• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Αναζήτηση 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Παραδόσεις
  • Αναζήτηση
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Παραδόσεις
  • Αναζήτηση
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Αναζήτηση

Προβολή προηγμένων φίλτρωνΑπόκρυψη προηγμένων φίλτρων

Φίλτρα

Χρησιμοποιείστε φίλτρα για να περιορίσετε τα αποτελέσματα αναζήτησης.

Αποτελέσματα 1-8 από 8

  • Επιλογές Ταξινόμησης:
  • Συνάφεια
  • Τίτλος Αυξ.
  • Τίτλος Φθιν.
  • Ημερ. Υποβολής Αυξ.
  • Ημερ. Υποβολής Φθιν.
  • Αποτελέσματα ανά σελίδα:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Πάνω από τη μεγάλη πόρτα του κάστρου είναι μια κασσέλα με φλουριά κι’ είναι γεμάτη φίδια κι’ ά θα βγούν καμμιά φορά τα φίδια θα πνίξουν την Κορώνη. Όταν είχε γίνει ο πόλεμος του 12 ο γιός της Τάδε είχε πιάσει κάτι Τούρκους και τον ρώτησαν αν υπάρχη ακόμα η πόρτα του Κάστρου, εκεί, του λένε, είναι κρυμμένη η χρυσή χήνα με τους μύριους θησαυρούς, που θα πλουτίση όλη η Ελλάδα. 

Ταρσούλη, Γεωργία (1927)
Thumbnail

Ο Χουχουλόγιωργας ήτονε ένας άνθρωπος που παντρεύτηκε και πέθανε η γυναίκα του,πεθάνανε τα παιδιά του και είχε οχτώ αδεφούς και του πεθάνανε κι’αυτοί.Όταν λοιπόν του φέρανε το μίλημα που πέθανε κι’ο τελευταίος του αδερφός, -Μπά,θέ μου,λέει,κάνε με πουλί,να γυρνάω να χουχουλιέμαι.Κι έτσι γίνηκε το πουλί ο Χουχουλόγιωργας και γυρνάει και φωνάζει : ‘’χουχουχού-χουχουχού’’και κλαίει τα’αδέρφια του. 

Ταρσούλη, Γεωργία (1928)
Thumbnail

Η κουκουβάγια ήτονε μια γυναίκα που είχε εννιά γιούς και μια κόρη μονάκριβη,που τήνε λέαν Αρετή.Μα τα παιδιά της πιάσαν και της πεθάνανε όλα και στο τέλος της απόμεινε ένας γιός μονάχα,ο Κωσταντής κι’η δυχατέρα της. Έπιασε το λοιπόν ο Κωσταντής και πάντρεψε την αδερφή του μακρυά στα ξένα. –Άχ Κωσταντή μου, τούλεγε η γρηά,γιατί την επάντρεψες μακρυά την Αρετή μας κι’αν θέλω νατήνε ιδώ ποιος θα μου τήνε φέρη ; - Έννοια σου, μάννα,της έλεγε εκείνος,κι’εγώ θα πάω να σου τήνε φέρω όποτε τήνε θελήσης.Καμμιά φορά όμως πέθανε κι ο Κωσταντής κι απόμεινε η γρηά μονάχη της κι’έκλαιγε. –Άχ, έλεγε : ‘’Πανάθεμά σε Κωσταντή,που πάντρεψες την Αρετή κι’είναι μακρυά στην ξενητειά και πως θενάρθη να με ιδή’’ Κάθε μέρα τα ίδια έλεγε. Από το πολύ το ανάθεμα το λοιπόν ο πεθαμμένος δεν έβρισκε ησυχία και ζήτησε άδεια από το θεό να πάη να φέρη την αδερφή του. Πήγε λοιπόν με τα’άλογο στον τόπο εκεί που έμενε η Αρετή και τήνε πήρε να-ν-τηνε φέρη στη μάννα της. Στο δρόμο που πηγαίνανε λέγανε τα πουλιά : Δεν είναι κρίμα κι’άδικο μες τον απάνω κόσμο να περπατούν οι ζωντανοί με τους αποθαμμένους. Τάκουγε η Αρετή κι έλεγε του αδερφού της : -Δεν ακούς, Κωσταντή μου,τι λένε τα πουλιά ; -Έ, της έκανε εκείνος,πουλάκια είν΄κι άς κελαιδούν πουλάκια είν’κι άς λένε. Μα σ’όλονε το δρόμο, όπου πηγαίνανε,ούλο τα ίδια ακούγανε. Σαν κοντολογάγανε να φτάσουνε στο χωριό,καμμιά ώρα δρόμο, λέει ο Κωσταντής της αδερφής του : - Πήγαινε συ τώρς μονάχη σου στο σπίτι κι’έρχομαι κι εγώ.Τον δρόμο τόνε ξέρεις. – Ναι,τόνε ξέρω,λέει εκείνη. Κίνησε λοιπόν και τράβηξε κατά το σπίτι της μάννας της. Τώρα η γρηά,επειδής κι’είχανε πεθάνει τα παιδιά της,είχε αφήσει το σπίτι έρημο και σκοτεινό και γύρω-γύρω είχανε φυτρώσει ασφάλαχτα. Πάει η Αρετή τα βλέπει ούλα αυτά. – Μπα σε καλό,λέει,τι έπαθε η μάννα μου κι αφήκε έτσι το σπίτι ; Τρέξαν οι γειτόνισσες,της ανοίξανε δρόμο και πέρασε. –Καλώς την κερά-Αρετή,της λένε,πως τόπαθες κι’ήρθες ; - Έ ήρθα να ιδώ τη μάννα μου,λέει εκείνη. Πάει μέσα στη μάννα της,την αγκαλιάζει,τη φιλεί. –Μπά,καλώς την Αρετούλα μου,λέει εκείνη,και πώς ήρθες τόσο δρόμο μονάχη σου ; - Δεν ήρθα μονάχη μου,μάννα, μ’έφερε ο Κωσταντής μας. – Ο Κωσταντής μας σ’έφερε ; Αμ’αυτός είναι πεθαμμένος – Τι λές μάννα,ίσαμε τα τώρα είμανε μαζί του. – Μωρέ είναι δύο χρόνια που πέθανε. –Άχ κάνει εκείνη,γι αυτό λέγαν έτσι τα πουλιά. Και κάθεται και λέει της μάννας της όσα γινήκανε στο δρόμο. Σαν άκουσε πια η γρηά και κατάλαβε πως από το δικό της ανάθεμα σηκώθηκε ο γιός της από τον τάφο, -Θέ μου,λέει,κάνε με πουλί,να γυρνάω στα ερημοκκλήσια να κλαίω τα παιδιά μου. –Κι από τότε γίνηκε κουκουβάγια και γυρνάει στις ερημιές και κλαίει τα παιδιά της κι’όπου θάνατος και λύπη εκεί βρίσκεται. 

Ταρσούλη, Γεωργία (1928)
Thumbnail

Μια φορά κ’ έναν καιρό ζούσε ένας τσοπάνης που είχε την στάνη του έξω απ’ το χωριό. Δίπλα στη στάνη, είχε κ’ ένα σπιτάκι όπου καθότανε ο ίδιος. Ένα βράδυ, εκεί που ήταν έτοιμος να πλαγιάση, ακούει να του βροντάνε δυνατά την πόρτα. – Ποιος είνε; Φωνάζει. – Άνοιξε! Ανοίγει ο τσοπάνης και βλέπει μια μαυροφόρα γυναίκα. – Ποια είσαι; της λέει. Τι θέλεις; - Εγώ είμαι η Βλογιά, του απαντάει εκείνη και ήρθα να μου δώσης το καλύτερό σου αρνί γιατί αλλοιώς θα σε πιάσω και θα πεθάνης. Δόσε μου το λοιπόν για να σ’ αφήσω. Σκέφθηκε λίγην ώρα ο τσοπάνης κι ύστερα της λέει: - Εγώ, κυρά μου, καθώς θυμάμαι και ο ίδιος και καθώς μου το έχει πη και η μάννα μου, την βλογιά την έχω βγάλει κι έτσι δεν φοβάμαι πειά να την ξαναβγάλω, κι αν την βγάλω θα την βγάλω ελαφρυά. Λοιπόν φεύγα και πήγαινε στο καλό, γιατί δεν σ’ έχω ανάγκη. Σηκώνεται λοιπόν η βλογιά και φεύγει από κει που ήρθε. Πάει να πλαγιάση πάλι ο τσοπάνης, αλλά δεν είχε ακόμη κλείσει τα μάτια του κι ακούει να του χτυπούνε πάλι την πόρτα. – Άει στο καλό, λέει. Ποιος είνε πάλι τούτος; Ανοίγει την πόρτα και βλέπει πάλι μια μαυροφόρα γυναίκα. – Ποια είσαι, κυρά μου; τη ρωτάει. Τι θέλεις από μένα τέτοια ώρα; - Εγώ, του λέει εκείνη, είμαι η διφθερίτις και ήρθα να μου δώσης το καλύτερό σου αρνί γιατί αλλοιώς θα σε πιάσω και θα πεθάνης. Αναθυμάται εκείνος λίγην ώρα και της απαντάει ύστερα: - Κυρά μου, εγώ, καθώς μου έχει πη η μάννα μου και καθώς θυμάμαι και ο ίδιος, την διφθερίτη την έχω βγάλει σαν ήμουνα μικρό παιδί και τώρα είν’ αδύνατο πειά να την ξαναβγάλω. Λοιπόν σύρε στην ευχή γιατί δεν σ’ έχω ανάγκη. Παίρνει το φύσημά της και η διφθερίτις και φεύγει. Πέφτει ο τσοπάνης για να κοιμηθή λιγάκι. Ότι εκόντευε να τον πάρη ο ύπνος κι ακούει πάλι να του βροντούν την πόρτα. – Μωρ’ τι ευχή Θεού είνε τούτο απόψε, λέει. Δε θα μ’ αφήσουν απόψε να ησυχάσω μια στιγμή! Ανοίγει την πόρτα, βλέπει πάλι μια μαυροφόρα. – Ποια είσαι εσύ κυρά μου, την ρωτάει. Τι θέλεις από μένα; - Εγώ, του λέει εκείνη, είμαι η Πανούκλα και ήρθα να σε πάρω. Αν όμως μου δώσης το καλύτερό σου αρνί, τότε δεν θα σε πειράξω. Ξύνει ο τσοπάνης το κεφάλι του, συλλογιέται κάμποση ώρα. Δεν την είχε βγάλει την πανούκλα! – Έλα της λέει, να στο δώσω το αρνί. Της πάει στην στάνη, της διαλέγει το καλύτερό του αρνί. – Πάρτο, της λέει εκείνη, θα μου το φέρης εσύ στο σπίτι μου. – Και που είνε το σπίτι σου! – Έλα μαζύ μου και θα στο δείξω. Τι να κάνη ο κακομοίρης ο τσοπάνης. Φορτώνεται το αρνί στην πλάτη του και μπρος εκείνη, πίσω αυτός τραβούν κατά το σπίτι της. Περπατάνε, περπατάνε, περνούν ερημιές, περνούνε βουνά, μα πουθενά να φανή σπίτι. Ο κακομοίρης ο τσοπάνης φοβότανε, αλλά δεν κοτούσε και να την ρωτήση. Καμμιά φορά βλέπει από μακρυά ένα θεόρατο παλάτι που φωτολόγαε. – Να το σπίτι μου, εδώ είνε, λέει η πανούκλα. Μπαίνουνε μέσα, τι να ιδή ο τσοπάνης. Ολόκληρο το σπίτι ήταν μέσα γεμάτο καντήλια που κρέμονταν απ’ το ταβάνι και φέγγανε. Άλλο ήταν γεμάτο λάδι, άλλο ήταν ως την μέση, άλλο τσιτσίριζε, άλλο ήταν έτοιμο να σβύση. Ξαφνιασμένος ο τσοπάνης ρωτάει: - Δε μου λες, κυρά μου, τι είνε τούτα τα καντήλια; - Αυτά, του λέει εκείνη, είνε η ζωή του κάθε ανθρώπου. Όσο καίει το καντήλι του, τόσο θα ζήση κανείς, μόλις σβύση, θα πεθάνη. – Είνε και το δικό μου εδώ μέσα; Ρωτάει ο τσοπάνης; - Πως δεν είνε. Να το. Κοττάει ο τσοπάνης και βλέπει ένα καντήλι ξέχειλο στο λάδι που έλαμπε τόσο ώστε χαιρόσουν να το βλέπης. Δίπλα του ήταν κι ένα άλλο που είχε απομείνει μονάχα το νερό του και τσιτσίριζε κι ήταν έτοιμο να σβύση. – Ποιανού είνε τούτο; Ρωτάει. – Τούτο είνε του αδερφού σου, του λέει η πανούκλα. – Αχ καϋμένη, της λέει εκείνος, δεν του βάζουμε λιγάκι από το δικό μου που έχει τόσο πολύ για να μην πεθάνη έτσι γρήγορα ο κακομοίρης. – Αυτό το πράγμα δε γίνεται λέει η πανούκλα. Όσο λάδι μπη εξ αρχής αυτό είνε όλο. Ύστερα ούτε μπαίνει άλλο, ούτε βγαίνει. – Αλήθεια, ρωτάει ο τσοπάνης, ούτε μπαίνει ούτε βγαίνει; - Αλήθεια. – Τότε λοιπόν αντίο σας. Και κόβει πάλι το αρνί στον ώμο του ο καλός ο τσοπάνης. Εσύ η ίδια μου είπες τώρα πως δεν μπορείς να βγάλης το λάδι από το καντήλι μου. Λοιπόν δεν σ’ έχω ανάγκη. Γιατί να χαραμίσω το αρνί μου. Παίρνει λοιπόν δρόμο ο τσοπάνης και κινάει κατά το χωριό του. Τις αυγές, σαν κοντοζύγωνε να φθάση ακούει την καμπάνα και βαρούσε νεκρικά. – Ποιος πέθανε; Ρωτάει. – Ο αδερφός σου, του λένε. Τότε κατάλαβε πως όλα όσα του είχε πη η πανούκλα ήταν αλήθεια. Πήγε στον τάφο του αδερφού του, γονάτισε κ’ έκλαψε, κ΄έπειτα ξένοιαστος πειά γλέντησε την ζωούλα του και έζησε εκατό χρόνια και περισσότερα έχοντας και τ’ αρνί του. 

Ταρσούλη, Γεωργία (1928)
Thumbnail

Μια φορά ήτονε μια πεθερά κι’ είχε μια νύφη. Η νύφη όμως ήτονε πολύ ψυχικάρα κι’ό,τι είχανε στ’αντρός της το σπίτι έπιανε και το μοίραζε.Εκεί λοιπόν ήτονε ασκέρι και κάθε φορά που θα ζυμώνανε κάνανε δεκοχτώ ψωμιά.Μα η νύφη έπαιρνε πάντα τόνα και τόδινε του πατέρα της που ήτονε φτωχός.Ερχόντανε η πεθερά,μέτραγε τα ψωμιά, τάβρισκε λιγώτερα. –Μπρέ,νύφη,έλεγε,δεκοχτώ ψωμιά δεν είχαμε ζυμωμένα ; -Όχι, μάννα,της έλεγ’εκείνη,δεκαεφτά. –Μώρ’δεκοχτώ,τα μέτρησα. –Όχι, δεκαεφτά. Κάθε φορά λοιπόν που θα ζυμώνανε, ο ίδιος καυγάς γενόντανε.Μια φορά το λοιπόν εθύμωσε η πεθερά. –Μώρ’δεκοχτώ ψωμιά είχαμε ζυμωμένα! –Όχι,δεκαεφτά! –Μπά, θέ μου, λέει στο τέλος εκείνη, δε με κάνεις πουλί, να γυρίζω ένα γύρο και να φωνάζω το δίκιο μου ; Kαι στη στιγμήνε γίνηκε πουλί,η δεκοχτούρα, και γυτίζει το ένα γύρο και φωνάζει : ‘’Δεκοχτώ! Δεκοχτώ!’’ 

Ταρσούλη, Γεωργία (1928)
Thumbnail

Μια γυναίκα μια φορά επήγε στη γειτίνισσά της να της ζητήση λίγο ψωμί γιατί δεντούς έφθανε το δικό τους για να φάνε το βράδυ. –Μπάς κι’έχεις να μου δώσης λίγο ψωμί,γειτόνισσα της λέει. –Μπά, γειτόνισσά μου, της λέει εκείνη. Κι εκείνο πώχω και πάλι δε με φτάνει, να χαρώ τον έρωνα,τον πέρωνα και πέρα-πέρα-το βρακούλι,το σακούλι,και παπά τον κούλι. Αναμά δέκα έχω στ’άχερο, μα δεκοχτώ στάση στην ξενητειά, μα το βαστώ, μα το κουνώ,μα τώμαι γκαστρωμένη μονάχα έχω δεκοχτώ το βράδυ να δειπνήσω. Που να της ζητήση πιόνε η γειτόνισσα ψωμί, σαν είδε που εκεί ήταν τόσο ασκέρι, που μοναχά για να δειπνήσουνε το βράδυ δεν τους εφθάνανε δεκοχτώ ψωμιά ; 

Ταρσούλη, Γεωργία (1928)
Thumbnail

Μια φορά ήτονε μια γυναίκα τόσο προκομμένη που εδούλευε κάθε μέρα από την αυγή ως το βράδυ κι ούτε Κυριακάδες κράταγε, ούτε Σαββατόβραδα, ούτε τίποτες. Αυτή λοιπόν η γυναίκα είχε έναν γιο που ήθελε να γίνη παπάς κι όλα ευτούνα τα πράγματα του κακοφαινόσαντε. – Μα, μητέρα, της έλεγε καθεμέρα, γιατί τήνε χαλάς την Κυριακή, δεν το ξέρεις που είναι αμαρτία; - Το ξέρω, γιέ μ’, αλλά τι να κάνω; Μπορώ να κάθουμαι με σταυρωμένα χέρια; Όσα λοιπόν κι αν της έλεγε δεν τον άκουγε και το Σαββατόβραδο ακόμη, όνταν εσήμαινε η εκκλησιά δεν τήνε άφηνε το δουλειά της μόνε δούλευε όσο να βραδυώση. Όντας κοντολόγαγε ο καιρός να πάη ο γιός της να γίνη παπάς, λέει της μάννας του: - Άκουσε, μαννά, σα δε μπορείς παρά να δουλεύης την Κυριακή, τι να σου πω, κάνε το, μόνε θα σε παρακαλέσω τη δουλειά που θα κάνης τις Κυριακάδες ναν τήνε φυλάς χώρια, όσονε καιρό θα λείπω εγώ κι όσο μπαμπάκι νέσης να το υφάνης Κυριακή και να μου το κάνης ένα στιχάρι, για να το φορώ στην εκκλησιά. Κοίταξε όμως να το φυλάξης καλά μέσα στο μπαούλο πόχεις φυλαμένα και τάλλα σου τα ρούχα και τα κλειδιά ναν τα κρατάς επάνω σου. Έφυγε λοιπόν το παιδί κι η μάννα του κάθησε κι ό,τι μπαμπάκι ένεθε τις Κυριακάδες το φύλαξε χώρια και το ύφανε και το έβαψε και τόραψε Κυριακή και το φύλαξε στο μπαούλο ανάμεσα στα σκουτιά της και τα κλειδιά τα είχε πάντα κρεμασμένα στη μέση της. Σε λίγονε καιρό έγινε ο γιος της παπάς και ήρθε στον τόπο του. – Δε μου λές, μάννα, τηςε λέει, εκείνο το στιχάρι που σόειπα μου το φτιαξες; - Πως, παιδάκι μου, του λέει εκείνη, τόχω έτοιμο και φυλαμένο στο μπαούλο μαζί με τα σκουτιά μου. Την άλλη μέρα της λέει το παιδί: - Μάννα, δε μου βγάνεις εκείνο το στιχάρι που μούφτιαξες, γιατί αύριο έχω να λειτρουγήσω και θέλω ναν το βάνω. – Μπα, μετά χαράς σου, γιόκα μου, λέει εκείνη. Πάει στο μπαούλο της, το ξεκλειδώνει, βγάνει το ένα ρούχο, βγάνει τάλλο, τ’ αδειάζει όλο, πουθενά το στιχάρι! – Καλά, λέει, τι έγινε; Εγώ το είχα εδώ βαρμένο! – Δεν σου είπα, μάννα, της λέει ο γιος της, πως τις δουλειές της Κυριακής τιςε παίρνει ο Διάολος; - Μα, καλά παιδί μου, εγώ το είχα κλειδωμένο και τα κλειδιά επάνω μου. Πως το πήρε; - ‘Εννοια σου, κι αυτός έχει τρόπο και χωράει ντου και παίρνει ό,τι θέλει. Γι’ αυτό και γω σου είπα να μου το κάνης τούτο το στιχάρι μ’ αυτόνε τον τρόπο για να ιδής πως της Κυριακής οι δουλειές δε φτουράνε. Από τότε η γρηά ούτε ξαναδούλεψε πιόνε Κυριακή. 

Ταρσούλη, Γεωργία (1928)
Thumbnail

Του γιατρού του Λεμπέση η μητέρα από τα Βουνάρια πήγαινε ένα πρωί να μαζάψη ξύλα και βρήκε στο δρόμο έναν Αράπη κι’ έβοσκε τάλλαρα, έβγανε λοιπ’ον την ποδιά της κι’ αρχίνησε ναν τηνε ρίχνει απάνω τους και να τα σκεπάζη. Όσα σκέπαζε μένανε στον τόπο δεν το κουνάγανε, ώσπου ήρθε ο Αράπης και τη χτύπησε με τη μαγκούρα και την κοψομέσασε. Και μάζωξε τα τάλλαρα και τάβαλε στην ποδιά της αλλά δε μπόρηγε ναν τα σηκώση γιατί την είχε κουψομεσασμένη ο Αράπης και τακρυψε κάπου εκεί κοντά κι ήρθαν τα παιδιά της την άλλη μέρα και τα πήραν. Μια άλλη γριά είδε τα φλουριά μπροστά της και πηδάγανε και είπε : <Λεφτούλια! Λεφτούλια! Κι’ έγιναν λεφτούλια ώστε που πέθανε είχε ένα μπομπάκι κι (μικρό πήλινο δοχείο) γεμάτο δίλεφτα και μονόλεφτα. 

Ταρσούλη, Γεωργία (1927)

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτή η συλλογήΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση

Περιήγηση ανά

ΤύποςΠαραδόσεις (8)Συλλογέας
Ταρσούλη, Γεωργία (8)
Τόπος καταγραφήςΜεσσηνία, Πύλος, Κορώνη (7)Άδηλου τόπου (1)Χρόνος καταγραφής1928 (6)1927 (2)
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.