Toggle navigation
Ελληνικά
English
English
Ελληνικά
English
Login
Toggle navigation
Recent submissions
Homepage
Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
Παραδόσεις
Recent submissions
Homepage
Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
Παραδόσεις
Recent submissions
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
Παραδόσεις: Recent submissions
Now showing items 1581-1600 of 6798
Σφάντασμα κ σφαντούιον (το) = φάντασμα
Μανωλακάκης, Παπαγιάννης
(
1894
)
Ήταν δυο μπέηδες εδώ και μάλλωναν. Ο ένας ήταν πιο καλός αυτός που ήταν εδώ στο χωριό. Τον αγαπούσε το χωριό. Ερωτούσε ένα τζάτζιο κάτοικο του χωριού αν θα έρθη ο άλλος μπέης να τον σκοτώση. Τότε ο τζιάτζος του λέει μη φοβάσαι εγώ βράδυ θα τον σκοτώσω άμα έρθη. Τότε ο μπέης βλέπει ένα άνθρωπο με πουκάμισο μακρύ με φέσι πάνω και φαρδιά μανίκια. Στα μανίκια ήταν μια τριχιά από την μια άκρη στην άλλη....
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1965
)
Αλαφρόστιχος ο= φυρόμυαλος, ο μη σοβαρός
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1959
)
Μπουζάκι
Ελέχθη ούτω συμφώνως προς παράδοσιν τινα, καθ' ην ενεφανίζετο ενταύθα την νύκτα μόσχοι του. (μπουζάκι, μοσχάρι).
Σακελλαριάδης, Χ.
(
1923
)
Τα περιστατικό αυτό διηγήθηκε η γριά της οικογενείας Ασήμω Φλώρου, μαζί με τη κόρη κι εγγονές της. Τα διηγούνται ακόμη με φόβο πιστεύοντας ακράδαντα σ’ αυτό. Δεν είναι λέγουν «παραμύθια» είναι αληθινά «παροιμία γινωμένη»! Γι’ αυτό και τους ήρθαν πολλά κακά στο σπίτι, αρρώστεια της μάννας για την οποία πούλησαν 45 ρίζες ελιές κι ένα αμπέλι.
Ιωαννίδου, Μ.
(
1938
)
(Τα Ζουζουλικά= φαντάσματα) δεν είναι σ' όλους να τα δουν το αίμα του ανθρώπου είναι. (Μια φορά π.χ.) ήταν γάτα μαύρη με κίτρινα μάτια φόβια. Χάθκεν, αέρας γίνκεν.
Ιωαννίδου, Μ.
(
1937
)
Φαναρούδ'= φάντασμα. Άμα σ' ένα τόπο έχει χρήματα χωμένα στη γη, γινόνταν “γησκωμένης” και έβγαινε έξω και γύριζε σα φως στον αέρα. Αυτό λεγόταν “φαναρούδ'”.
Πετρόπουλος, Δ.
;
Καρακάσης, Σταύρος
(
1960
)
Ένας καπιτάνιος έφευγε κάποτε από δω. Του λέει ο κουμπάρος του: - Να μου φέρης ένα ζευγάρι μπότες (ποδήματα). Πήγε στο ταξίδι, τα θυμήθηκε και τ’ αγόρασε. Γύρισε κάποτε στους Οθώνους. Ξεκινάει βράδυ από τον Άμμο να πάη στο χωριό. Εκεί στο Σταυρό (σταυροδρόμι), βλέπει τον κουμπάρο του. – Καλησπέρα, κουμπάρε. – Καλησπέρα. – Μου τα φερες τα ποδήματα; - Ναι, τα ‘χω στο καΐκι αύριο έλα να τα πάρης. – Καληνύχτα...
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1960
)
Εβόσκαμε τα κοπάδια μας νύχτα και τα πρόβατα από δυο τρεις τσοπαναίους ήσαν κοντά. Τότε όλοι οι τσοπαναίοι καθήσαμε και συζητάγαμε. Σε μια στιγμή βλέπουμε μια προβατίνα να τρέχη προς τον κατήφορο προς τα κάτω. Τότε αρχίσαμε να κοιτάμε πιανού ήτανε η προβατίνα. Όλοι μαζέψαμε τα κοπάδια μας και αρχίσαμε να τα μετράμε. Όλα βγήκαν σωστά χωρίς να λείπη καμμιά. Μου είπαν οι άλλοι ότι λείπει η δική μου....
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1965
)
Μου διηγήθηκε ο ίδιος (ο Παρασκευάς Βαλκάνος) ένα άλλο γεγονός, που μοιάζει με μια ψεύτικη ιστορία. Εδώ και 25 χρόνια ο Γιώργης ο Πάρχας, από το Λεβείδι, που ήταν δικαστικός κλητήρας και γύριζε με τ’ άλογό του τα γύρω χωριά, μας διηγήθηκε κάποια ημέρα μια ιστορία για το Δημήτρη τον Πανούση, το γέρο Ταργατζή από το Μπεζενίκο. Ένα απόγευμα ο Πανούσης με ένα συχωριανό του, φόρτωσαν έξι βασταγά αλέσματα...
Δημητρόπουλος, Γρηγόριος
(
1956
)
οι ανιχνούμεν'= δαιμόνια, φαντάσματα.
Βογιατζίδης, Ι. Κ.
