Κάποτε ζητιάνευε ο αφέντης ο Χριστός με τους Αγίους Αποστόλους κι επήγε σ’ έναν χριστιανόνε κι εκείνος του λέει: <Άντε, στο έλεος του θεού, χριστιανέ μου, δεν έχω τίποτε να σου δώκω, και ευχαριστηθηκε τόσο ο Χριστός που τον έστειλε στο έλεος του θεού, που κι ας μην τούδωσε τίποτε, τον ευλόγησε κιόλας. Πήγε ύστερα και στον ψωμά και του λέει : -Δώσε μου κι εμένανε, Χριστιανέ μου, από κείνα που σε χάρισε ο Κυριός μας. Αυτός φούρνιζε κι ωργίστηκε και του μίλησε μ’ άγριον τρόπο : - Πήγαιν’ από δώ! Του λέει. Του λέει πάλι ο αφέντης ο Χριστός : -Δώσε μου, κάτι και μένα που είμαι ζητιάνος, ζητιανεύω να περάσω την ημέρα μου. Εθύμωσε λοιπόν αυτός και παίρνει το φτυάρι το μικρό που έρριχνε το ψωμί, και τον εχτύπησε τον αφέντη τον Χριστό. Μόλις τον εχτύπησε, του λέει ο Χριστός : -Από σήμερα μέχρι το τέλος της ζωής σου, να παίρνης τη σκάφη στον ώμο σου κι εντούτο το φτυάρι από κάτω απ’ την κοιλιά σου. Κι έγινε η χελώνα.
Τόπος Καταγραφής
Μεσσηνία, Πύλος, ΚορώνηΧρόνος καταγραφής
1938Πηγή
Αρ. 1159 Ε, σελ. 36, Γ. Ταρσούλη, Κορώνη Πυλίας, 1938Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
1159 Ε, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT