Εναλλαγή πλοήγησης
Ελληνικά
English
Ελληνικά
Ελληνικά
English
Σύνδεση
Εναλλαγή πλοήγησης
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
Παραδόσεις
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
Παραδόσεις
Πρόσφατες εγγραφές
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
Παραδόσεις: Πρόσφατες εγγραφές
Αποτελέσματα 3001-3020 από 6798
Οι καλικαντζάροι
Άμμα σπάρτει παιί του Εβγαγγελισμού (Ευαγγελισμού) το βρά(δ)υ, (γ)εννιέται τα Χριστούγεννα, τα λοιπονίς (το λοιπόν) είτε (γ)εννηθεί αρσενικό το λέσι καλικάντζαρον, άν είναι γκόρη τήνε λέσι Γιαλλού. Φτός(αυτός) ο Καλικάντζαρας εν (δεν) γκοιμάται τα Χριστούγεννα, παρά (γ)υρίζει κ'ι' άμμα βρεί άθρωπο τον πνίει και σίντας οι άθρωποι του σπιgιού τον παίρνουσι χαπάρι πως (γ)υρίζει και τον καταλάβουσι, του...
Ζερβός, Ιωάννης
(
1958
)
Καλικάντζαροι
Οι Καλικαντζάροι ερχόντανε στο νησί παλιά με τη βάρκα απο την παραμονή τοτ Χριστού μέχρι τη Βάφτιση του Χριστού. Εμπαίνανε μέσα στο σπίτι τη νύχτα απο τον κάπασο(καπνοδόχο). Την παραμονή του Χριστού εβράζανε παλαιά φάβα και την τσικνιάζανε για να μυριστού οι καλικατζάροι και να φύγουν.
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1960
)
Εκάναμε και την άργαση (όργωμα του χωραφιού δι' αγρανάπαυσιν) ως του Χριστού για να μη μας κατουρήσουνε το σύνεργο (=αλέτρι) οι Καλικατζάροι.
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1960
)
Στις τριάντα του Νοέμβρη-τ' άι-Ντιρζιά (αγίου- Αντρέα) που κάμνουν τις ζυριστές (γυριστές-λουκουμάδες), μπορεί να μπή κάτω που τοφ φανώχτη ο καλικάντζαρος και τον παραφυλάουσι φρά'σσουν και τόφ φανώχτη 'πό πάνω που το γώμα (δώμα), να μην μπή να κατουρήσει στο τσουκάλι.
Ζερβός, Ιωάννης
(
1958
)
Καιμπίλιδες
Οι Καιμπίλιδες, ή Κάιδες (Καλικάντζαροι) θεωρούνται ανθρωπόμορφα ισχνότατα εύθυμα μεν αλλά κακοποιά διαμόνια, περιτετυλιγμένα εις μεγάλην καπόταν, άτινα γεννώνται συνήθως κατά το δωδεκαήμερον. Κατά την εις την γήν ολιγοήμερον διαμονήν αυτών ανδρίζονται και αναπτύσσονται κατά την ημέραν και ενεδρεύουσιν εις σκοτεινά και απρόσιτα σπήλαια, την δε νύκτα συγκροτούσι χορούς μεθ’ετέρων δαιμονίων, εισέρχονται...
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ
(
1896
)
Οι Καλικάτζαροι
Από τη γιαγιά τη Κατερινιά, από τον πατέρα μου, έχω ακούσει για τις Καλικατζαρέους. Καθόντουσαν γυναίκες στις παγκάδες (= πεζούλια πέτρινα σαν καναπέδες στους δρόμους) έξω από τη μπασιά τους (από την πόρτα τους) και συμπλιάζανε (εσυνονογιούντε) να πα να πλύνουνε στο Κουρέdη (βρύση στην ανατολική πλευρά του νησιού κοντά στην εκκλησιά του αγ. Σπυριδώνου) που ‘χει τρείς κανάλιους (κρονούς και τέσσερεις...
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1960
)
Ένα βράδυ ένας γέρος εβγήκε έξω να ουρήση. Τον επήραν οι ''καρκαρζέροι'' τον επήγαν πίσω απο την εκκλησίαν και τον άφησαν μισοπεθαμένον. (καρκατζέροι= Καλλικάντζαροι)
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1964
)
Από την εξοχή για να ‘ρθή παιδί στο χωριό έπρεπε να ‘ρθη πρί βασιλέψη ο ήλιος. Μόλις ήθελα βασιλέψη ο ήλιος παρουσιαζόντανε οι Καλικάτζαροι. Για να μην το δή το παιδί ο Καλικάτζαρος εφορτώνανε κλαδιά στο γάδαρο από τις δυό μεριές, στη μέση εβάνανε το παιδί και αποπάνω του μια σκάφη και το κρύβανε το παιδί. Ένα βράδυ ένα παιδί ενυκτώθηκε. Δυό Καλικάτζιαροι ανεβοκατεβαίνανε στο γάδαρο κ’ελέγανε : Άνω...
