Browsing by Collector "Φαρμακίδης, Ξενοφών Π."
Now showing items 1-20 of 155
-
Άθθρωπος αθθρώπου μοιάζει
Φαρμακίδης, Ξενοφών Π. -
Άλλα λυαρκίζει αλουπού τζ' άλλα κάμν ο βούναρης
Φαρμακίδης, Ξενοφών Π. (1918)Ισοδυναμεί με το άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων, άλλα δέ κύριος κελεύει. Σακ. τ. 2 6. 284 πρμ 221. Βούναρης = ο κατασκευάζων μυλωτας -
Άνταν έτρωες τηζ γρούταν σήαν τα θθυμάσνι τούτα
Φαρμακίδης, Ξενοφών Π. (1918) -
Αγάπα με θεοτικά να σ' αγαπώ μελένα
Φαρμακίδης, Ξενοφών Π.Σημ. Θεοτικά= ασφαλώς εξ άπαντος με βεβαιότητα θεϊκών, να είσαι βέβαιος, ως να σου υπόσχεται ο Θεός -
Αλλοιά στούν αντρειουμένουν σα τουν ηπιάσνι δυό σπασμέν'
Φαρμακίδης, Ξενοφών Π. (1912) -
Αμμά χαρκούνται πώς εγιώνι είμαι η συτζά τούς;
Φαρμακίδης, Ξενοφών Π.Μετάφρ.: καθένας ή κάθε μιά πού ορμούνε επάνω του όλοι μέ λόγια, βρισιές, ειρωνείες ή γιά ν' αποσπάσουν καμμιά ωφέλεια λέγεται συτζά -
Αμμά χαρκούνται πώς εγώ είμαι η συτζά τούς;
Φαρμακίδης, Ξενοφών Π.Μετάφρ.: καθένας ή κάθε μιά πού ορμούνε επάνω του όλοι μέ λόγια, βρισιές, ειρωνείες ή γιά ν' αποσπάσουν καμμιά ωφέλεια λέγεται συτζά -
Απελπισμένος κάτερκον εις αγαθόλ λιμιόνα
Φαρμακίδης, Ξενοφών Π.Εις της παρ' αξίαν περιφρονημένης ή διωκομένης, οίτινες πάντοτε ανηψούνται -
Από 'σ' αμπέλια βάλλ' αρκάτες τζ'αι καράβκια καλαφάτες
Φαρμακίδης, Ξενοφών Π. (1918)Καλαφάτης= ο υπηρέτης πλοίου ή ναύτης ή ναυπηγός -
Απορπισμένο κάτερκον εις αγαθόλ' λιμιόναν
Φαρμακίδης, Ξενοφών Π. (1917)Κάτερκον = απηλπισμένον κάτεργον, πλοίον άλλοτε εν χρήση η λέξις. Επί των αδίκως διωκουμένων, οίτινες εν τέλει παρηγορούνται -
Απου σημαδκιασμένον άθθρωπον είντα χ χαΐριγ καρτεράς
Φαρμακίδης, Ξενοφών Π.Σημαδκιασμένον = ο μονόφθαλμος, αλλά κ' ο άλλως ελαττωματική -
Ας με κράζουοι – σ – σπασίναν τσ' ας λαμπάζω που τημ πείναν
Φαρμακίδης, Ξενοφών Π.Λαμπάζω = εξίσταμαι, μένω ενεός -
Βά(δ)ωσε τσαι μαντάλωσε τσ όποθθεθ θέλεις έμπα
Φαρμακίδης, Ξενοφών Π. -
Βά(δ)ωσε τσαι στάγκωσε τσ' όποθθε – θ – θέλεις έμπα
Φαρμακίδης, Ξενοφών Π.