• Ελληνικά
    • English
  • English 
    • Ελληνικά
    • English
  • Login
Search 
  •   Homepage
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Search
  •   Homepage
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Search
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Search

Show Advanced FiltersHide Advanced Filters

Filters

Use filters to refine the search results.

Now showing items 1-10 of 49

  • Sort Options:
  • Relevance
  • Text Asc
  • Text Desc
  • Time Recorded Asc
  • Time Recorded Desc
  • Results Per Page:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

«Στου Κοπέλλου τ’ αλώνι κάθα βράδυ στσι 12 η ώρα τα μεσάνυχτα χορεύγουν οι Ανεραΐδες. Μια βολά μια gοπέλλα επέρναν από κει με τ’ άλεσμά τζη να πάη στο μύλο ν’ αλέση (πιο κάτω είναι τα Προβολάκια με τσι νερόμυλοι). Οι Ανεραΐδες την εβάλανε μες στη μέση και την εχορεύγανε. Εκεί που την εχορεύγανε τσ’ εδώκανε χιλιάδες τζιbιές και τσ’ εκάμασι μαυτα τα κριάτα τζη. Το φεγγάρι ήδωνε σα μέρα κι εθάρειε πως είναι μέρα και τωόdις και ‘ιαυτό ήπηρε τ’ άλεσμα τζη να πάη στο μύλο). Στη μια η ώρα, την ώρα που ‘κραξεν ο πετεινός οι Ανεραΐδες εχάθησα και η κοπέλλα επόμεινε μες στ’ αλώνι μοναχιά. Ύστερα ήφυε gι εδιάηκε στο σπίτι τζη κι είπε πως της εχαλάσασιν οιΑνεραΐδες». 

Οικονομίδης, Δημήτριος (1934)
Thumbnail

Το τοπωνύμιον «Καλλονή» ευρίσκεται παρά την αγίαν Κυριακήν, εις το «Όξω χωριό» και απέχει μίαν περίπου ώραν εξ Απειράνθου. Προς βορράν και απέναντι υπάρχει χαράδρα, άνωθεν της οποίας υψούνται αποτόμως αι κορυφογραμμαί των ορυχείων της σμύριδος Μαλλάκια, Κακόρρνακας, Χάρακας. Εν «Καλλονή». Πιστεύεται υπήρχε κήπος κι πύργος μετά κρήνης, της οποίας, το ύδωρ κατήρχετο μέχρις αγίας Κυριακής δι’ απού (=αγωγού) και εποτίζοντο ούτω τα πέριξ «ποτιστικά» (=λαχανόκηπος). Πλην τούτου υπήρχον εισέτι αρκετοί υδρόμυλοι μετ’ αγροικιών (μητάτων) παρά τα καλλιεργημένα μέρη. Έτι ης σήμερον ακόμη διατηρούνται ίχνη του απού και των υδρομύλων. Ίχνη του πύργου όμως δεν εύρον. Ιστορικώς είναι βέβαιον ότι εν «Καλλονή» καθώς και εν τη τοποθεσία «Όξω χωριό» υπήρχε συνοικισμός καταστραφείς υπό πειρατών. Ιδού η περί «καλλονής» η εντοπία παράδοσις: «Ένα τούρκικο σπαντήδικο καράβι ήρθε gι άραξε κάτω στο Δρίακαθα κι είχε μέσα ένα bαιδί σκλαβάκι. Ευτοί λοιπό αφού ήρθασι στο Δριάκαθα εβγήκασι να πάρουσι νερό και το σκλαβάκι τσ’ εέλασε και των ήφυε. Ηπήρε dο λαgάδι κουτουρού και επάαινεν απάνω. Είδεν από μακρυά το πυργάκι τση Καλλονής κι έτρεξεν εκεί ιά να σωθή. Το πυργάκι με το bαξέ εκεί στην Καλλονή το ‘χε μια gόρη Φραγκοπούλα. Ευτή αντίς να κρύψη το παιδί, το σπιούνιαρε και το παράδωδε τσι σπαντήδες. Το σκλαβάκι, σαν το παράδωκεν η όμορφη Φραγκοπούλα που την ελέασι Καλλονή από την ομορφκιά τζη, εύρισεν, ανατολικά κι ήκαμε dο σταυρό dου κι είπε: «Θεέ μου ως δεν τόρπιζα να με παραδώση στη dυραγνία πάλι, έτσα να μην αρπίζη κι ευτή το σκαμπίλι, που θα τση δώση ο Θεός. Θεέ μου βούλησε το πυργάκι και πιλλάκωσέ τήνε!». Το παιδί το πήρασιν οι σπαντήδες. Η κατάρα dου όμως ήπκιασε και σε οροπή οφταρμού εβουλήσα dα γκρεμνάρια κι εχαλάσασι dο πυργάκι με το μπαξέ κι εσκορπίσασι gαι τη βρύση και βγαίνει τώρα σε τέσσερις μερεές το νερό. Από στότες λέσι: «Τα χαλάσματα τση Καλλονής». Υπάρχει και η αρά: «Αλί που να ενούνε σα dα χαλάσματα τση Καλλονής». [Ανακοίνωσις Ιω. Χάλκου ετών 70, σπαντήδικο= πειρατικόν, σπάντηδες= πειραταί, Τριάκαθας ή Μουτσούνα, εέλασε= εξυπάτησε, κουτουρού= χωρές σχέδιο, χωρίς να ξέρη, αλογίστως, σπιούνιαρε= επρόδωσε, εΰρισεν= εστράφη, τόρπιζα= το ήλπιζα, αρπίζη= ελπίζη, βούλησε= γκρέμισε, σε οροπή οφθαρμού= εν ριπή οφθαλμού, λέσι= λέγουν] 

Οικονομίδης, Δημήτριος (1934)
Thumbnail

“Το κλήμα ήβγηκε μοναχό dου. Το βρήκε ένα 'εροdακι και το φτεψε στην αυλή dου. Εμεγάλωσε gι ήκαμε dα σταφύλια χωρίς να ξέρουσι είdα 'ναι. Το εροdάκι εκαταράστηκε dο χέρι, που θα κόψη το gαρπό dου. Μια dου θυγατέρα όμως ελίξεψε να κόψη απού το gαρπό, αλλά 'ια τη gατάρα τ' αφέdη τζή δεν ήκοψε με το χέρι τζή παρά με τ' αχείλι τζη. Ήρθε το εροdάκι κι ηύρηκε κομμένο το gαρπό κι αρωτά πκοιός τον ήκοψε. Οι θυατέρες του του λέσι πως τον ήκοψεν η Σμαραγδή όχι όμως με το χέρι τζη παρά με τ' αχείλι τζη. Ετότες ο 'ερός λέει : - Αφ' ού το κόψε με τ' αχείλι, ας το βγάλουμε σταφύλι. Ύστερα εποσφούνιαξε ο 'ερος τσι ρώες κι έβγαλε dο ζουμί και το 'πκιε. Ο 'έρος εζαλίστηκε και λέει : - Αφ' ου με φερε σε πέθοια gραση ας το βγάλωμε κρασι”. [ Σταφύλι – κρασί = Ανακοίνωσις Νικ. Ι. Γλέζου, φτεψε = φύτεψε, είdα 'ναι = τί είναι, ελίξεψε = επεθύμησε, αφέdη τζή = πατρός της]. 

Οικονομίδης, Δημήτριος (1934)
Thumbnail

“Μια βολά ο λαός κι ο σκατζόχοιρας εστοιχηματίσασι να παρατρέξουσι και ώρισα gι ένα ίσο μέρος.Ο αρσενικός κι ο θηλυκός σκατζόχοιρας εσυνεννοήθησα κρυφ’απού το λαό.Ο αρσενικός λέει του θηλυκού : - Θ α πας στη bέρα μεριά του χαλιού και σαν έρθη ο λαός εκεί θα του πής : -Ήρθα. Το ίδιο θα κάμω και ‘ώ. Ετσά ο λαός θα χάση το στοίχημα.Την άλλην ημέρα ο σκατζόχοιρας ενίκησε dο λαό με τη bονηριά dου”. 

Οικονομίδης, Δημήτριος (1934)
Thumbnail

Μια βολά, λέει, ο bεονικολός εκεί πο κειτούdανε με τη ‘υναίκα dου, τη γριά Μαριώ, κι ήτονε πια μεσάνυχτα περασμένα, ‘κουσεν έναν έχτυπο στη bόρdα. Λέει: Μουρέ μα τέθοια ώρα ποιος είναι; Εγριέφτην ο άθρωπος κι εσκούdηξε dη ύναίκα dου. Λέει: Ω, Μαριώ, ιά ξύπνα. Εξύπνησε λοιπό κείνει, λέει: Μωρή ιά ‘φικράσου! Ακούς τίποτα; Λέει: Ναι. Σαματάς ακούεται μέσ’ στην αυλή. Σηκώνουdαι λοιπό σια – σια και πάνε στη gλειδαρότρυπα κ’ είdα να δούνε μέσ’ στην αυλή! Τρις αγριοϋκαικάρες, με κάτι δόδες (μεγάλα δόντια) σα τσαπούρια (τσαπούρι= κηπουρικόν εργαλείον), μακριομούρες, γεμάτες με τσι κριατσολιές, με μουστάκια! Την ώρα που τσαι θωρούνε τα κάμανε χοdρά και λειανά πάνω dώνε (κατουρηθήκανε, λερωθήκανε επάνω τους από την τρομάρα) και πάνε και πέφτουνε και κουκουλιάζουdαι gι τρέμανε σα dο φύλλα του καλαμιού. Κ’ ύστερα ακούνε κάτι σκληργιές άγριες κ’ ήτον οι ‘υναίκες εκείνες κι εσκληρίζανε που τς εκυνήαν η Παναγία κ’ ήσκιαζε τζοι (της πήγε) κάτω στα Ψαροgρέμναρα κι εφώναζε dου Χριστού: Μανώηλη – Μανώηλη! Και την άλλη μέρα βρέθησα στα συκαμιές στον Αφική (περιφέρεια) ξεριζωμένες ευτές, παιδί μου, τον αρρώστειες, μα δε τζ’ ήφηκεν η Παναγία να πιάσουνε μέσ’ στο χωριό. Ήτον η ευλοημένη η ήτονε στο Φιλότι κ ύστερα από δύο μέρες εκούστηκε bως είναι και στα Νούμερα. (τ’ Ανούμερα και Βόθροι είναι το ίδιο χωριό. Τώρα ονομάζεται Κόρωνος και Φιλώτι είναι όνομα άλλου χωριού). Από πα τς ήβγαλεν η Παναγία. Και στον ύπνο dου να θωρή κανείς έτσ’ ασκημοϋναίκες, αγριοϋναίκες είν’ αρρώστιες και θάρθουνε μέσ’ στο χωριό. Αλλά πολλοί τσοι θωρούνε στο ξύπνος των. Χίλιοι όρκοι μας έχει καμωμένοι η συχωρεμένη η γριά Μαριώ, πως τόχει ευτό ιά δε που σας είπα με τα μάθια τζη θωρισμένο. 

Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1930)
Thumbnail

Ένα ζώ το πιο καλοβύζικο ηρχουdάνε κάθα μέρα αρμεμένο στο μαζωμό μας. – Βρέ ποιος το πκιάνει το ζώ και το κωλοβυζαίνει; εφώναζεν αρχιβοσκός (Εώ ήμου gοπέλλι, λέγει ο αφηγούμενος, κι εκακοβάνασιν οι βοσκοί πως το κωλοβυζαίνω ‘ώ (εγώ).Εώ λοιπό ήμουν αθώος). Μιάν ημέρα του παρακαθίζει ο κουνιάδος μου και πάει στα προβόλια που Μπρούλη από πίσω στα μακορράχιδα μες dο κορφάκι και βρίσκει το ζώ κι ήκλανε. Πάει το λοιπό απάνω στο γκρεμνάρι σε μιάν αραμάδα (σχισμή) και σταματά το ζώ και στρέφει ένας λαφκιάτης(= φίδι) μές την αραμάδα (το ’χε μαεμένο ο λαφκιάτης). Την άλλην ημέρα πάει ο κουνιάδος μου πριχού πάη. Το ζώ, με το τουφέκι, και παρακαθίζει του λαφκάτη κι αρχινά και κλαίει σα dο ζώ. Μπροβαίνει ο λαφκάτης και δώνει του ο βοσκός μια dουφέκια και τόνε κάνει σκονόβολο. Σε μια στιμής πάει το ζώ να υρέψη το λαφκιάτη, αρχινά τσι φωνές να ‘βγη ο λαφκιάτης μα ήτονε αργά. Ο λαφκιάτης δε βγαίνει και σκατό ζώ ‘τατί το ’χε μαεμένο. (αμερμένο = αμελγμένο, μαζωμό = στάνη, εκακοβάνασιν = υποπτεύοντο, παρακαθίζει = παραμονεύει, κουνιάδος = γαμbρός, προβόλια = χωράφια, γκρεμνάρι = κρημνός, βράχος, σκονόβολο = τον κάνει κομματάκια, σκόνη) 