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1959
)
[Τα Καλλ'κατζούρια]κατ'ράν μέσα στα λουκάνικα (που φκιάνουν απ'το χοιρινό). Πρέπ' να τα φ'λέψ' και θα γλυτώσ'. (Το παλιοτσάρουχο φτάν'). Πρωτύτερα φόραγαν λουροτσάρουχα κι απο πάνου απο τις κάλτσες έβαναν αγράβιες(η αγράβια)_ από δέρμα κατσίκας και δεν πέρναε το νερό. Εκεί που βανούμε την Αρτ'μη (ξινοτύρι ή τυρί) αργάζει το τομάρι κι απο κείνο έβγαζαν τα γουρνοτσάρουχα.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1959
)
Ο Καλικάτζιαρος
Το Σαραντάμερο ήτανε δυό γειτόνισσες και εσυνενοηθήκανε το βράδυ να πάνε την άλλη μέρα ταχιά (=πρωί), να πλύνουνε τη μπουγάδα στην Πλάθιενα (παραλία δυτικά από τις πλάκες). Ο Καλικάντζαρος το πήρε είδησι και μεταμορφώνεται ως γειτόνισσα και χτυπά την νύκτα τσης αλληνής γειτόνισσας τημ-πόρτα να σηκωθή να πάνε να πλύνουνε τα ρούχα στη θάλασσα. Αυτή δεν κατάλαβε τίποτα. Σηκώνεται παίρνει στον ώμο dης...
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1959
)
Μια φορά στην τοποθεσία Δερματά (ρέμα με μεγάλο νερό, έπλεναν τα δέρματα εκεί) όταν περνούσαν οι διαβάτες άκουαν τους διαβόλους να παίζουν γκάιντα.Έκανε γάμο οι γαμοκουτσαίοι (οι διαβόλοι, έτσι του λέγαμε) ακολουθούσαν τον κόσμο μέχρι εδώ το χωριό πάνω. Εκεί λαλούσαν τα κοκόρια και φεύγουν.
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1975
)
Άν βρή κανέναν όξω ο καλικάντζαρος που το σπίτιν του, νύχτα-χριστούγεννα, τον καλλικέβ'ζει (καβάλλα) καβάλλα και του λέει : ''βάστα με καλά γα(δ)ούρι, (ν)α μην σου μπήξω την αλώνα και τον αργατθά στον γκώλο. ( αλώνα= λέξη ακαθόριστη, ίσως ο κέντης, που κεντούνε τα ζώα, όταν αλωνίζουν, αργατθά= το εγύρτι που βάζουν τα μασουράκια και τυλίγουν το νήμα ή τις κλωστές για το φαντό.
Ζερβός, Ιωάννης
(
1958
)
Οι Καλικατζιάροι εβγαίνανε άμα νυχτώση. Παρουσιαζόντανε σαν αθρωπάκια μικρά, σα ζώα, κι άμα βρίσκανε κανένα τον επιάνανε στο χορό και του παίρνανε τη μιλιά.
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1959
)
Οι Ασπροποταμίτικες παραδόσεις, αναφέροντας για τα καλλικαντζάρια, λένε πως είναι άσχημα και τριχωτά όντα, με κέρατα, μεγάλα αυτιά, κατακόκκινα σγουρλωτά μάτια, δόντια αγριογουρουνιού, χέρια μακριά με νύχια αετού στα δάχτυλα. Από τα Χριστούγεννα ως τα φώτα, κατεβαίνουν τις νύχτες από τα μπουχάρια ή τα ζουριά των μύλων. Οι γυναίκες βουλώνουν αποβραδύς τα τζάκια με χονδρά μάλλινα υφάσματα, ώστε να εμποδίσουν...
Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ.
