Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Άκογλους, Ξενοφών Κ."
-
Εκορδυλάγαν τα μαλλία σο κιφάλ'ν ατ'ς
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Μπερδεύτηκαν τα μαλλιά στο κεφάλι της -
Ελάδ' αν εν' ανοίεται, νερόν αν εν' στεγνούται
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Για φήμη ανεξακρίβωτη που αν είν' αληθινή θα επικρατήσει κι' αν όχι θα σβύσει -
Ενεννήντ' εννέα κι' άλλ' έναν εκατόν
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Λέγεται μέ κάποια αποφασιστική χειρονομία γιά νέα θυσία στήν οποία υποβάλλεται κανείς ύστερα από πολλές άλλες, ή καί συγαταβατικά γιά ανοχή καί συγχώρηση καινούριου λάθους ή σφάλματος ή στραπάτσου ανοικονόμητου ανθρώπου. ... -
Εντόκα το σήν τραμπούκα σ'
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Σού την έφερα, ή σ' εκδικήθηκα. Η έκφραση συνοδεύεται και με χειρονομία, κατά την οποία η δεξιά παλάμη χτυπάει ζωηρά πάνω στήν αριστερή γροθιά -
Εξ' ο ήλον χαραδοξία κι' απέσ' η νύφε κλαν
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Ερμηνεία: Λέγεται σαρκαστικά για κείνους που κλείνονται στο σπίτι και γενικά αποφεύγουν τους περιπάτους και τις εξοχές. Ένδειξη ότι λάτρευαν και προπαγάνδιζαν έτσι τη ζωή του υπαίθρου -
Εξ' – απέσ' – κέλ ιτσερί!
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Ερμηνεία: Έξω – μέσα, έλα μέσα! Λέγεται σαρκαστικά για εκείνους που είναι ανακόλουθοι στις ιδέες τους και στις πράξεις τους -
Επήρεν άψιμον η τεπέ – τ
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Ερμηνεία: Πήρε φωτιά η κορφή του. Θύμωσε ή ταράχτηκε κι' έγινε άνω κάτω -
Εποίκα την κοιλία μ' καρύδ'
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Έκανα την κοιλιά μου καρύδι|Την πατίκωσα γεναία -
Εποίκα την κοιλία μ' λιθάρ'
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Έκανα την κοιλιά μου πέτρα|Την πατίκωσα γεναία -
Εποίκεν ο κυρ' (ή η μάννα) κ' ηύρεν το παιδίν
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Αναλογο με το: Αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα