Το καρύδι του λαιμού
Όdεν ήπλασεν ο θεός τον Αδάμ και την Εύα ήτονε μες στο bαράδεισο μαζί με τα’άλλα δεdρά καμιά gαρυδιά. Ο Θεός των είπε πως απ’όλα τα φρουτκά να τρώνε και μόνου απού τα καρύδια εκείνα να μη φάσι. Αλλά η Εύα, που δεν είχε χορτασμό dου χορτασμού επάαινε κάθα μέρα απού κάτ’α’τη gαρυδιά, την εξάνοιε κι ελιμπίζουdανε τα καρύδια τζη. Μιαν ημέρα πο διάηκε, ήτονε απάνω στη gαρζυδιά μια μαιμού κι ήτρωε καρύδια και ‘υρίζει η μαιμού και λέει τσ’ Εύας μα φάη ‘α τη gαρυδιά που ‘ναι το καλύτερο πωρικό. Ο dέν ήκοψεν όμως ένα gαρύδι και το ‘φαε ήννοιωσε μια φαούρα σ’όλο τζη το κορμί. Ο Αδάμ σαν είδε dην Εύα να ξέταν δεν επάαινε κοdά τζη γιατί εφοβήθηκε, μα κείνη σα ‘υναίκα του ‘τονε με τη bονηριά τζη εκατάφερα τα gαμένο τον Αδάμ κι εδιάηκε κι έκοψι κι εκείνος καρύδι, την ώρα όμως, που το’χε βαλομένο μες στο στόμα dου εκατέβηκεν άγγελος Κυρίου και του φωνάζει –Αδάμ, Αδάμ είdα ‘ναι αυτό bου κάνεις; Εκείνος επειδής εφοβήθηκε την οργή dου θεού εδιάηκε να καταπκιή μιάνι-μάνι το καρύδι κι επειδής ήτονε στενόλαιμος ήκατσεν επά ‘ια-ε στο λαιμό dου κι από στότες σ’εκείνο dο μέρος έχουν όλοι οι άdρες ένα γαρύδι. Ύστερα που τσι ‘διώξεν ο θεός ‘α το bαράδεισο ‘υρίζει ο θεός και κάνει τα’ Εύας –Πάαινε κι αν έχη χορτασμό η θάλλασα το κύμα να ‘χη κι η ‘υναίκα τον άdρα (φάσι=φάγουν, εξάοινε=εκοίταζε, ελιμπίζουdανε=επεθύμει πολύ, gαμένο=καημένο, μάνι-μάνι=γρήγορα, ‘ια-ε=εδώ δα)
Place recorded
Νάξος, ΑπείρανθοςRecording year
1934Source
Λ. Α. αρ. 1609, σελ. 8, Δ. Οικονομίδης, Απείρανθος Νάξου, 1934Collector
Source index and type
1609, Αρχείο χειρογράφωνItem type
ΠαραδόσειςTEXT