Οι Καλικάτζαροι
Από τη γιαγιά τη Κατερινιά, από τον πατέρα μου, έχω ακούσει για τις Καλικατζαρέους. Καθόντουσαν γυναίκες στις παγκάδες (= πεζούλια πέτρινα σαν καναπέδες στους δρόμους) έξω από τη μπασιά τους (από την πόρτα τους) και συμπλιάζανε (εσυνονογιούντε) να πα να πλύνουνε στο Κουρέdη (βρύση στην ανατολική πλευρά του νησιού κοντά στην εκκλησιά του αγ. Σπυριδώνου) που ‘χει τρείς κανάλιους (κρονούς και τέσσερεις γούρνες), θαμπά (το σούρουπο έλεγε η γιαγιά μου της άλλης γειτόνισσας. Σώρια (κερά) Βασιλική, στις δυο ή ώρα τη νύχτα, ταχινά, να ‘ρθής να με ξυπνήσης να’πα να πλύνωμε. Τις άκουσαν οι Καλικατζάροι. Αυτοί πρι τις δώδεκα πήγαν και της χτυπήσανε. ‘’Σώρια Βασιλική, σήκω κ’είναι ώρα’’. Άναψε το λύχνο (φανάρι) πήρε το κοφίνι και τον κόπανο, πήρε και το ροκάτσι (ρόκα μαζί της και το ‘χε βάλει μέσα στην κόφφα ώστου να μαζέψου το νερό να γνέθη το μαλλί. Στο δρόμο εκατέλαβε η γριά πως δεν ήτανε η γειτόνισσα, αλλά δε μπορούσε να πή τίποτε. Άρχισε η γριά και τους έλεγε ιστορίες για το λινάρι ‘’Το λινάρι το σπέρνουνε το θερίζουνε τ’αλωνίζουνε’’ τα έλεγε για να τους καθυστερήση μέχρι να ξεφέξη, να λαλήση ο πετεινός να χαθούν. Αυτοί της λέγανε. ‘’Θα σου κάψω το ροκάτσι. Η γριά έλεγε : ‘’Όχι γυιέ μου), Μια στιγμή, πρι ξεφέξη της δώσανε της γριάς ένα σπρωξίδι και την ξεμυαλίσανε (την εσκοτώσανε) κάτω από το Κουρέdη.
Τόπος Καταγραφής
ΚέαΧρόνος καταγραφής
1960Πηγή
Λ. Α. αρ. 2340, σελ. 150 – 161, Γεωργίου Κ. Σπυριδάκη, Κέα, 1960Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
2340, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT