Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Μανασσείδης, Συμεών Α."
-
Τσαγκάρης ξυπόλυτος και ράπτης ξεσχισμένος
Μανασσείδης, Συμεών Α. (1917)Ερμηνεία: Δια τους έχοντας πλεονέκτημα τι και αμελούντας αυτους. -
Τσακίζω το κεφάλι μου για να το εύρω
Μανασσείδης, Συμεών Α. (1906) -
(Τώρα) πάτησες πα 'ς την πίττα
Μανασσείδης, Συμεών Α. (1917)Ερμηνεία: Προς τον προτείναντα ακατόρθωτον τι ή ειπόντα ασυμβίβαστον -
Ύπαγε οπίσω μου Σατανα
Μανασσείδης, Συμεών Α. (1906) -
Φαρσί = Μυθώδης πτερωτός ίππος.
Μανασσείδης, Συμεών Α. (1882) -
Φέρνω εις θεογνωσίαν
Μανασσείδης, Συμεών Α. (1906) -
Φόνοις πήγαινες να τα μάθης, εγώ γύριζα
Μανασσείδης, Συμεών Α. (1906)Δηλαδή από το διδασκαλείου. Σημείωση. φόνοις=όταν -
Φωνή λαού φωνή Θεού
Μανασσείδης, Συμεών Α. (1906)Ερμηνεία: Μη παρορήν τα παράπονα και την αίτησιν του λαού -
Χαρά χαρά πανδρεύγομαι κ' αλί 'ς τον που με παίρνει
Μανασσείδης, Συμεών Α. (1882) -
Χαρά χαρά πανδρεύγομαι και αλλοί στον που με παίρνει
Μανασσείδης, Συμεών Α. (1882) -
Χαρόντισσα= ''η υποτιθεμένη γυνή του Χάρου.(Βλ. Ε,Φ,Σ,Η' 425, αρ. 8, σελ. 3)
Μανασσείδης, Συμεών Α. (1880) -
Χώνει παντού τη μύτη του
Μανασσείδης, Συμεών Α. (1906)