Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Μαρινάτος, Σπ."
-
Δάχτυλό μου, βρομείς δεν βρομείς πάντα δικό μου είσαι
Μαρινάτος, Σπ. -
Δάχτυλό μου, βρωμείς δεν βρωμείς πάντα δικό μου είσαι
Μαρινάτος, Σπ. (1918)Ερμηνεία: Τα ημέτερα πάντοτε ημέτερά είσι είτε καλά είτε κακά είναι ταύτα -
Δανείσου καλοπλέρωσε και πάλι γύρι έπαρε
Μαρινάτος, Σπ. -
Δέκα μέτρα κ' ένα κόβε
Μαρινάτος, Σπ. -
Δείρε το γκαλόνε να γένη καλύτερος, δείρε το γκακόνε να γένη χειρότερος
Μαρινάτος, Σπ. (1918) -
Δεν εγέρασα από χρόνους παρά εγέρασ' από πόνους
Μαρινάτος, Σπ. -
Δεν εδιάβηκα από σκύλους και εγιόμισα τσιμπούρια
Μαρινάτος, Σπ. -
Δεν το έχω πως πεθαίνω παρά όσο πάω μαθαίνω
Μαρινάτος, Σπ. -
Δίνω τουν εμματιών μου
Μαρινάτος, Σπ. (1918)Ερμηνεία: Σημαίνει να φύγω και να πάω όπου – όπου, όπου με βγάλη ο δρόμος -
Διάολος πορφυράτος
Μαρινάτος, Σπ. (1918)Ερμηνεία: Πάς ανήσυχος, ζωηρός, φίλερις, καυγατζής καλείται διάολος πορφυράτος -
Διαολομάζωχτα – διαολοσκόρπιστα
Μαρινάτος, Σπ. (1918)Ερμηνεία: Ούτως επί το αγροικότερον το επίσης εκ της Γραφής φερόμενον: Τα κακώς συναζόμενα εις κακάς αποθήκας -
Διαολομαζώματα – ανεμοσκορπίσματα
Μαρινάτος, Σπ. (1918)Ερμηνεία. Συνώνυμον τω της Γραφής: Τα κακώς συναζόμενα εις κακάς αποθήκας -
Δόσε πλούτη, δόσε γνώσι
Μαρινάτος, Σπ. -
Δουλειές με φούντες
Μαρινάτος, Σπ. (1918)Ερμηνεία: Πάσα εργασία μεγάλη, πολυμερής, περιπεπλεγμένη καλείται δουλειά με φούντες. Φούντα = θύσανος -
Δώδεκα Μονοπωλάδες δέκα τέσσαρες κουβέντες
Μαρινάτος, Σπ. (1918)Ερμηνεία: Επί ασυμφωνίας των πολλών, οίτινες, όσοι αν ώσι τοσαύτας έχουσι γνώμας