• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Αναζήτηση 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Παραδόσεις
  • Αναζήτηση
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Παραδόσεις
  • Αναζήτηση
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Αναζήτηση

Προβολή προηγμένων φίλτρωνΑπόκρυψη προηγμένων φίλτρων

Φίλτρα

Χρησιμοποιείστε φίλτρα για να περιορίσετε τα αποτελέσματα αναζήτησης.

Αποτελέσματα 1-10 από 50

  • Επιλογές Ταξινόμησης:
  • Συνάφεια
  • Τίτλος Αυξ.
  • Τίτλος Φθιν.
  • Ημερ. Υποβολής Αυξ.
  • Ημερ. Υποβολής Φθιν.
  • Αποτελέσματα ανά σελίδα:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Κάποτε ζητιάνευε ο αφέντης ο Χριστός με τους Αγίους Αποστόλους κι επήγε σ’ έναν χριστιανόνε κι εκείνος του λέει: <Άντε, στο έλεος του θεού, χριστιανέ μου, δεν έχω τίποτε να σου δώκω, και ευχαριστηθηκε τόσο ο Χριστός που τον έστειλε στο έλεος του θεού, που κι ας μην τούδωσε τίποτε, τον ευλόγησε κιόλας. Πήγε ύστερα και στον ψωμά και του λέει : -Δώσε μου κι εμένανε, Χριστιανέ μου, από κείνα που σε χάρισε ο Κυριός μας. Αυτός φούρνιζε κι ωργίστηκε και του μίλησε μ’ άγριον τρόπο : - Πήγαιν’ από δώ! Του λέει. Του λέει πάλι ο αφέντης ο Χριστός : -Δώσε μου, κάτι και μένα που είμαι ζητιάνος, ζητιανεύω να περάσω την ημέρα μου. Εθύμωσε λοιπόν αυτός και παίρνει το φτυάρι το μικρό που έρριχνε το ψωμί, και τον εχτύπησε τον αφέντη τον Χριστό. Μόλις τον εχτύπησε, του λέει ο Χριστός : -Από σήμερα μέχρι το τέλος της ζωής σου, να παίρνης τη σκάφη στον ώμο σου κι εντούτο το φτυάρι από κάτω απ’ την κοιλιά σου. Κι έγινε η χελώνα. 

Ταρσούλη, Γεωργία (1938)
Thumbnail

Το μεσημέρι δεν κάνει να κολυμπάη κανείς μονάχος του στο γιαλό, μάλιστα να είναι μέρος έρημο, γιατί βγαίνει η Λάμια του γιαλού και πινίγει τους ανθρώπους. Η Λάμια του γιαλού είναι μια ωραία γυναίκα, μισή άνθρωπος και μισή ψάρι. Έχει τις ώρες της που βγαίνει. Της Αγιά Σωτήρος βγαίνη ούλη μέρα γι’ αυτό δεν κάνει να κολυμπήση κανείς την ημέρα εκείνη. Μια φορά είχε πάει ένα Ραλλάκι να κολυμπήση στη Λουμπίτσα της Αγιά Σωτήρος, πάνε τώρα καμμιά δεκαριά χρόνια, και τον άρπαξε η Λάμια και τον επίνιξε. Άλλη μια φορά είχε κατεβεί κάποιος από την Αγιά Τριάδα στη Γαργαρού να κολυμπήση ανήμερα της Αγιά – Σωτήρος. Δεν πρόκαμε να πάη δέκα πλεξές και τον άρπαξε η Λάμια από τα μαλλιά και τον πίνιξε. Τον βρήκανε την άλλη μέρα με το κεφάλι του χωμένο μες στον άμμο και τα ποδάρια του στον αφρό. 

Ταρσούλη, Γεωργία (1938)
Thumbnail

Κάτω από του Βλαγκούλια το σπίτι είναι η παλιά εκκλησια του Άη – Γιάννη. Τώρα είναι χωμένη και δε φαίνεται. Από πάνω είχανε χτίσει κάποτε σπίτι, μα δεν κράτησε, γκρεμίστηκε. Τώρα, όποτε έρχουνται οι μεγάλες γιορτάδες φαίνεται μια λάμψη από κάτω και ακούγεται η καμπάνα της εκκλησίας που βαρεί. Εγώ την ακούω τακτικά κάθε Κυριακή, άσε πλιά το Μεγαλοβδόμαδο. Πέρσυ, τη Μεγάλη Παρασκευή, εβάρηγε βαρειά βαρειά ούλη την ημέρα. Ήμανε μονάχη μου στοσ πίτι και τρόμαζα. Βγαίνω στην πόρτα και φωνάζω της Βλαγκούλιαινας : “Γιώργαινα! Γιώργαινα! - έννοια σου, γειτόνισσα, μου φωνάζει εκείνη, την ακούω κι εγώ, μη σκιάζεσαι” ούλη μέρα δεν έπαψε να βαρή. Έχουνε παέι κάμποοσες φορές οι Κορωνιοί στο δεσπότη να του ζητήξουνε να ξεχώση την εκκλησία μα δεν έγινε τίποτις. 

Ταρσούλη, Γεωργία (1938)
Thumbnail

Πάνω από τη μεγάλη πόρτα του κάστρου είναι μια κασσέλα με φλουριά κι’ είναι γεμάτη φίδια κι’ ά θα βγούν καμμιά φορά τα φίδια θα πνίξουν την Κορώνη. Όταν είχε γίνει ο πόλεμος του 12 ο γιός της Τάδε είχε πιάσει κάτι Τούρκους και τον ρώτησαν αν υπάρχη ακόμα η πόρτα του Κάστρου, εκεί, του λένε, είναι κρυμμένη η χρυσή χήνα με τους μύριους θησαυρούς, που θα πλουτίση όλη η Ελλάδα. 

Ταρσούλη, Γεωργία (1927)
Thumbnail

Το θάνατο τον έχουμ' απο την Ευα. Όταν κολασε ο Θεός τον κόσμο ρώτησε την Εύα: -Τι θέλεις; τρία παιδιά κι αθάνατα, ή σαν τη γουρούνα ε τα γουρουνόπουλα κι όσα πάνε κι όσα μείνουν; Εκείνη η αποκορωμένη, όχι να του πή : Τρία παιδιά κι αθάνατα'', μονο του λέει : <Σαν τη γουρούνα κι όσα πάνω κι όσα μείνουνε. Γι αυτό, όσα παιδιά κι αν κάνη μια μάννα, δεν ξέρει αν θα τα χαρή, που αλλοιώς θάμαστε αθάνατοι και θάτονε, λέει το πετσί μας, σαν το καβούκι της χελώνας χοντρό και τίποτο δεν θα το πιρόνιαζε. 

Ταρσούλη, Γεωργία (1938)
Thumbnail

Tο gαιρό του πατέρα μου πάλι, ένας πήγαινε (τα δωδεκάημερα) νύχτα στο μύλο κι είδε μια στάνη γουρουνόπλα κι ερχούντασε κατά πάνω του. "Μωρέ, λέει, τι τα κατεβάζουνε ούλα τούτα τα γουρούνια τέτοιαν ώρα!'' Έβαλε ευτύς κακό με το νού του κι έκανε το σταυρό του κι ευτύς τραβήξανε ούλα τα γουρούνια κατά το γκρεμό και γκρεμιστήκανε. 

Ταρσούλη, Γεωργία (1938)
Thumbnail

Η κουκουβάγια ήταν γυναίκα κι’είχε έναν αδερφό και τον έλεγαν Κωσταντή,μοναχογιό,δεν είχε άλλον.Αυτή πια κι’ο αδερφός της.’Ετυχε λοιπόν να πεθάνη ο Κωσταντής κι’από τα πολλά της κλάυματα επάνω στο μνήμα του έγινε η αδορφή του κουκουβάγια κι’όποτε την ιδούν τα παιδιά,λένε :Αρετή,μπουρετή,πούν’αδερφός σου Κωσταντής ; στ’αμπέλι,στο κάστρο,άει να τόνε βρής. 

Ταρσούλη, Γεωργία (1939)
Thumbnail

Είναι πολλά σπίτια παλαιά που έχουν το δικό τους τον αράπη. Κάποια φορά η Βλαγκούλιαινα, σαν είχε μικρά τα παιδιά της, κοιμόταν στο κρεββάτι με τον άντρα της και είχε των παιδώνε της βρωμένο χάμω. Καμμιά φορά ξυπνάει, τηράει και γλέπη έναν Αράπη, να είναι καθισμένος στον καναπέ, πάνω από το κεφάλι τω παιδιώνε της. Είχε τόνα πόδι πάνω στ’ άλλο και τράβαγε και τη τσιμπούκα του. Καθώς σηκώθηκε εκείνη τρομαγμένη, της έκανε νόημα ο Αράπης με το χέρι του. ‘’Έννοια σου, της λέει,εσύ τάχεις κι’ εγώ τα φυλάω’’. Γι αυτό πήγαν καλά ούλα τα παιδιά της Βλαγκούλιαινας και κανένα δε της πέθανε. 

Ταρσούλη, Γεωργία (1938)
Thumbnail

Στις τρεις ημέρες που θα γεννηθή το παιδί θα έρθουν οι Μοίρες να το μοιράνουν. Η Παύλου η Σηψού τις είδε τις Μοίρες κι έβαλαν το χέρι τους επάνω στο κεφαλάκι του παιδιού κι είπανε: Τρεις, τρεις, τρεις, αλλά τι ήθελε να πη τούτο, δεν το κατάλαβε. 

Ταρσούλη, Γεωργία (1938)
Thumbnail

Τα καλικατζόνια ερχούνται του Χριστού το βράδυ. Κατουράνε τη φωτιά και δε πιάνουν τα ξύλα, γι αυτό βάνουνε στη φωτιά χαμολιό που τους βρωμάει. Ούτε πρέπει ν’αφήκης τίποτε ξεσκέπαστο ή ξεβούλωτο γιατί μπαίνουν μέσα και το μαγαρίζουν. Ο πατέρας μου μια φορά είχε ξεχασμένη μια μποτίλια αβούλωτη και τον είδε τον καλλικάντζαρο που ήτονε όσο το μεσανό μου το δάχτυλο, και ανέβηκε στο τραπέζι και μπλόπ! Έπεσε μέσα στο μπουκάλι και το μαγάρισε. Μια γυναίκα πάλι, την Χαραλάμπαινα τη Σταμάταινα, τήνε σκοτώσανε τα καλικατζόνια. Γύριζε τη νύχτα στο σπίτι της και τήνε τσακώσανε, τήνε βαρήγανε από δώ, τήνε σκουντάγαν από ‘κεί, που τήνε τουμπανιάσανε τη γυναίκα από το ξύλο και γύρισε σπίτι της κακώς έχοντα. Σαράντα μέρες έζησε κι αποπέθανε. 

Ταρσούλη, Γεωργία (1938)
  • «
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
  • . . .
  • 5
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτή η συλλογήΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση

Περιήγηση ανά

ΤύποςΠαραδόσεις (50)Συλλογέας
Ταρσούλη, Γεωργία (50)
Τόπος καταγραφής
Μεσσηνία, Πύλος, Κορώνη (50)
Χρόνος καταγραφής1930 - 1939 (42)1920 - 1929 (7)1916 - 1919 (1)
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.