Toggle navigation
Ελληνικά
English
English
Ελληνικά
English
Login
Toggle navigation
Recent submissions
Homepage
Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
Παραδόσεις
Recent submissions
Homepage
Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
Παραδόσεις
Recent submissions
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
Παραδόσεις: Recent submissions
Now showing items 1121-1140 of 6798
Μοίρες
Η άτυχη γυναίκα λέγεται και “άμοιρη”
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1962
)
μέλεται= νέο της Μοίρας είναι γεγραμμένον του: “Τι σου μελλούντανε, κακομοίρη, να πάθης!” ήδη παρ' ημήρω, μέλλω, Ε, 686 “έμελλον έτι ξυνέσεσθαι οϊζώϊ πολλά”.
Βογιατζίδης, Ι. Κ.
(
1918
)
Καλόμερος αντί καλοήμερος= ο έχων, διάγων ημέρας αγαθάς, ευδαίμων είτα αντί του καλόμοιρος= ο έχων καλήν μοίραν. Καλομεριά= ευτυχία, ευδαιμονία, “κακομοιριά στην κακομοιριά πώχει κι αυτός”.
Δένδιας, Μιχαήλ
(
1915
)
Σκλητάδα= τύχη, Τύχ' η σκλητάδα μ'= η τύχη μου τύχει.
Ιωαννίδης, Σωκράτης Ν.
(
1921
)
Μια φορά παιδοκόμαε μια γυναίκα κι ήταν ένας διακονιάρης σπίτι τους και πήγαν οι Μοίρες να μοιράνουνε το παιδί. Αυτός έκανε που κοιμότανε μα τις άκουγε τι λέγανε. Λέει λοιπόν η μια: Τούτο το παιδί, όταν θα έρθη η ώρα να στεφανωθή, θα πέση μές στο πηγάδι να πεθάνη.» Σηκώνεται το πρωί ο διακονιάρηςς, λέει του πατέρα του παιδιού: «Το καλό που σας θένω να σφαλίσουτε το πηγάδι σας για να μην πάθη τίποτε...
Ταρσούλη, Γεωργία
(
1939
)
Το βράδυ Τρίτης μέρας, ύστερα από το μπάνιο (το λούσιμο) ντύνανε το παιδί με τα καλά του, του βάνανε κι ότι χρυσαφικά είχανε, αν ήτανε αγόρι του πατέρα κι αν ήτανε κόρη τση μάννας του, βάνανε στο δίσκο το βάζο με το γλυκό, ένα ποτήρι με νερό, ένα κουταλάκι κι ένα ποτήρι πιοτό και ανάλογα με την εποχή βάνανε και φρούτα, γιατί θα ‘ρχούντανε τα μεσάνυχτα οι μοιράδες να μοιράσουνε το παιδί. Οι μοιράδες...
Βήχος, Κωνσταντίνος
(
1960
)
Τις τρεις μέρες πααίννι οι Μοίρες στο πιδί, κι του μοιρώννι κι λεν να ζήση καλά και τι να πιράση. Κι του μοιρώννι στη μύτη κι στη φτέρνα γι αυτό κι φαίνιτι του πιδάκι σημαδεμένο στη φτέρνα και στη μύτη. Η πλούσια η Μοίρα βγάνει φτουχόν άνθρωπον κι η φτωχειά πλούσιουν. Νια Μοίρα κάπουτε πήι να γκρημίσ΄ του ζώ καποιανού π' του είχι ινάτι. Η άλλη η Μοίρα λυπήθηκε. Ικείνους είχι δυό ζά. Αυτή πήε και τα...
Λουκόπουλος, Δημήτριος
(
1927
)
Οι μοίρες
Οι μοίρες πάνε σε τρεις μέρες και το μοιράζουνε το παιδί. Πρέπει, λέει, να βρεθή η μοίρα να 'ναι ή στα καλά τζη ή στα βαβά τζη (=άσχημα). Τρεις είναι οι μοίρες αλλά η μια είναι κεχαγιάς (η ανώτερη). Μοίρα μου όdε με εμοίραζες πολύ 'σου κουραρμένη (=κουρασμένη) κ' εμοίρασές με να περνώ ζωή τυραγνιρμένη (βασανιρμένη). Η μοίρα μου μου το 'γραψε με το ζερβό τζη χέρι ούτε χειμώνα να χαρώ ούτε το καλοκ...
