Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Άκογλους, Ξενοφών Κ."
-
Εποίκεν την κοσσάραν “ξη” κ' επήρεν-άτην από καρδίας
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Λέγεται ειρωνικά για υπερευαίσθητες που κουράζονται με το παραμικρό -
Εσέν κορτσόπον λέγ' – ατο, κ' εσύ νυφόπον άκ'σον
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Σ' εσένα κοριτσάκι το λέγω, κ' εσύ νυφούλα άκουσε. Σε περίπτωση που θέλει να κάνει κανείς υποδείξεις ή παρατηρήσεις έμμεσες, σε τρόπο ώστε να μη κακοφανούν σ' εκείνον που τον αφορούν -
Εσεν τ΄ απόθαμαν λίγωμαν έρται – σε
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Εσενα ο θάνατος λίγοθυμία σου φαίνεται -
Εσύ αν είσαι αλεπού, εγώ πα είμαι τ' ουράδι σ'
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Εσύ αν είσαι η αλεπού, κ' εγώ είμαι η ουρά σου -
Εσύ είσαι το χοντρόν τη κοσσάρας τ' ωβόν
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Η ίδια μεταφορική σημασία με την παραπάνω -
Ετελέθαν τα παράες, ετελέθεν κ' η προτεστανία
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Τελείωσαν τα χρήματα, τελείωσε κι' ο προτεσταντισμός -
Εύρεν το τσιλέρ ο κώλον σ' οβούδι το κρέας μαχανάν
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Βρήκε ο κώλος, που όλο κ' έχει διάρροια, στο βοδινό κρέας πρόφαση. Ειρωνικά σε κείνους που προσπαθούν να δικαιολογήσουν τις αποτυχίες, τα δυστυχήματα, η την κακομοιριά τους, με προφάσεις ανάξιες λόγου, ενώ φταίν οι ίδιοι -
Εφτά ποπάδες κι' αγιάζ'ν ατόν
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Εφτά παπάδες δεν τον αγιάζουν. Πολύ αμαρτωλός -
Ζαρωτά κάθ' κα καί ορθά κρίσον
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Στραβά κάτσε μα ορθά κρίνε. Κρίνε δίκαια, όσο κι' αν αυτό νάναι αντίθετο με τα συμφέροντά σου, ή να λυπήσει και να ζημιώσει συγγενείς και φίλους σου