Πλοήγηση ανά Ευρετήριο πηγών
Αποτελέσματα 71-90 από 193
-
Κ' λάει η πέτρα, αλοί στ' αυγό, κ' λάει τ' αυγό, πάλε αλοί στ' αυγό
(1938)Ελέγετο δια τους αδυνάτους, όταν ήρχοντο εις διενέξεις με τους ισχυρούς.Οπωσδήποτε οι αδύνατοι θα ήταν οι ζημιωμένοι.Συνήθως εγένετο δια τους κρατούντας, οι οποίοι πάντοτε κατόρθωναν να φαίνωνται ότι έχουν δίκαιον. -
Κάθε καρυδιάς καρύδ'
(1938)Δια να χαρακτηρίσουν τόπον και συνοικίας μεγαλουπόλεως, όπου ζούν διάφορες εθνότητες -
Καημένος (ή φτωχός) είναι ή διάβολος
(1938)Ερμηνεία: Ίνα μη κακοτυχίζουν ανθρώπους, χωρίς να υπάρχη λόγος -
Καινούργια γνώσ' να σ' είχα τότε!
(1938)Ή πρώτα. Όταν μετά την συντέλεσιν των γεγονότων εσκέπτετο κανείς ωριμότερον. -
Κακακά η κότα, θα dό γεννήσ' τ' αυγό
(1938)Κάτι το οποίον το κρατούσαν μυστικόν, άλλ' οπωσδήποτε θα έβγαινε εις το φανερόν. -
Κακός σκύλος ψόφου δεν έχ!
(1938)Ερμηνεία: Δια τους κακούς ανθρώπους, όταν υπερπηδούν σοβαρούς κινδύνους, ιδίως ασθενειών και ζουν πολλά έτη -
Καλά 'ν' κι τα ροπάφυλλα με το ρογί το λάδι
(1938)Τα ευτελέστατα φύλλα της δρυός (ροπόφυλλα) ήτο δυνατόν να μαγειρευθούν και να είναι καλά, εαν θα έβαζον άφθονον έλαιον (με το ρογί το λάδι) -
Καλλιό 'γω, που δε λαλώ, μόνο 'γω θα παντρευτώ
(1938)Ελέγετο πολύ η παροιμία και ειρωνεύοντο με αυτήν οι άνθρωποι εκείνοι, οι οποίοι δια της σιωπής των ήθελαν να παραστήσουν τον φρόνιμον και τον νουνεχή|Συνοδεύεται από κείμενο...... -
Καταφρονεμένο κάτεργο σε αγαθό λιμένα
(1938)Δια αδίκης περιφρονημένοις ανθρώποις, οι οποίοι εν τέλει δια της εργασίας των και τις φρονήσεώς των απεκαθίσταντο αξιοπρεπής -
Κατσίβελος, σα χάσ' τα γαϊδούργια τ'
(1938)Δεν θα δυνηθή να εύρη ο κατσίβελος τα ζώα του, εάν τα χάση μέσα εις αυτό το σπίτι, από την ακαταστασίαν που επικρατούσε -
Κατυλάει τον Άδ' με τα σάβανα
(1938)Εσήμανε τον πολύ σπάταλον και λαίμαργον άνθρωπον. Ελέγετο συνήθως δι' οικογενείας πολυεξόδους -
Κείνους που θέλει του καλό μ', μι κάμιν' κι κλαίω, κι κείνους π' θέλ' το κακό μ', μι κάμιν΄και γελώ
(1938)Συμβουλή των μεγαλυτέρων προς τους μικροτέρους -
Κερί και φ'τύλ'
(1938)Παράπονον των γυναικών που εκτελούσαν προθύμως τας θελήσεις των συζύγων των ή των αδελφών των, και πάλιν αυτοί δεν ήσαν ευχαριστημένοι -
Κι η μεγάλ' η νύφη dουbανο κι' η μικρή σουρλουdούbανο
(1938)Τα έλεγαν συνήθως δι' εργασίας κοπιώδεις τας οποίας εις μάτην προσεπάθει κανείς να ευκολύνη -
Κοdέβ' να κάμ' το γίσωμα dούbα
(1938)Πλησιάζει ν' αποθάνη (κοντεύει). Έλεγαν και: Έκαμε το γίσωμα dούbα. Όταν απέθνησκε κανείς. Ελέγετο μάλλον διά τους γέροντας ή αναπήρους -
Κόρη μου, και αν άργησες, το νέο τον εδιάλεξες
(1938)Ειρωνική φράσις δι εκείνους που επερίμεναν πολύ, δια να νυμφευθούν και εις το τέλος ενυμφεύοντο με ευτελώς ασημάντους