Ήμελλος, Στέφανος Δ.
(
1960
)
Κάθε τι το οποίον θέλη μας συμβή είνε πεπρωμένον και εκ των προτέρων έχει γραφή υπό των μοιρών, είτι μοιρομένο, δια να μεταχειρισθώμεν την ιδίαν λαϊκήν έκφραση. Ο παρ’ ου ηκούσαμεν την παροιμίαν ταύτην γεωργός, προς επίρρυση του ισχυρισμού του, διηγηθίς εις ημάς τα εξής. Κάποτε ένα νηόπαντρος. Γιάννης ας τομ πούμε πήγε και κρύφτηκε κάτω απ’ το κούφαρι ενός πεθαμένου, για να ‘κούση τι θα πούνε οι Μοίρες,...
Σακελλαριάδης, Χ.
(
1919
)
Μια φορά όταν εμοίραναν ένα κορίτσι οι μοίρες, είπε η τελευταία ότι θα πεθάνη νέθοντας στη ρόκα. Ο πατέρας της δεν την άφησε να πιάση ποτέ ρόκα. Κι όμως όταν ήρθε στην ηλικία πούχαν ορίσει οι μοίρες ανοίγει το νταβάνι και παρισιάζεται μια γριά με τη ρόκα της. Το κορίτσι ζήλεψε και της ζήτησε να νέση λίγο. Μόλις όμως την πήρε στα χέρια της έμεινε νεκρή
Ιωαννίδου, Μ.
(
1938
)
Τουν ιμοιράνανι οι Μοίρις= απεφάσισαν την τύχην του, επίκλωσαν το εκ αυτώ συμβησόμενα. - Καλομοίρης – Κακομοίρης – Η καλουμοίρα λέγται ΄ς καλουγραμμέν' κατά το ήτανε γραφτό τς.
Ιωαννίδης, Σωκράτης Ν.
(
1921
)
Μοιρινό μου ήτανε να ...= μοιραίον ήτο, πεπρωμένον.
Πουλάκης, Δ.
Το Γράψιμο της μοίρας
Το βράδυ της Τρίτης ημέρας έρχονται οι 3 μοίρες για να “μοιρώσουν” το παιδί. Οι μοίρες ή τύχε κανονίζουν γενικά τη ζωή του βρέφους πόσο θα ζήση και πώς κ.λ.π. Η κάθε μία λέγει τη γνώμη της, αλλά η τρίτη μοίρα κόβει “τα παζάρια” δηλαδή ισχύει περισσότερο η γνώμη της. Για να καλοπιάσουν τις μοίρες βάζουν στην κούνια του βρέφους χρυσαφικά, λίρες, φλουριά, βιβλία, ψαλίδια κ.λ.π.
Αδαμίδης, Αλέξανδρος Κ.
(
1962
)
Οι Μοίρες στην κούνια του παιδιού
Μια νύχτα πήγαν οι τρεις Μοίρες στην κούνια ενός μωρού παιδιού να το μοιράσουν. Ήτον ξυπνητή η μεγάλη αδελφή του παιδιού και τες άκουσεν να λεν: Εγώ λέγει η πρώτη το μοιραίνω να γίνη το πιο όμορφο παλληκάρ' του κόσμου. Εγώ λέει η δεύτερη το μοιραίνω να γίνη τραγουδιστής πρώτος. Κι εγώ λέει η τρίτη το μοιραίνω ν' αποχτήση τς δυο αυτές χάρες μα σαν το προσέξουν ίσαμε που να γίνη δεκάξη χρονών από πηγάδι...
Βρόντης, Αναστάσιος
(
1930
)
Παράδοσις δια τας Μοίρας
Νια φουρά ήταν ένας παπούλ’ς γέρουντας κι τ’ πίθηναν τ’ αγγουνάκια τ’. Άλλ’ έληγουν τάχνη φκιασμένοι, μανιμένα κι πηθαίν’ νη. Ου γέρους σκέφκη κι καθ’ση ‘ς τ’ν άλλου κουν’νή γηνν’σιά τ΄ς νύφ’ς τ’ αδηκεί. Η νύφ’ τ’ γένν’σι πιδί. Οι γέρουντας έκατσι ‘ς του καφάλ’ τ’ τρεις βραδυές να ιδή τ’ αποτέλεσμα. Λοιπόν γλέπ’ τρεις γ’ναίκης μαυρουφουρημένες απάν’ ‘ς τ΄σαρμανίτσα. Κι διατάχκαν νια τ’ν άλλ’ τα τουο...
