Αναζήτηση
Αποτελέσματα 12201-12300 από 12472
Κόψε ξύλο κάμ' Αντώνη, κι απ' αφοξυλιά Μανώλη, κι αν ρωτήσης για τον Γιάννη ό,τι ξύλο να 'ναι κάνει
(1956)
Για να πειράξουν τον Γιάννη
Δε σε θέλω, θεριστά, γιατί θερίζεις χαμηλά. Εγώ ξέρω κι αψηλά. Δε σε θέλω κι αψηλά
(1956)
Για τον δύστροπο, που όπως και να κάνης δεν μπορείς να τον ευχαριστήσης
Α νομάτ' να 'κούσει ζ'ναίκας το κατζί, τσαι τσείνο ονομάτ' σαϊλdϊέζεται 'ναίκα
(1951)
Ένας άντρας, αν ακούσει της γυναίκας το λόγο, και κείνος ο άντρας λογαριάζεται για γυναίκα. Μία φορά αρρώστησε η γυναίκα του βασιλιά Σολομώντα. Μια μάγισσα που πήγε να τη γιατρέψει, της είπε : Να πιάσεις όλα τα πουλιά, να ...
Εψές με τα κοφίσια μας και με τσου μπακαλιάρους, σήμερα με τσι τσάπες μας σαν τσου παλιογαϊδάρους
(1952)
Το λένε οι χωρικοί για την ημέρα των Βαΐων. Συνηθάνε εκείνη την ημέρα στην Κεφαλλονιά να τρώνε σκορδαλιές (αλιάδες) με μπακαλιάρο και κοφίσι (αγγλ. stock-fisch), ένα ψάρι παστό, σκληρό σαν ξύλο, που το μοσκεύουν στο νερό ...
Πίνει η κότα ν' ιρό, τηράει κι τουν Θιό
(1956)
Η κότα για να καταπιεί το νερό, είναι αναγκασμένη, εξ αιτίας της ειδικής κατασκευής της στοματικής της κοιλότητος, σε κάθε γουλιά νερού που ρουφάει, να σηκώσει το ράμφος της προς τα επάνω. Έτσι διευκολύνεται η κατάποση του ...
Όταν του τσιμπήσει μυίγα του γουμάρι, του πιρνάει του μπλάρι
(1955)
Ο γάϊδαρος (γουμάρι) είναι το μόνο από τα ζώα εργασίας (άλογα, μουλάρια) που δεν ανέχεται αλογόμυιγα απάνω του. Ενώ δείχνει τόση στωικότητα και απάθεια σ' όλες τις κακοποιήσεις από τον άνθρωπο (βαρυοφόρτωμα, ξυλοδαρμός ...
Απ' τα καλά τα κερδεμένα παίρνει ο διάολος τα μισά. Απ' τα κακά τα κερδεμένα παίρνει αυτόν, αυτά κι εμένα
(1958)
Ερμηνεία: Παροιμία ανάλογος με το ανεμομαζώματα, διαβολοσκορπίσματα, που λέγεται σε άλλα μέρη της Ελλάδος. Δείχνει την πίστη του λαού ότι το άδικον ουκ ευλογείται.
Όταν σου ρθη ένα κακό, περίμενε να σου ρθη κι άλλο. Κι όταν σου ρθη ένα καλό, περίμενε να σου ρθη και άλλο
(1956)
Σου ρθη = να σου έρθη
Πατέρα, η καμήλα ένα παρά. Άφισ' την, παιδί μ', να φύγη. Αϊ, μπαμπά, μια καμήλα χίλιοι παράδες. Φώναξ' την, παιδί μ', νάλθ', πάρε την
(1956)
Είναι καιρός που δεν περισσεύει ούτε ένας παράς, αλλάσσουν οι καιροί και δίνουμε εύκολα τους χίλιους
Ο φτωχός ο Φίλιππας-όλη μέρα δούλευε και το βράδυ απόκρευε
(1953)
Δια τον Άγιον Φίλιππον διηγούνται την εξής ιστορίαν : Ήτο φτωχός γεωργός, πολύ πτωχός, και γυρίζοντας το βράδυ στο σπίτι του από το χωράφι όπου ώργωνε με τα βόδια του, δεν είχε τίποτε για να αποκρέψη. Τότε έσφαξε το βόδι ...
Ο άνθρωπος είναι γλυκός σαν το μέλι και βαρύς σαν το μολύβι
(1956)
Δια της ως άνω παροιμίας, εννοείται, οτι ο κάθε άνθρωπος, ευκόλως αγαπιέται και αναζητείται από τους άλλους, αλλά και ευκόλως επίσης γίνεται βαρετός, ήτοι, ευκόλως τον βαριώνται οι άλλοι. Ιδίως, η παροιμία αυτή λέγεται δια ...
Τώρα το 'φερ η κουβέντα και σφύριξα
(1955)
Παρακαλούσαν κάποτε δυο φίλοι έναν τζομπανό να “σουριξ” γι ανα τον ακούσουν. Ο Ισομπαίος δεν ήθελε. Τότε ο ένας φίλος του λέει: “Παλιόβλαχε, δε θα σ' αφήσω κι εγώ να περάσης τα πρόβατά σου από το δικό μου χωράφι” Λέει τότε ...
Θέλει άνθρωπο από σόϊ και σκυλλί απίό στάνη
(1956)
Η παροιμία αυτή λέγεται κυρίως δια τους ανθρώπους εκείνους, οι οποίοι πρόκειται ή έχουν αναλάβει ανώτερα αξιώματα χωρίς να τα αξίζουν. Ενοείται δε δι αυτής, οτι ο άνθρωπος αυτός που ανέλαβε το αξίωμα αυτό δεν ήτο ο κατάλληλος, ...
Το 'μέτ'ρον dο στσυλλί το πελέτσι πάγασεν dα τσ' ήφερεν dα
(1951)
Το σκυλί μας πήγε κι έφερε το τσεκούρι
Του στσυλλού το βράδιν άτσονdου 'α νdα κουπώσ' σο γαλέπ', πάλ' α 'υριστεί πανουφόρου
(1951)
Του σκύλου την ουρά, όσο κι αν την σκεπάσχεις στο καλούπι, πάλι θα γυριστεί κατά πάνου
Το στσυλλί το τουιν dου 'άζει το χούιν dου τζο 'άζει τα
(1951)
Το σκυλί την τρίχα του αλλάζει, το συνήθιο του δεν τ' αλλάζει
Πολύ σ' α σπίτι μη παςε τσ' έρτσεται α σηκωθεί ταρνά το μουχαbέτι σας
(1951)
Πολύ σ' ένα σπίτι μην πηγαινοέρχεσαι, θα λείψει γρήγορα η ευχαρίστησή σας
Αρ να είσεν gαοσύνη, έμbρο χα ποίτσει σου του το τσουφάλι τσαι στέρου ση σόνα
(1951)
Αν είχε καλοσύνη, πρώτα θάκανε καλό στο δικό του κεφάλι κι ύστερα στο δικό σου
Γρέπ' το τεζgράχι του τσ' έπαρ' το πανί, γρέπ' τσαι τη μάνα, έπαρ' την gόρη
(1951)
Κοίταξε τον αργαλειό και πάρε το πανί, κοίταξε και τη μάνα, πάρε την κόρη
Κόμη ζ' μας σου το βυζί μυρά σο στόμα σου
(1951)
Ακόμα της μάνας σου το βυζί μυρίζει στο στόμα
Μην μας τον πολυπαινεύεις και βράδυ τον βλέπομε
(1958)
Κάποια νύφη πήρε κάποιον με μεγάλη της στεναχώρια διότι έλεγαν ότι έχει ανεπαρκή τα σχετικά όργανα. Την Δευτέρα το απόγευμα η νύφη σκούπιζε ενώ από την μια μεριά κάθοντα ο γαμβρός και την άλλη η μητέρα του και πεθερά της ...
Αρ νdα κατένκα του χα χαθεί ο τατά μου, χα νdα δώσωσ' αν gακό κρομμύδι
(1951)
Αν τόξερα πως θα πέθαινε ο πατέρας μου, θα τον πουλούσα για ένα καυτερό κρεμμύδι
Ήρασε ο κω μου σ' όργον 'bέσου, γω τζο κατέχω τα τσαι συ κατές τα;
(1951)
Γέρασε ο κώλος μου στη δουλειά μέσα, εγώ δεν το ξέρω και συ το ξέρεις;
Το γισμάτι ήρτε σα ποράδε σου, συ άχτσες τα μο τα ποράδε σου πίσου
(1951)
Η τύχη ήρθε στα ποδάρια σου, συ την κλότσησες με τα ποδάρια σου πίσω
Θεός να σε φυλάγη από μαλλιαρή γυναίκα κι από σπανό άντρα
(1956)
Είχαν την ιδέα ότι η γυναίκα που έχει τρίχες στο πρόσωπο και στα χέρια και ο σπανός άνδρας είναι κακοί και ιδιότροποι, γι αυτό και να φυλάγουνται απ' αυτους
Ένας είπε: - Ήθελα να είχα λαιμό μακρύ, σαν της πάπιας – Και γιατί; τον ρωτάει ο άλλος – Για να μασούσα καλά την κουβέντα, ώσπου να την πω
(1959)
Επειδή άλλοτε λέμε σωστές κουβέντες κι άλλοτε κουταμάρες
Είπαμι 'α μη βρέξουμε όχ' TCH' ά μη θρέψουμι
(1959)
Μια φορά ένας ζηυγάς έκανι ου θγιό gbάρου για να τ' λέγ' πότθ θα βρέκch' για να σπέρν' TCHί, πότε 'ε θα βρέκCH να μη σπέρν' . Μια χρουνιά τ' είπι η θγιός πους ' έ θα βρέκCH' TCH' η g'bαπουςιd' εν έσπειρι. Αλλά οι TCHιροί ...
Σα γραψ' η Μοίρα μελανά, σαπούνι δεν τ' ασπρίζει και σαν τα γράψη με χρυσά, κανείς δε τα μαυρίζει
(1956)
Ότι γράψει η Μοίρα δε ξεγράφεται
Της Κυριακής χαρά και της Δευτέρας λύπη
(1950)
Η φράσις επό πράγματος φαινομένου μεν ωραίου, αλλά φθειρομένου ταχέως, πράγματος δηλαδή, το οποίον το χαίρεται κανείς την Κυριακή και το κλαίει την Δευτέραν. Η χρήσις των ονομάτων Κυριακή και Δευτέρα δεν είναι τυχαία και ...
Πάρε πόδι
(1950)
Εις την Δημητσάναν προς τον μη θέλοντα ή βραδύνοντα να προσελθη λέγεται ειρωνικώς και εις τονον επιπλήξεως πάρε πόδι κ' έλα! Επειδή το πόδι είναι όργανον του βαδίσματος, αυτό πρέπει να κινήση τις και επί το εικονικώτερον ...
Σον dαρόν gορά 'α νdα βρισ', σον dαρόν gορά 'α φιλήσ' το σέρι του
(1951)
Ερμηνεία: Στους ανθρώπους συμπεριφερόμαστε ανάλογα με την ώρα και με τις περιστάσεις
Το καόν dο πρόβατο 'ς τη σουρούν dου τζο χωρίζουν dα
(1951)
Το καλό το πρόβατο από το κοπάδι του δεν το χωρίζουν
Αδά η Τζισάρα κάη τσαί σένα ο ψύος τζο δάκνει σε;
(1951)
Ερμηνεία: Σε άνθρωπο που δεν ανησυχεί απ' ότι και να γίνεται γύρω του
Σ τον gόσμο πήρα το χαβασιλϊέχι μου, για, ισάνι είμαι, πάλι ομdϊέζω
(1951)
Από τον κόσμο πήρα τις χαρές μου, όμως, άνθρωπος είμαι, πάλι θέλω. Ο άνθρωπος, όσο κι αν γλεντήσει, όσο κι άν χαρεί τον κόσμο, ποτέ δε χορταίνει. Τόλεγαν οι γέροι
Ο Χριστός σο λύκον είπε dα: “Σήκω να φας τον αυτέντη σου”
(1951)
Ο Χριστός είπε στο λύκο: Σήκω να φας τον αφέντη σου
Τσίπ να υπάμε ση στρώση μας τσ' ο λύκος σο τρυπίν dου
(1951)
Όλοι να πάμε στα κρεβάτια μας κι ο λύκος στην τρύπα του
Καλές είν' κ' οι Λιβαθηνιές, μα 'χουν κακό ζακόνι, π' ο ήλιος ρίχνει στό χωριό κ' εκειές κοιμώντ' ακόμη
(1952)
Ζακόνι = συνήθειο (σλαυ)
Ρώτησαν dο μερμήντζι. Το κοτσί του κουβαλαίν' ατσομbοίο βαρύ ένι; Τσ' είπεν dι: Μο το 'μον do ζυ' έν' εβδομηνdαπέντε λίτρε
(1951)
Ρώτησαν το μυρμήγγι: Ο σπόρος που κουβαλείς πόσο βαρύς είναι; Κι' είπε: Με το δικό μου το ζύγι είναι εβδομηνταπέντε λίτρες.
Το τσουφάλ' σου εν bεγάϊδι, τα ποράδε σου λίbλη, ό,τ' 'υρέφ ποιτσε
(1951)
Το κεφάλι σου είναι βρύση, τα ποδάρια σου λίμνη, ό,τι θέλεις κάμε
Έσει μήνα, ζουλεύει το χρόνο έσει χρόνο, ζουλεύει ένdεκα μήνες
(1951)
Έχει μήνα που θρέφει το χρόνο έχει χρόνο που θρέφει έντεκα μήνες. Τυχαίνει δηλαδή μήνας, που με τη δουλειά που κάνεις, ζεις ένα χρόνο τυχαίνει όμως και χρόνος, που για να τον περάσεις δουλεύεις έντεκα μήνες
Μο το στσυλλί του 'νεγκώθει ο νομάτ', ο μυτής του 'ς τα κάκε τζο γλυτώνει
(1951)
Με το σκυλί όποιος κάνει παρέα, η μύτη του από τα σκατά δε γλυτώνει
Μο την gαζβάρα του 'νεγκώθει, ο μύτης του 'ς τα κάκε λειψόν τζου 'ινεται
(1951)
Με τον κόρακα όποιος πάει, η μύτη του από τα σκατά δεν απολείπει
Σ τόϊναν dο ξύο βgαίνει τσαί καό, βgαίνει τσαί κάμι
(1951)
Από το ίδιο δέντρο βγαίνει και καλό ξύλο, βγαίνει και κακό. Όταν από τον ίδιο πατέρα έβγαιναν διαφορειτκά παιδιά. Ποντ. Α. Π. αρ. 259 : Ας τ΄ έναν ξύλον ιφτάρ΄ πάλ΄ εβγαίν΄ και σταυτόν παλ΄ εβγαίν΄
Του σπιτού το παζαρλϊέχι σου ρουσού το παζαρλϊέχι τζο ούτιε του ρουσού πάλι το παζαρλϊέχι σου σπιτού τζο ούτιεπαζαρλίκι = συμφωνία
(1951)
Ερμηνεία: Του σπιτιού η συμφωνία δεν ταιριάζει με του βουνού τη συμφωνία, του βουνού πάλι η συμφωνία δεν ταιριάζει με του σπιτιού
Γρέψε τσαί πίσου͘ κάφτεται το παράφτερο σου
(1951)
Ερμηνεία: Σ' έναν που δεν έπαιρνε είδηση από ότι γινόταν γύρω του, στο σπίτι του ή στον κόσμο
Ο μάστρος σως το μισημέρι ένι νηστικό ΄ς το μισημέρι ΄στέρου χορτανέσκει
(1951)
Ο μάστορας ως το μεσημέρι είναι νηστικός, από το μεσημέρι κι ύστερα χορταίνει. Όποιος ξέρει μια τέχνη, μόνο για λίγο μπορεί να μείνει άνεργος. Λεβ. Ποντ. Α.Π. αρ. 1473 : Τ΄ αργάτ΄ η γυναίκα ους το μεσημέρ΄ πεινά
The camel went to ask for horns, but returned [not only without horns, but also] without ears = Η καμήλα πήγε να ζητήση κέρατα, και γύρισε χωρίς αυτιά [όχι μονάχα χωρίς κέρατα, αλλά και ..]