Οικονομίδης, Δημήτριος (1934)
Thumbnail

Όdεν ήπλασεν ο θεός τον Αδάμ και την Εύα ήτονε μες στο bαράδεισο μαζί με τα’άλλα δεdρά καμιά gαρυδιά. Ο Θεός των είπε πως απ’όλα τα φρουτκά να τρώνε και μόνου απού τα καρύδια εκείνα να μη φάσι. Αλλά η Εύα, που δεν είχε χορτασμό dου χορτασμού επάαινε κάθα μέρα απού κάτ’α’τη gαρυδιά, την εξάνοιε κι ελιμπίζουdανε τα καρύδια τζη. Μιαν ημέρα πο διάηκε, ήτονε απάνω στη gαρζυδιά μια μαιμού κι ήτρωε καρύδια και ‘υρίζει η μαιμού και λέει τσ’ Εύας μα φάη ‘α τη gαρυδιά που ‘ναι το καλύτερο πωρικό. Ο dέν ήκοψεν όμως ένα gαρύδι και το ‘φαε ήννοιωσε μια φαούρα σ’όλο τζη το κορμί. Ο Αδάμ σαν είδε dην Εύα να ξέταν δεν επάαινε κοdά τζη γιατί εφοβήθηκε, μα κείνη σα ‘υναίκα του ‘τονε με τη bονηριά τζη εκατάφερα τα gαμένο τον Αδάμ κι εδιάηκε κι έκοψι κι εκείνος καρύδι, την ώρα όμως, που το’χε βαλομένο μες στο στόμα dου εκατέβηκεν άγγελος Κυρίου και του φωνάζει –Αδάμ, Αδάμ είdα ‘ναι αυτό bου κάνεις; Εκείνος επειδής εφοβήθηκε την οργή dου θεού εδιάηκε να καταπκιή μιάνι-μάνι το καρύδι κι επειδής ήτονε στενόλαιμος ήκατσεν επά ‘ια-ε στο λαιμό dου κι από στότες σ’εκείνο dο μέρος έχουν όλοι οι άdρες ένα γαρύδι. Ύστερα που τσι ‘διώξεν ο θεός ‘α το bαράδεισο ‘υρίζει ο θεός και κάνει τα’ Εύας –Πάαινε κι αν έχη χορτασμό η θάλλασα το κύμα να ‘χη κι η ‘υναίκα τον άdρα (φάσι=φάγουν, εξάοινε=εκοίταζε, ελιμπίζουdανε=επεθύμει πολύ, gαμένο=καημένο, μάνι-μάνι=γρήγορα, ‘ια-ε=εδώ δα) 

Οικονομίδης, Δημήτριος (1934)
Thumbnail

Καλές κιουράδες (οι Νεράιδες) 

Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1930)
Thumbnail

Τα παιδιά που θα γεννηθούν τη νύχτα που ξημερώνουν τα Χριστούγεννα ή και την ημέρα των Χριστουγέννων (ιδίως τα μεσάνυχτα ως τον τελειωμό της λειτουργίας)τα λέμε καλικατζάροι. Η καλικατζάρα, η καλικατζαρίνα=τα θηλυκά που γεννιούνται την παραμονή των Χριστουγέννων. Είναι μια οικογένεια που ως φαίνεται, κάποιος παππούς τους είχε γεννηθεί τη νύχτα εκείνη και βρίζουν θηλυκούς και αρσενικούς έτσι (δηλ.καλικατζάρους)και μπορούν να σκοτώσουν άνθρωπο για να τους υβρίσουν. Και να γεννηθή κανένα παιδί δεν το μαρτυρούνε για να μην το βρίζουν τ'άλλα παιδιά. 

Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1928)
Thumbnail

Η καλή gιούρα: η νεράϊδα, η διαβόλισσα. Το καλοκιουραδάκι: το διαβολάκι. (λέγεται και για τα παιδιά). 

Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1926)
  • «
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
  • . . .
  • 5
  • »

Browse

All of the Digital RepositoryArchive & CollectionsPlace recordedBy Time RecordedAuthorsLemmaLegend classification (acc. Politis)Source indexTitlesThis ArchivePlace recordedBy Time RecordedAuthorsLemmaLegend classification (acc. Politis)Source indexTitles

My Account

Login

Discover

Type
Παραδόσεις (49)
CollectorΟικονομίδης, Δημήτριος (27)Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (22)Place recorded
Νάξος, Απείρανθος (49)
Time recorded1934 (27)1931 (2)1930 (4)1928 (9)1926 (2)1925 (5)
Contact Us | Send Feedback
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.