Λουκόπουλος, Δημήτριος
(
1902
)
Ικεί π’ κοιμάτι του πιδάκ’ του μικρό, άμα είνε ασαράντγον, αλλότι του γλέπς κι γιλάει κι άλλοτι κλαίει. Τότι π’ γιλάει τ’ λέει η Μοίρα: έρχιτ’ η μάννα σ’! Τότι π’ κλαίει, τ’ λέει πως θα πιθάν’ η μάννα τ’. Η μοίρα είνι, γλέπς, π’ τα κανουνίζ’ ούλα κι ό,τ’ γράψη σε τρεις μέρις, κείνον θα πιράσ’ ου άνθρουπους σ’ ούλ’ τ’ ζουή τ’.
Λουκόπουλος, Δημήτριος
(
1927
)
Το Κουκούτσ' κ' οι Μοίρες
Είταν μια φορά να ‘ρθούν σ’ ένα σπίτ’ εδώ οι Μοίρες για να μοιράσουν ένα κοριτσάκ’. Συγυρίσαν λοιπόν, βάλαν στο τραπέζ’ τ΄ς δίσκοι με τα γλυκά, καθάρισαν καλά, ήλαμπε το σπίτ’΄από πάστρα. Κάποιος όμως ήφαε ελιές και ξέφυγ’ ένα κουκουτσ’ στη σκάλα κ’ ήμειν’ εκεί. Ρ’θήκαν λοιπόν οι Μοίρες, λέει η μια: «Να γίν’ ωραία», λέει η άλλ’: «Να γίν’ πλούσια», λέει κ’ η τρίτ: «Να γίν’ κουβαντού». Όπως φεύγαν όμως...
Φλωράκης, Αλέκος Ε.
(
1971
)
Η τυχ'
Η Τύχ', είναι μια πολύ όμορφ' κοπέλα με ξέπλεκα μαλλιά, π' τνε κυνηγούνε όλ' οι άντροι κι αυτή τρέχ' ανηφοριές και κατηφοριές να σωθεί. Ψάχν' να βρεί μια πόρτ' ανοιχτή για να τρουπώσ'. Όποιος λοιπόν κρατεί τ' bόρτα τ' ανοιχτή, μπορεί να τρουπώσ' εκεί μέσα και θα βρει τη dύχη τ'. Πολλές φορές όμως, καθώς τρέχ' σα λωλή, μπλέκονται τα μαλλιά τ'ς στη gλειδαριά και μένουν εκεί λίγες τρίχες. Έτσ' πέφτει...
Φλωράκης, Αλέκος Ε.
(
1971
)
Στις τρεις ημέρες πήγαν οι Μοίρες. Στο τζάκι έκαιγε το κούτσουρο. Οι Μοίρες όταν αυτό το κούτσουρο καή θα πεθάνη το παιδί. Τότε η μάνα που τάκουσε σηκώθηκε το πήρε το κούτσουρο το έρριξε στο νερό και έσβυνε. Το έβαλε μετά το κούτσουρο και το φύλαξε στο σεντούκι. Πέθανε όμως η μάννα σε πολλά χρόνια αλλά στη γυναίκα του παιδιού της που είχε παντρευτή δεν είπε τίποτε. Η νύφη το βρήκε στο σεντούκι το...
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1965
)
αραπόμοιρος, -η, -ο= δύστηνος, ταλαίπωρος
Πουλάκης, Δημήτριος Γ.
(
1885
)
«
»
Search Digital Repository
This Collection
Browse
All of the Digital Repository
Archive & Collections
Place recorded
By Time Recorded
Authors
Lemma
Legend classification (acc. Politis)
Source index
Titles
This Collection
Place recorded
By Time Recorded
Authors
Lemma
Legend classification (acc. Politis)
Source index
Titles
My Account
Login