(
1922
)
Μια ιστορία σχετική με τα φαντάσματα, που πίστευαν σε πολλά χωριά της Μαντινείας, ότι έβγαιναν τη νύχτα σε ερημιές. Μου τη διηγήθηκε ο Παρασκευάς Λ. Βαλκάνος από τη Λίμνη, ετών 50, του δημοτικού,γεωργός. Τα πρώτα χρόνια, που ήμουν μικρός, ο πατέρας μου είχε ένα μαγαζάκι στο σπίτι μας. Όταν έγινα 15 χρονών με έστελνε με το μουλάρι μας, στο οποίον φόρτωνα δυο κοφίνες και πήγαινα και μάζευα αυγά στα...
Δημητρόπουλος, Γρηγόριος
(
1956
)
Όποιος βλέπει φαντάσματα, λένε πως είναι αλαφρόστιχος. Μια φορά ένας κοιμούντονε στο περβόλι ντου. Αντίκρυ ήτονε ένα χτήμα με συκές. Τη νύχτα ξυπνά και του φάνηκεν πως στις συκές είχαν κατεβή οι νταμαρτζήδες κι εκόβγανε τα σύκα κι ήρχιξε να τσι βλαστημά. Κι εκείνοι δεν ήσανε νταμαρτζήδες, μόνο νεράιδες και του πήραν τη φωνή ντου κι έκαμε δυο χρόνια βουβός. [νταμαρτζήδες= λατόμοι]
Λιουδάκη, Μαρία
(
1939
)
Κοιμότανε το βράδυ ο πατέρας μου. Η αδερφή μου κοιμότανε έξω. Βγήκε ο πατέρας μου και άναψε τσιγάρο έξω στην αυλή. Τότε ένας άνθρωπος απαράλλαχτος σαν την αδερφή μου μπήκε μέσα στο δωμάτιο και πήγε κατ’ ευθείαν στο παράθυρο και κοιτάζει προς τα κάτω από όπου φαίνεται όλο το χωριό. Γυρίζει πίσω αυτό το πράγμα χωρίς να μιλήση τίποτα και πάει προς την πόρτα να φύγη έξω. Αφού έκανε να σφαλίση την πόρτα...
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1965
)
Ο παπάς εδώ στην καρούκα στο νερόμυλο είδε το βράδυ ένα φάντασμα που έκοβε το νερό. Την άλλη μέρα εκάλεσε όλο το χωριό. Το φάντασμα έμοιαζε με τον παππού του.
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1965
)
ντ'ν νύκτα μπορεί να βγαίνουν ανχνούμεν' = νύκτωρ δεν αποκλείεται εμφάνισις δαιμονίων.
Βογιατζίδης, Ι. Κ.
(
1922
)
“Του Χστού αυτόν τον μήνα που έφυγε το φάντασμα ακούει μια μέρα μια γυναίκα και κάνει έναν βρόντο. Τηράει – εδώ τηράει κει της φάνηκε πως είναι μια γειτόνισσα μι σιγκούνι, η Κέντραινα. Τη λέπω, κρένω ... μωρή Αλτάνα! Πάει αγάλια, αγάλια και την βλέπω και χάθηκε. Το πρωΐ βλέπω στ' οβορό θελοστάχτη και γαλαζόπετρα. Από τότε πιάστηκε η μάννα τς. Πήγαν σε μαγίστρες “κι είπαν σαν έκαναν μάγια για να γίντε...
Ιωαννίδου, Μ.
(
1938
)
Κάποτε εδώ δεν είχαν μύλους και πήγαιναν να αλέσουν σ’ ένα μύλο στο μοναστήρι της Λαριού. Εκεί που πάαιναν τους κόπηκε το νερό και αυτός ο μυλωνάς την ημέρα είχε άσπρες κάλτσες. Επειδή είχαν βραχή οι άσπρες κάλτσες τις έβγαλε και έβαλε μαύρες κάλτσες. Πάει ο πάπος να αλέση και δεν σηκωνόταν ο μυλωνάς να αλέση. Τότε ο μυλωνάς του έδειχνε τα πόδια του να δη τις μαύρες κάλτσες. Τότε ο πάπος επήρε τον...
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1965
)
Τα Ζουζουλικά (=φαντάσματα)
Σαν βρουκόλακας είναι π.χ. τα παιδιά εφόβιζαν λέγοντάς τους: το ζουζουλικό του Βάνε (= ενός Καστοριανού). Η διηγηθείσα ανέφερε διάφορα περιστατικά ζουζουλικών! Π.χ. Όταν έφτιαχναν το σπίτι κάποιου γνωστού Καστοριανού φανερώνονταν το ζουζουλικό με χτυπήματα έγινεν το σπίτι η γυναίκα του υπόφερνεν τρία τέσσερα χρόνια, μπρίσκουνταν, έβγανεν σπυριά. Μια βραδυά σηκώνεται το πρωΐ και βρίσκει τα σακκιά με...
Ιωαννίδου, Μ.
(
1937
)
δουλιατό (το) = φάντασμα νυκτερινόν.
Βογιατζίδης, Ι. Κ.
(
1923
)
«
»
Search Digital Repository
This Collection
Browse
All of the Digital Repository
Archive & Collections
Place recorded
By Time Recorded
Authors
Lemma
Legend classification (acc. Politis)
Source index
Titles
This Collection
Place recorded
By Time Recorded
Authors
Lemma
Legend classification (acc. Politis)
Source index
Titles
My Account
Login