(1959)
Beware of complaining to you superiors = Φυλαχτήτε (αποφύγετε) να παραπονιέστε στους ανωτέρους σας
Ο άντρας με το σακούλι κι η γυναίκα, με το βελόνι
(1957)
Στην Κεφαλωνιά λένε : ( Πολίτου Παροιμ. Δ 9221). Ο άντρας με το σακκί κι ΄ η γυναίκα με το βελόνι γίνεται το σπίτι αλώνι. (Κουβαλά ο άντρας με το σακούλι κι΄ η γυναίκα, έστω και λίγα-λίγα, τα σπαταλά)
Θέλοντας ο βλάχος και μη θέλοντας ο ζωγράφος, φόρεσε και σύ Χριστέ κόκκινα τσαρούχια!
(1953)
Ένας βλάχος συμφώνησε γνωστό του ζωγράφο να του φκιάση μια όμορφη εικόνα του Ιησού Χριστού, υπό τον όρον τα υποδήματα να είναι τσαρούχια κόκκινα! Δεν φορούσε ο Ιησούς Χριστός, αλλά υποδήματα, που συνήθιζαν τότε και οι άλλοι ...
Όταν κατσ' η πουλια στεγνή, χαρήτε νιοί και γεωργοί, κι' όταν κατσ' ογρή, μπάτε, βόγια, σ' αχερώνα και καράβια σε λιμάνια
(1952)
Η πουλια κάθεται (δύει) το Νοέμβρη, γύρω στις 17. Αν τις μέρες εκείνες δε βρέχη, ο χειμώνας θα 'ναι αλαφρύς και καλός για τη γεωργία, μα αν βρέχη, ο χειμώνας φτάνει άγριος
Καινούργιο Μ'κόσκινο, που να σε κρεμάσω, κι όταν παλιώσης κ΄ύστερα, που να σε πετάξω;
(1956)
Ερμηνεία: Όταν έπαιρναν ένα τι καινούργιο και το είχαν πως και πως, όταν πάλιωνε το πετούσαν σε καμιά γωνιά
Απ' την κακοπεσιά δεν είναι πιο χειρότερο, κι' απ' την καλοπεσιά δεν έχει καλύτερο
(1956)
Ερμηνεία: Δεν υπάρχει καλύτερο πράγμα από τον καλό γάμο, και χειρότερο από τον κακό
Ρώτ'σαν τον λύκο, γιατί είναι ο λαιμός του χοντρός, και κείνος είπε γιατί κυττάζω μοναχός μου τη δουλειά
(1956)
Ο ίδιος πάντοτε καλύτερα κάμνει τη δουλειά του από τον ξένο
Τον δίναν πέντε για να σηκωθή και δεν ήθελε, τώρα τον δίνε δέκα να καθήση και δεν θέλει
(1956)
Ερμηνεία: Για κείνους που στην αρχή κάνουν πως δεν θέλουν κάτι, κ' ύστερα δεν μπορείς να τους σταματήσης
Ό,τι ξέρ' ο τρελλός ο νοικοκύρης, δε ξέρ' ο γνωστικός ο μουσαφίρης
(1956)
Και ο μη ξυπνός νοικοκύρης καλύτερα βολεύει τις δουλειές του από ένα ξένο, ας είναι και γνωστικός
Γαλάτα και μαλλάτα και τ΄ άρνί θηλ'κο!
(1953)
Ερμηνεία: Εύχεται και οι προβατίνες να έχουν αφθονο γάλα και πολύ μαλλί και αρνί να είναι θηλυκό λκαι όχι αρσενικό. Λέγεται δι΄εκείνους που τα θέλουν όλα δικά τους και οι άλλοι ας πάρουν όχι τα ανήκοντα εις αυτούς ή ελάχιστα μόνον
Του βάζω γυαλιά
(1950)
Η φράσις σημαίνει είμαι αξιώτερος, ικανώτερος από αυτόν ή τον παίζω ΄ς τα δάχτυλα ή τον απατώ. Προς ερμηνείαν αυτής είναι ανάγκη να ορμηθώμεν από τας ιδιωτικάς χρήσεις. Εις τη Ζάκυνθον βάρ τα γυαλιά σου σημαίνει πρόσεχε. ...
