Ο μελίdακας κι ο τζίτζικας κ’η ροιά(=η ρογιά, αράχνη) είν’αδέρφια. Πέθανενε η μάνα dωνε. Ήφυενε ο μελίdακας κ’επήενε στο τζίτζικα λέει : απέθανενε η μάννα μας και θα πάμενε ν’α τη κηδέψωμενε. Δε μπορώ,λέει,να ρθω ιατί έχω τα παιχνίδια μου κορδισμένα και δε bορώ να τα παρατήσω.Υστερνά ‘πήενε στη ροιά. Λέει :δε παρατώ τα πανιά μου που ‘φαίνω. Επήεν ο μελίdακας μονάχος και την ήθαψενε.Όdεν εκρύωσενε ο καιρός κ’ήβρεξενε επήεν ο τζίτζικας στου μελίdακα και το ‘ζήτανε θροφές να ζήση.Και του λέει :όdεν εχλιού κ’εχόρευγες το Πρωτοούλη μήνα τώρα αχλιώ και χόρευγε να σου περνά η πείνα. Επήε κ’η ροιά δε τζ’ήδωσεν τίποτα και εποκάμαν’(=απέθανον)τσί δυό. Ο μελίdακας ‘έ’ψοφά ποτε.
Τόπος Καταγραφής
Νάξος, ΦιλώτιΧρόνος καταγραφής
1959Πηγή
Λ. Α. αρ. 2303, σελ. 100, Στεφ. Ημέλλου, Νάξος, (Φιλώτιον), 1959Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
2303, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT