• Κάλλια λόγια στο χωράφι, παρά μάγγανα στ' αλώνι 

    Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1953)
    Μάγγανον (το) = η φασαρία, η έρις, η φιλονικία
  • Κάλλια λόγια στο χωράφι, πέρι μάγγανα στ' αλώνι 

    Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1953)
    Πρέπει να συμβιβάζεται εγκαίρως μια διαφορά και να δίδωνται αμοιβαίως αι δέουσαι εξηγήσεις προς αποφυγήν εντονωτέρων προστριβών και διενέξεων
  • Κάλλια να κλάψη το παιδί, τι πέρ' η μάννα 

    Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1953)
    Είναι προτιμότερον να περιορίζωμεν το κακόν, έστω και δι' οδυνηρών μέσων παρά να αφίνωμεν να επέρχεται με αληθείς καταστροφάς//Πέρ' = Παρά
  • Κάλλια να σου βγη το μάτι, τι πέρι τόνομα 

    Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1953)
    Η παροιμάι αυτή αυστηρά πως εν τη διατυπώσει της συνιστά εις τον άνθρωπον να προσέχη πολύ εις την διατήρησιν ασπίλου τιμής και υπολήψεως
  • Κάλλια πέντε κάρβουνα, πέρι χίλια πρόβατα 

    Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1953)
    Καίτοι η παροιμία φαίνεται, ότι είναι υπερβολική, εν τούτοις εις εξαιρετικάς τινας στιγμάς η θέρμανσις προφυλάσσει τον άνθρωπον από βεβαίου θανάτου
  • Κάλλια στον Τούρκο παρά στο Γρέκο. 

    Ρεμπέλης, Χαραλ. (1953)
    Εις ουδεμίαν επιγαμίαν ήρχοντο οι σκηνλιται αρβανιτόβλαχοι με τους ελληνόφωνους χριστιανούς.
  • Κάμε το καλό και ρίξ' το στο γιαλό 

    Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1953)
    Εις πάσαν ευκαιρίαν πρέπει ο άνθρωπος να κάμνη καλωσύνην χωρίς να λαμβάνη υπ' όψιν που αυτή απευθύνεται
  • Κάνε καλό στου διαόλου το χωριό 

    Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1953)
    Λέγεται όταν τις δια μίαν καλήν πράξιν του πληρώνεται ως αντάλλαγμα με αχαριστίαν
  • Κάνω κούκου 

    Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1953)
    Μετά μακροχρόνιον ασθένειαν εγείρομαι της κλίνης και βγαίνω έξω της οικίας “Έκανα κούκου”, εβγήκα έξω ύστερα από ασθένειαν. Κατά μεταφοράν εκ της λέξεως “κούκες”, δηλούσης τα πρώτα αβέβαια βήματα των βρεφών, και προφερομένης ...
  • Κάποιος λύκος τσάκ'σε το ποδάρ' 

    Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1953)
    Αυτήν την φράσιν λέγομεν εις εκείνον που μας επεσκέφθη ύστερα από πολύν καιρόν
  • Και παπάς γίνκες Κώστα; Έτσι τόφερ η κατάρα 

    Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1953)
    Ερμηνεία: Πολύ ευμετάβλητος είναι η τύχη, ενίοτε ο άνθρωπος εξ αδυσωπήτου αναγκης μετέρχεται εν επάγγελμα, εις το οποίον ουδεμίαν διάθεσιν ή κλίσιν αισθάνεται, ουΔε το είχε ποτε σκεφθή
  • Και τα φτωχά τρανεύουνε και τ' αρφανά βαστιούνται, και τάρημα παντρεύονται κι' οι χήρες 'κονομιούνται 

    Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1953)
    Φράση παρηγορητική – λεγόμενη πολλάκις και ως μοιρολόγι – καταδεικνύουσα την πρόνοιαν του Παντοδυνάμου Θεού προς τα πλάσματά του, και ιδία τους αναξιοπαθούντας
  • Καίει την κάπα για τομ ψυλλό 

    Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1953)
    Ερμηνεία: Λέγεται επ' εκείνου, ο οποίος εκουσίως υποβάλλεται εις μεγάλας θυσίας δια το ελάχιστον κέρδος, ή απλώς δι' ασήμαντον ικανοποίησιν του
  • Καινούργιο κόσκινο που να σε πρωτοκρεμάσω 

    Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1953)
    Ερμηνεία: Έχομεν πράγματι μέγα διαφέρον δια κάθε νέον και πρωτοφανές πράγμα, όπερ είναι κτήμα μας, εξατμίζεται όμως τούτο πολύ γρήγορα
  • Καιρός πανιά, καιρός παιδιά 

    Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1953)
    Ερμηνεία: Κάθε εργασία εις την κατάλληλον εποχήν και την ανάλογον περίστασιν
  • Καλ' είν' η νύφη μας, μόνο στραβά λογιάζει 

    Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1953)
    Πολλάκις από υπερβολικήν επιείκειαν θεωρούμεν τινα καλόν, ενώ έχει σοβατώτατον ελάττωμα
  • Καλά είν' τα φαρδυμάνικα, μόν' τα φορούν οι Δεσποτάδες 

    Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1953)
    Λέγεται επ' εκείνων, ενώ είναι παντελώς πτωχοί και οπωσδήποτε ανίκανοι, επιζητούν δόξας, τιμάς και υλικάς απολαύσεις, ή πραγματοποίησις των οποίων καθιστάται αδύνατος
  • Καλαμπαλίκι στο χάνι...νερό μεσ' τα φασούλια 

    Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1953)
    Λέγεται επ' εκείνων, οι οποίοι αραιώνουν το κρασί δι' ύδατος, ή και τα φαγητά, όταν όλως απροόπτως συγκεντρωθούν πολλοί φιλοξενούμενοι
  • Καλές ανταμώσεις 

    Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1953)
    Όταν κανείς λέγη υπερβολάς, ή ζήτή αδύνατα και ανύπαρκτα πράγματα, λέγομεν την ανωτέρω παροιμίαν, οικτίροντες αυτόν
  • Καλημέρα χώρια του 

    Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1953)
    Λέγεται επί των ανθρώπων των ευυπολήπτων, των αξιοπρεπών, των αδιαβλήτων, τους οποίους και ιδιαιτέρως πρέπει κανείς να χαιρετά, όταν ευρίσκονται ομού μετ' άλλων, δια να φαίνεται ούτω η τιμητική διάκρισις