις ημέρες της παραμονής των να κόψουν το δένδρο που βαστάει τη γή αλλά δεν το κατορθώνουν.
Κασιδογιάννης, Γεώργιος Ι.
(
1953
)
Μια φρουρά ήτανε η ‘μέρα που γεννιούντανε οι Χριστούς. Το βράδυ είχαμε συναχθή στην πλατεία όλοι οι παπούδες και λέγαμε πολλά παλιά. Τότες ου παπούς μου ήτανε 102 ετών. Μας έλεγε ότι ‘όταν ήτανε μικρό παιδί χρόνια τώρα πολλά είδανε κατά το ηλιοβασίλεμα μέσα στο χωριό εκεί που καθόμαστε εμείς μια συνοδειά. Ήτανε κάτι μικροί άνθρωποι με μακρυά ουρά με μεγάλα αυτιά αδύνατοι αχαμνοί και μικροί στο σώμα...
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1965
)
Την παραμονή των Χριστουγέννων βγαίνουν οι καρακοντζόλοι. Αυτοί τριγυρίζουν έως τα Φώτα. Γιαυτό κάνουν διάφορα ξώρκια οι χωρικοί. Αλλά σε πολλά χωργιά της Κρήτης δε φοβούνται τέθοια πράμματα, μόνο λένε : <Χριστού γεννήματα διαόλου σκορπίματα>
Φραγκάκι, Ευαγγελία Κ.
(
1949
)
Ο αδελφός του πατέρα ενός στο χωριό δεν πήγε στα πρόβατα να αντικαταστήση τον άλλον. Σηκώνεται ο πατέρας μου αφού βλέπει, ότι δεν πηγαίνει ‘κείνος και παίρνει το τφέκι και πήγε στα πρόβατα. Τα βρήκε τα πρόβατα κλεισμένα μέσα στο μαντρί. Τα αμπολάει από μέσα για να βοσκήσουν. Ήσαν, μαζί πρόβατα και γίδια από μέσα από το κοπάδι όπως βοσκούσαν πετεέται ένα γίδι και πήρε δρόμο και κοντά τροχάδην ο πατέρας...
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1965
)
Θεωρείται ότι με τον αγιασμό των Θεοφανείων αγιάζονται τα νερά και φεύγουν και οι καλλικάντζαροι. Άλλοι πιστεύουν πως φεύγουν για το νησί Μυτιλήνη και πρίν πάνε πνίγονται μέσα στα χώματα βαθειά στη γή.
Μανωλάκης, Παναγιώτης
(
1953
)
Στην Άρνισσα δεν γνωρίζουν τίποτε δια τους Καρακούτζους(=Καλικάντζαρους).
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1961
)
Όταν το βράδυ έβοσκα τα πρόβατα στο χάνdακα ερχόντανε ένα βαρβάτο και μουρκαλούσε τα πρόβατα. Ύστερα δε βοσκούσαν τα πρόβατα. Αυτό ήτονε άσπρο με μεγάλα κέρατα και πάαινε μόνο του. (χάνdακα= ρέμα με μεγάλο χάος)
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1965
)
Άλης (ο) πνεύμα κακοποιόν. Προσωποποίησης της αιμορραγίας επί τω λεγώ.
Άγνωστος συλλογέας
(
1927
)
Βοσκούσα και γω πρόβατα. Τσοπάνος ήμουνα. Περνώ μέσα απο μία σούδα μέσα χαράδρα τρανή. Βγαίνω στο υψωματάκι 'πάνου. Εκεί βγήκε ένα μεγάλο πρόβατο πιο μεγαλύτερο απ'τα δικά μας με μακρυά μαλλιά. Μπήκε μέσα στα δικά μας και επειδή ήταν μεγαλύτερο το κοιτούσαν τα δικά μας πρόβατα. Προχώρησα πιο κοντά και κοίταξα. Και το πιο μεγαλύτερο πρόβατο τρέχω να το πιάσω και αυτό έφυγε. Τότε αρχίνισαν να βελιάζουν...
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1965
)
Ο Χαμόδρακος
Είναι ο ίδιος ο Ντιβέτσικας, Ήσκιος, Κωλοπάνης στην Παλούκοβα. Τον λένε έτσι, γιατί φαίνεται σα σκυλάκι μέσ’στα πράματα άλλοτε σα γαιδούρι, σα γίδα και σα γυναίκα. Πααίνει και μαρκαλάει τα πρόβατα και η γέννα τους μαυρίζει ως το πρωί πεθαίνουν. Για να γλυτώσουν απ’αυτό το κακό, περνούν τα πράματα νύχτα μέσα σε χωριό. Τους βγάνουν τα κουδούνια και τα διαβάζουν σε άλλο μέρος. Ο χαμόδρακας, βλέπεις,...
Λουκόπουλος, Δημήτριος
(
1948
)
«
»
Search Digital Repository
This Collection
Browse
All of the Digital Repository
Archive & Collections
Place recorded
By Time Recorded
Authors
Lemma
Legend classification (acc. Politis)
Source index
Titles
This Collection
Place recorded
By Time Recorded
Authors
Lemma
Legend classification (acc. Politis)
Source index
Titles
My Account
Login