Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Ρωμαίος, Κωνσταντίνος Α."
-
Σάββατο μπάινουν τα σάβανα στη γης
Ρωμαίος, Κωνσταντίνος Α. (1920) -
Σαν τη γελάδα στο μαχτό
Ρωμαίος, Κωνσταντίνος Α. (1920)Μαχτός, ο = Τόπος όπου η τροφή (η φάγνα) των ζώων. Επί ευπαθούντων και κρυφώντων -
Σαν το γουρούνι που το πάνε στο μαχτό κι εκείνο πάει στο σκατό
Ρωμαίος, Κωνσταντίνος Α. (1920)Σημ.: Μαχτός είναι ο τόπος όπου βρίσκεται η τροφή των ζώων. -
Στάθηκε και μου είπε ο,τι σούρνει η σκούπα, το φταπόμπι
Ρωμαίος, Κωνσταντίνος Α. (1920) -
Τ' αρνί οχ το πόδι
Ρωμαίος, Κωνσταντίνος Α. (1920)Ερμηνεία: Περίφρασις δηλούσα την επίμονον άρνησιν του ελεγχόμενου ενόχου. “Ρε Θοδωρή, του λέω, εσύ δεν ήρθες και μου γύρευγες το ξυνιάρι; Τ' αρνί οχ το πόδι ο Θόδωρος” = τ' αρνεώτανε δηλαδή. Είναι φανερό ότι εις τον ... -
Τ' έκαναν του αλατιού
Ρωμαίος, Κωνσταντίνος Α. (1920)Τον εχτύπησαν τόσον, ώστε να είναι ανάγκη να εντριφθεί αλάτι στας πληγάς του -
Τα πααίνει αυλάκι
Ρωμαίος, Κωνσταντίνος Α. (1920) -
Τα περνάει ούλ' από τη λαίμη
Ρωμαίος, Κωνσταντίνος Α. (1920) -
Της αδικιάς το γέννημα σε ποντισμένο μύλο
Ρωμαίος, Κωνσταντίνος Α. (1920) -
Τί σε 'βαλα χαβελέ στο κεφάλι μου;
Ρωμαίος, Κωνσταντίνος Α. (1920)Χαβελές = απαστρίλα, σαβούρα, αρμακάς λιθάρια -
Το 'καμε γυαλί το γρέκι
Ρωμαίος, Κωνσταντίνος Α. (1920)Ξαστεριά : το κατέστρεψε. Τι κάνεις ; - γυαλί το γρέκι πάει να ειπή καθηστό. Γρέκι, το . Οι σκηνίτες, οι βλάχοι λένε έτσι την καλύβα τους. -
Το δέντρο (ο φίλος)
Ρωμαίος, Κωνσταντίνος Α. (1920)Ερμηνεία: Αντί του δεν το πήρα, δεν το είδα, δεν το καταλαβαίνω.(Παραπλήσια φράσις: τ' αρνί οχ το πόδι)