Η δουλειά της Κυριακής
Μια φορά ήτονε μια γυναίκα τόσο προκομμένη που εδούλευε κάθε μέρα από την αυγή ως το βράδυ κι ούτε Κυριακάδες κράταγε, ούτε Σαββατόβραδα, ούτε τίποτες. Αυτή λοιπόν η γυναίκα είχε έναν γιο που ήθελε να γίνη παπάς κι όλα ευτούνα τα πράγματα του κακοφαινόσαντε. – Μα, μητέρα, της έλεγε καθεμέρα, γιατί τήνε χαλάς την Κυριακή, δεν το ξέρεις που είναι αμαρτία; - Το ξέρω, γιέ μ’, αλλά τι να κάνω; Μπορώ να κάθουμαι με σταυρωμένα χέρια; Όσα λοιπόν κι αν της έλεγε δεν τον άκουγε και το Σαββατόβραδο ακόμη, όνταν εσήμαινε η εκκλησιά δεν τήνε άφηνε το δουλειά της μόνε δούλευε όσο να βραδυώση. Όντας κοντολόγαγε ο καιρός να πάη ο γιός της να γίνη παπάς, λέει της μάννας του: - Άκουσε, μαννά, σα δε μπορείς παρά να δουλεύης την Κυριακή, τι να σου πω, κάνε το, μόνε θα σε παρακαλέσω τη δουλειά που θα κάνης τις Κυριακάδες ναν τήνε φυλάς χώρια, όσονε καιρό θα λείπω εγώ κι όσο μπαμπάκι νέσης να το υφάνης Κυριακή και να μου το κάνης ένα στιχάρι, για να το φορώ στην εκκλησιά. Κοίταξε όμως να το φυλάξης καλά μέσα στο μπαούλο πόχεις φυλαμένα και τάλλα σου τα ρούχα και τα κλειδιά ναν τα κρατάς επάνω σου. Έφυγε λοιπόν το παιδί κι η μάννα του κάθησε κι ό,τι μπαμπάκι ένεθε τις Κυριακάδες το φύλαξε χώρια και το ύφανε και το έβαψε και τόραψε Κυριακή και το φύλαξε στο μπαούλο ανάμεσα στα σκουτιά της και τα κλειδιά τα είχε πάντα κρεμασμένα στη μέση της. Σε λίγονε καιρό έγινε ο γιος της παπάς και ήρθε στον τόπο του. – Δε μου λές, μάννα, τηςε λέει, εκείνο το στιχάρι που σόειπα μου το φτιαξες; - Πως, παιδάκι μου, του λέει εκείνη, τόχω έτοιμο και φυλαμένο στο μπαούλο μαζί με τα σκουτιά μου. Την άλλη μέρα της λέει το παιδί: - Μάννα, δε μου βγάνεις εκείνο το στιχάρι που μούφτιαξες, γιατί αύριο έχω να λειτρουγήσω και θέλω ναν το βάνω. – Μπα, μετά χαράς σου, γιόκα μου, λέει εκείνη. Πάει στο μπαούλο της, το ξεκλειδώνει, βγάνει το ένα ρούχο, βγάνει τάλλο, τ’ αδειάζει όλο, πουθενά το στιχάρι! – Καλά, λέει, τι έγινε; Εγώ το είχα εδώ βαρμένο! – Δεν σου είπα, μάννα, της λέει ο γιος της, πως τις δουλειές της Κυριακής τιςε παίρνει ο Διάολος; - Μα, καλά παιδί μου, εγώ το είχα κλειδωμένο και τα κλειδιά επάνω μου. Πως το πήρε; - ‘Εννοια σου, κι αυτός έχει τρόπο και χωράει ντου και παίρνει ό,τι θέλει. Γι’ αυτό και γω σου είπα να μου το κάνης τούτο το στιχάρι μ’ αυτόνε τον τρόπο για να ιδής πως της Κυριακής οι δουλειές δε φτουράνε. Από τότε η γρηά ούτε ξαναδούλεψε πιόνε Κυριακή.
Τόπος Καταγραφής
Μεσσηνία, Πύλος, ΚορώνηΧρόνος καταγραφής
1928Πηγή
Αρ. 1114, σελ. 498, Γ. Ταρσούλη, Κορώνη Πυλίας, 1928Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
1114, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT
Γλώσσα
Ελληνική - Κοινή ελληνικήΣυρτάρι
Παραδόσεις ΚΣΤ΄ - ΛΣΤ΄Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Παράδοση ΚΘΤίτλος παράδοσης
Η δουλειά της ΚυριακήςΣτοιχεία πληροφορητή
Κοκκώνη, Ελένη Γυναίκα 60 Λίγο γραμματισμένηΣυλλογές
Εκτός απ 'όπου διευκρινίζεται διαφορετικά, η άδεια αυτού του τεκμηρίου περιγράφεται ως Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές
Σχετικές εγγραφές
Προβολή εγγραφών σχετικών με κείμενο, συλλογέα, δημιουργό και θέματα.