(
1948
)
Καλλικαντζάροι
Αυτοί κατεβαίνουνε κάθε νύκτα απο την ημέραν των Χριστουγέννων, μέχρι την παραμονή των Φώτων. Γι αυτό την παραμονή των Φώτων που γυρίζει ο παπάς κι αγιάζει τα σπίτια, βγάζουν απο πρωί πρωί έξω τις στάχτες και καθαρίζουν τις γωνιές για να έρθη ο παπάς ν' αγιάση το σπίτι και να μην ξανάρθουν οι καλλικαντζαρέοι.
Μερεμέτη, Δήμητρα
(
1953
)
Οι Τζόες
Στο Τυχάι οι γριές λένε πως του Αισπυρίδωνα έρχονται πρώτα οι τζόες, κουτσιές γριές, κι ύστερα τα Χριστούγεννα φτάνουν οι Καρκαντζαλαίοι ή παγανά. Οι γυναίκες τις μέρες αυτές σπεύδουν να βγάλουν απ'τους αργαλειούς, το σκουί να το λύσουν, γιατί αλλοιώς οι τζόες και τα παγανά υφαίνουν το σκουτί. Επίσης οι γυναίκες μαζεύουν τις στάχτες και μόλις φύγουν τα παγανά, τις πετάνε στα χωράφια και στα κήπια...
Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ.
(
1948
)
Οι παγανιές ψάχνουν το δωδεκάημερο να βρούν το Χριστό. Δε βγαίνομε τη νύχτα όξω, γιατί φοβούμεστε τις παγανιές δώδεκα μέρες. Στα παιδιά για να τα φοβίσωμε λέμε : Μη βγαίνετε όξω οι παγανιές τώρα, θα σας πάρουν οι παγανιές. Όταν τελειώνουν τα δωδεκάημερα, έφ'γαν οι παγανιές λέμε.
Οικονομίδης, Δημήτριος Β.
(
1958
)
Εορταί του Δωδεκαημέρου (24 Δεκεμβρίου -6 Ιανουαρίου)
Λέγονται δωδεκαήμερα. Τα δωδεκαήμερα δεν παντρεύονται οι θαλασσινοί δεν πιάνουν ταξίδι έως ότου αγιασθούν τα νερά. Τα δωδεκαήμερα γυρίζουν οι Καλλικαντζαρέοι, κατεβαίνουν 'πο την καμινάδα (καπνοδόχο) και κατουρούν τη φωτιά. Καλλικάντζαροι. Λέγονται οι καλλικαντζαρέοι. Τους θεωρούν ως μικρούς διαβόλους, με ουρά και κερατάκια. Κατεβαίνουν απο τας καπνοδόχους και κατουρούν τη φωτιά. Δι' αυτό πολλάκις...
Μερεμέτη, Δήμητρα
(
1953
)
Το Σαραντάμερο βγαίνουν οι καλοκαζάρες. Αυτοί βγαίνουν τα μεσάνυχτα και πααίνουν ίσια το νεκροταφείο, έτσι τους έχ'ο θεός γιατί έχουν γεννηθή μαζί με το Χριστό, ο πατέρας των κ'η μάννα των έχουν πέσει μαζί του Βαγγελισμού. Μια Καλοκαζάρα πήε σε μια γεναίκα που 'λεθε κριθάρι και γύρναγε αυτή το μύλο (=χερόμυλο).
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
(
1964
)
Κάποιος την είχεν γυναίκα την καλλικαντζαριά. Πήγανναν σ’ένα γάμο και της έλεγε βγαίκα γυναίκα να χορέψης. Αυτή δεν έβγαινε αν δεν της έδινε το μαντήλι της. Όταν της το ‘δωσε όμως και χόρεψε αυτή χάθηκε. Αυτή πήγαινε όμως κι έλουζε κάθε Σάββατο βράδυ τα παιδιά της. Ο άντρας της ένα βράδυ παραφύλαξε που το ‘βαλε και της το πήρε. Έμεινε πια κοντά του. Γιατί αυτός ήταν κυνηγός και μια μέρα λεύκαιναν...
Ιωαννίδου, Μ.
(
1943
)
«
»
Αναζήτηση στο DSpace
Αυτή η συλλογή
Πλοήγηση
Όλο το Αποθετήριο
Αρχείο & Συλλογές
Τόπος καταγραφής
Χρόνος καταγραφής
Συλλογείς
Λήμμα
Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Ευρετήριο πηγών
Κείμενα
Αυτή η συλλογή
Τόπος καταγραφής
Χρόνος καταγραφής
Συλλογείς
Λήμμα
Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Ευρετήριο πηγών
Κείμενα
Ο λογαριασμός μου
Σύνδεση