Βαστώ, κρατώ τη θέσι μου, τον βάζω ΄ς τη θέσι του
(1950)
Κυριολεκτικώς το βαστώ ή κρατώ τη θέσι μου δηλοί δεν εγκαταλείπω την θέσιν μου, ώτε να την καταλάβη άλλος, κατέχω αυτήν στερεά. Αλλά προς την θέσιν από τοπικής απόψεως παρωμοιώδη η κοινωνική θέσις από ηθικής απόψεως και ...
Φάε άdρα μου νερό, πιέ άdρα μου νερό, έπαρε άdρα μου νερό μαζί σου κ' εώ πια η κακομοίρα ας κακοπεράσω μέσ' στο σπίτι με μιά τηανιά τ' αυγά, μ' ένα χάσικο ψωμί και μιά gαράφα το κρασί
(1959)
Όταν καμμία δεν φροντίζη τον άνδρα της αλλά προσέχη να περιοποιηθή τον εαυτόν της
Τον Οχτώβρη, οχτώ κλωνιά. Το Νοέμβρη, νόγα σπέρνε. Το Δεκέμβρη δίκια σπέρνε. Το Γεννάρη πιάσ΄ τα γένεια σου και σπέρνε
(1956)
Τον Οχτώβρη, οχτώ κλωνιά (= λίγα φτάνουν). Το Νοέμβρη, νόγα σπέρνε (= σκέψου, λίγα περισσότερα). Το Δεκέμβρη δίκια σπέρνε (= κανονική χουφτιά). Το Γεννάρη πιάσ΄ τα γένεια σου και σπέρνε (= μπόλικα)
Α νοματού όνομο σου να βgαίνει, να βgει ο κως του εν gαο
(1951)
Παρά να βγαίνει τ' λονομα ενός ανθρώπου, καλύτερο είναι να του βγει ο κώλος
Δώσε με γισμάτι, κόνdα με'ς του Γουπτσή το κάτσι
(1951)
Δώσε μου τύχη, πέτα με απ' του Γουπτσή το βράχο
Το Γενάρη κόβε ξύλα και φεγγάρι μη κυττάζεις
(1958)
Το κέντρωμα των δένδρων και το κόψιμο των ξύλων πρέπει να γίνεται εις την αρχή του νέου φεγγαριού 3-5 ημερών και εις το τέλεος του φεγγαριού, γιατί τότε οι χυμοί των δένδρων είναι εις το κάτω μέρος, ενώ όταν μεγαλώση το ...
If you have beenan uncle (who is) bishop, or cardinal, you will become a priest = Αν έχης θειό δεσπότη ή καρδινάλιο, θα γίνης παπάς
(1959)
This refers to “pulls”, favoritisms, in securing positions, etc. = Αναφέρεται στις “προωθήσεις” και ευνοιοκρατίες που εξασφαλίζουν θέσεις
Μιά 'ς τό καρφί καί μιά 'ς τό πέταλο
(1950)
Η φράσις επί ανθρώπου μή έχοντος γνώμην σταθεράν, αλλ' επαμφοτερίζοντος κατά μεταφοράν από τόν πεταλωτήν, όστις καρφώνων τά καρφιά κτυπά καί εις τό πέταλον τό σφυρί τό μέν διά νά λάβη καί τούτο τήν προσήκουσαν θέσιν, τό ...
Του Κουτρούλη ο γάμος
(1956)
Όπου γίνονταν κίνηση, πάνε κ' έλα πολλά, βόη και τρεχάματα. Πιττάκιον πατριαρχικόν εις τον Μονεμβασίας περί του συνοικεσίου του Κουτρούλη τω 1934. Ο Κουτρούλης ήτο καβαλλάριος και ως φαίνεται εκ δυο πατριαρχικών πιττακίων ...
Τ' Αυγούστ' οι Δρίμες στα πανιά και του Μαρτίου στα ξύλα
(1956)
Τις έξ πρώτες του Αυγούστου που είναι οι Δρίμες δεν έπλυναν, γιατί κόβουνταν και έλυωναν τα ρούχα, δε λούγουνταν γιατί έκαμναν σημάδια στο σώμα και στου Μαρτίου τις τρεις πρώτες μέρες που είναι Δρίμες, δεν κλάδευαν τα ...
Ο άντρας κάνει τη γυναίκα εικόνα και την προσκυνούν κι οάντρας κάνει τη γυναίκα χώμα και την πατούν
(1956)
Με τον καλό άντρα η γυναίκα κρατιέται αψηλά και με τον κακό και πρόστυχο ξεπέφτει και υποφέρει
Δεν έχει 'ς τον ήλιο μοίρα
(1950)
Ο λαός δια να χαρακτηρίση ένα άνθρωπον τελείως άπορον, φαντάζεται αυτόν ως στερούμενον του δικαιώματος ν' απολαμβάνη και αυτό το ηλιακόν φως και την ηλιακήν θερμότητα. Δεν έχει αυτός μερτικό μήτε 'ς τον ήλιο, όστις εν ...
Δεν έχει πίστι, Θεό, δεν έχει το Θεό του
(1950)
Η φράσις δεν έχει πίστη ή Θεό λέγεται επι ανθρώπου εξωλεστάτου, διότι πάντοτε ο άθρησκος άνθρωπος εις την φαντασίαν του λαού παρίσταται ως τοιούτος. Η δεύτερη φράσις, δεν έχει το Θεό του περιέπεσεν εις ειδικωτέραν χρήσιν ...
Όλ' τη μέρα να δίνς, μια φορά να μη δώσης, καμιά φορά δεν έδωσες
(1956)
Για τους αχάριστους, που μια φορά αν δεν τους δώσης, ξεχνούνε όλα τα καλά που τους έκαμες
The gentle lamb sucks milk from two mothers = Το ήσυχο αρνί βυζαίνει δυο μαννάδες
(1959)
This way be used either good – naturedly, in connection with a pleasant unoffending person, or sarcastically, in connection with what might be called a “yes man” or a hyprocrite = Χρησιμοποιείται κυριολεκτικά για τους ...
Αλλουνού παπά βαγγέλια
(1950)
Επί ιερέως μή γνωρίζοντος πολλά γράμματα λέγεται είς την Δημητσάναν αλλουνού παπά βαγγέλιο. Υποτίθεται δηλαδή ότι ούτος συνηθισμένος είς το κείμενον του ιδικού του ευαγγελίου και μή δυνάμενος να διαβάση άλλο κείμενον ...
Το βάζω 'ς τα τέσσερα, 'σ τα πόδια
(1950)
Από την έκφρασιν “το βάζω τ' άλογο 'ς τα τέσσερα πόδια”=το αναγκάζω να τρέχη τετραποδητί, εν καλπασμώ, εγεννήθη η φράσις “το βάζω 'ς τα τέσσερα”=φεύγω τάχιστα. Συνώνυμοι είναι και αι φράσεις “το βάζω 'ς τα πόδια” και “'ς ...
Κάπου σε είδα, κάπου με είδες
(1950)
Ειρωνική και περιφρονητική συγχρόνως φράσις αυτή υποτίθεται ότι αποτελεί απάντησιν εις την ερώτησιν δε με ξέριες; και λέγεται, όταν πρόκειται να δηλωθή ότι όχι μόνον έπαυσε να υπάρχη ενδιαφέρον εις ένα πρόσωπον πρότερον ...
Από τον Άννα 'ς τον Καϊάφα
(1950)
Εις την ευαγγελικήν αφήγησιν περί της δίκης του Ιησού λέγεται οτι συλλαβόντες “έδεσαν αυτόν και απήγαγον αυτόν προς Άννα πρώτον” τον αρχιερέα. Έπειτα “απέστειλεν αυτόν ο Άννας προς Καϊάφαν τον αρχιερέα”. Η μεταφορά από ...
