Τα Ζουζουλικά (=φαντάσματα)
Σαν βρουκόλακας είναι π.χ. τα παιδιά εφόβιζαν λέγοντάς τους: το ζουζουλικό του Βάνε (= ενός Καστοριανού). Η διηγηθείσα ανέφερε διάφορα περιστατικά ζουζουλικών! Π.χ. Όταν έφτιαχναν το σπίτι κάποιου γνωστού Καστοριανού φανερώνονταν το ζουζουλικό με χτυπήματα έγινεν το σπίτι η γυναίκα του υπόφερνεν τρία τέσσερα χρόνια, μπρίσκουνταν, έβγανεν σπυριά. Μια βραδυά σηκώνεται το πρωΐ και βρίσκει τα σακκιά με το αλεύρι στο ζυμωτάρι κατά την πόρτα, το ξίδι χυμένο κ.α. Ζουζουλικό θάταν αυτό! το αίμα θα ταν! Η γυναίκα φτιάχνει πίττα τη βάνει μες το σάτση παγαίνει και το βρίσκει ξέσκεπο. Φωνάζει τρεις παπάδες, κάνουν ευκέλαιο αλλά ησυχία δεν βρήκε. Χτυπούσαν άνοιγαν λιχτερικά (= ηλεκτρικά φώτα). Μια βραδυά – που είχε πάει εκεί και η διηγουμένη – σφαλίστηκάμε, πλάγιασάμε, άρχεψαν! Άνοιξε το γιούκο με τα στρώματα βλέπαμε πως το άνοιγε παρλακώθηκε η Ελέγκω το παιδί της έκανε σάμπως να μουγκρίζη πααίνει στην Αφροδίτη (=μια άλλη γυναίκα που έτυχε να είναι εκεί τη ζιουμλίγεε, γελούσεν αυτή είπαν «ο Χριστός κι η Παναγιά». Ανοίγουν τη λάμπα, βάνουν ψήνουν τσάϊ, ξημέρωσε… - Έ να με φλουρώσιτε, να με διαμαντώ σιτε δεν ξαναέρχομαι, τους είπα -. Διάφορα περιστατικά Ζουζουλικών, από την ιδία Βενετήν Μάνθου: Τι συνέβη στον Παπα Μανώλη: Βγαίνει στη σκάλα ένας άλυσσος μαύρο πράμα ο παπάς άρχισε να διαβάζη αλλά ήταν τα εικονίσματα και χάθκεν! Το πρωΐ έκανε ευκέλαιο, σταυρώνουν τις πόρτες; Διαβάζουν ευκές, έκαμε ακοίμητη λειτουργία ποτέ δεν ξαναβγήκε. Στον παπα – Σταύρο στο Μαύροβο τα ίδια: Έβγαλαν τα λουκάνικα από το σπίτι – γιατί στο γουρούνι προδεύει το δαιμόνιο και διάβασαν τη Σολωμονική. Στον Παπάζογλου στην Καστοριά ήταν στέρνα πολύ γεμάτη. Πααίνει για νερό και τραβάει τη γυναίκα να την πάρη μέσα απολνάει αυτή το σταμνί και φεύγει. Άδειασαν τη στέρνα. Αγοράζουν σιμίτια, ανάβουν σπαρματσέτα, όπως έκαναν οι Τούρκοι για να φάνε κι έτσι ηύραν ησυχία. Ζουζουλικό στου Φυλαχτού (το σπίτι) Κάνανγκαιρόν τους κάλισαν σε καμιά χαρά (=γάμος) – Ποιόν να βάλουμε να φυλάξη το σπίτι; Είπαν του Νικόλα για να το φυλάξη. Πάησαν στη χαρά … Έφαεν, ήπιεν, πλάγιασεν στο κιόσκι ο άνθρωπος (ο Νικόλας). Κατά τα μεσάνυχτα πάει τον αρπάζει και τον έφερνε βόλτες στο δοξάτο τον χόρευεν ακούει «κούκου, κούκου (έκανε) ο πετεινός. Άμα τον άκουσε τον αφίνει καλντισμένον (= αποκανωμένον) τον άνθρωπο. Αυτός έφυγε αφίνοντας ανοιχτό το σπίτι. [Σάτσης= σκεύος με το οποίον ψήνουν την πίττα Περιγραφήν βλ. Οίκος – Σκεύη, πλάγιασάμε= ο τοιούτος τονισμός εις την 4ην από του τέλους συλλαβήν και κατόπιν εις την παραλήγουσαν είναι χαρακτηριστικός της Καστοριανής διαλέκτου, παρλακώθηκε= της ήρθε τρέλλα, ζιουμλίγει= την ζουλάει, ακοίμητη λειτουργία= περί «ακοίμητης λειτουργίας» βλ. Λατρεία, δοξάτο= Περι το μέρους αυτού του Καστοριανού σπιτιού βλ. Οίκος – Καστορία]
Τόπος Καταγραφής
ΚαστοριάΧρόνος καταγραφής
1937Πηγή
Αρ. 1100 Δ, σελ. 48 – 50, Καστοριά, Μ. Ιωαννίδου, 1937Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
1100 Δ, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT
Γλώσσα
Ελληνική - Κοινή ελληνικήΣυρτάρι
Παραδόσεις ΚΣΤ΄ - ΛΣΤ΄Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Παράδοση ΛΒΤίτλος παράδοσης
Τα Ζουζουλικά (=φαντάσματα)Συλλογές
Εκτός απ 'όπου διευκρινίζεται διαφορετικά, η άδεια αυτού του τεκμηρίου περιγράφεται ως Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές
Σχετικές εγγραφές
Προβολή εγγραφών σχετικών με κείμενο, συλλογέα, δημιουργό και θέματα.