Τί έχεις, βρε γυναίκα, πού παραπονιέσαι; Τί σε λείπει; Το λάδι και το ψωμί με λείπει. Εμ αυτό είναι που θα σε φάη το κεφάλι
(1956)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Άρ να είπες 'τι κι είδα, ά ειπούν dι: χίτα να με τα δείκ'
(1951)
Αν τύχει και πείς είδα, θα σου πουν: τρέχα να μου το δείξεις. Καλύτερα να μη μιλείς όταν δεις κάτι, για να μη σε πάρουν μάρτυρα.
Να ιδείς ζ' γούβας σου το φοσσί, ά ιδείς τσαί μένα
(1951)
Αν δείς τη γούρνα του σβέρκου σου, θα δείς και μένα. Δηλαδή δε θα με δείς ποτέ. Τόλεγαν και μ' άλλη έννοια : Ά ιδείς ζ' γούβας σου το φόσσι=θα δείς τον ουρανό ανάποδα.
Σην gάτα το κωδώνι τιζ α νdα κρεμάσει;
(1951)
Στη γάτα το κουδούνι ποιός θα το κρεμάσει;
Το γαιρίδι σόπου α νdα τσενdείς πολύ, για α σε χέσει, για α σε αχτίσει
(1951)
Το γαιδούρι όταν το κεντάς πολύ ή θα σε χέσει ή θα σε κλωτσήσει
Σου βιλλού το σεβdά του κρέμεται, σο Παϊάσι κουπανίζει σίδερο
(1951)
Στης ψωλής του τον καημό όποιος κρέμεται, στος Παϊάς (στις φυλακές) κοπανίζει σίδερο. Η έννοια της παροιμίας είναι πως όποιος δεν περιορίζει τις ορμές του, στο τέλος καταλήγει στη φυλακή. Το Παϊάς είνια στο μύχο του κόλπου ...
Να ρίξη ο Μάρτης δυό νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα χαρά σ' εκείνον τον γεωργό που 'χει πολλά σπαρμένα
(1954)
Ερμηνεία: Ο βροχερός Μάρτης κάνει καλό στη γεωργία
Του γοντσή του το τσοπί να σει, το σόν dο τσοπί πάλι ά να σει
(1951)
Γοντσής=γείτονας. Του γείτονα σου ο κήπος αν έχει, και ο δικός σου ο κήπος θάχει
Το καό ο γοντσής έν' 'ς τοναδεφό σου τσ' άβ' καό
(1951)
Ο καλός ο γείτονας είναι από τον αδερφό σου πιο καλός. 164. Ποντ. Α.π., αρ. 1039, Ο καλόν ο γείτοναςας είναιν αδελφόν καλλίων έν.
Αν δε dον χτυπήσης στη μύτη σαν το γουρούνι, δεν dο καταλαβαίνει
(1956)
Ήτοι, άνθρωπον ο οποίος συμπεριφέρεται άσχημα και ο οποίος δεν καταλαβαίνει από ευγένεια και από λεπτούς τρόπους, με τους οποίους τον αποκρούεις, πρέπει να τον προσβάλης για να καταλάβη, όπως τα γουρούνια που για να ...
Κούρτα την αχλαβού, 'ς πά' κάτου
(1951)
Ερμηνεία: Κατάπιε το πλαστρόξυλο, ας πάει κάτω. Τόλεγαν σ' έναν που θύμωνε κι ήταν έτοιμος να πετάξει μια προσβλητική λέξη. Μη μιλάς, του λέγανε, κατάπιε το λόγο σου, για να μην έχουμε καβγά. Αχλαβού ήταν το μακρύ κυλινδρικό ...
Σήμερα, πέθαν' ο άντρας μου – προχτές ο γάϊδαρος μου κι αντίπροχτες ο χοίρος μου – και ποιόν να πρωτοκλάψης
(1956)
Μια φορά ήτανε μιά γυναίκα και τη μια μέρα της ψόφησε ο χοίρος της, την άλλη μέρα ο γάϊδαρος της και την άλλη μέρα, πέθανε ο άντρας της. Τότε αυτή τον έκλαιγε και του έλεγε τα ανωτέρω