Εναλλαγή πλοήγησης
Ελληνικά
English
Ελληνικά
Ελληνικά
English
Σύνδεση
Εναλλαγή πλοήγησης
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
DSpace at KEEL: Πρόσφατες εγγραφές
Αποτελέσματα 6201-6220 από 142579
Μια φορά εκυνηγούσανε το χταπόδι ;φωνάζει λοιπόν στη μάννα του : -Μάννα,με κυνηγάνε να με πιάσουνε! –Μη φοβάσαι,δε μπορούνε να σου κάμουν τίποτα. –Μάννα,με καμακίσανε! –Μη φοβάσαι,παιδί μου,δεν πεθαίνεις. –Μάννα με πιάσανε και με κοπανίζουνε! –Μη φοβάσαι! –Με γουλίζουνε. –Μη φοβάσαι! – Με βάνουνε στη φωτιά να με ψήσουνε. –Μη φοβάσαι! –Με βάνουνε στο ξύδι. –Άχ λέει, τώρα σ’έχασα,παιδί μου! (ξύδι=στο...
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1958
)
Μακαρίτης. Κατά τινα παράδοσιν χοίρος τις σκάπτων εν τη αυλή ανεύρεν αρχαίον τινα τάφον, ενώ ο κυριος του ανεκάλυψε μέγαν θησαυρόν. Ευγνωμονών ο κύριος του δεν έσφαξεν αυτόν, αλλά τον αφήκε να αποθάνη θάνατον φυσικόν. Μετά τον θάνατον του χοίρου ο κύριος μετέβη εις τον ιερέα του χωρίου και παρεκάλει τούτον να θάψη τον χοίρον. ‘’Ποττέ γυιέ μου’’ απαντά ο ιερεύς να χάψουμεν τον σhοίρον ; Εν’ αμαρτία....
Νικολαΐδης, Αναστάσιος
(
1923
)
Η Γριβούλα
Είναι πτηνόν ωδικόν κατά τι μεγαλύτερον από τον σπίνον,κοινώς τσόνον.Έχει χρώμα σταχτί και επι της κεφαλής του λοφίον-κατσούλα, εξ ού και κατσιλέρα. Είναι της αυτής οικογενείας με την σιταρ’ιθρα,γαλιάντρα και τον κορυδαλό.Κατά την άνοιξιν,οπότε έχει- ως και όλα τα άλλα πουλάκια-τους έρωτας του,ακούεται το γλυκύμολπο και παραπονιάρικο λάλημά της λίαν ευκρινώς,λές και είναι ανθρώπινη φωνή! –Γρίβα-Γρίβα-Γρίβα-Γρίβα!...
Σταυρόπουλος, Κωνσταντίνος
(
1953
)
Το βόδι και το αρνί είναι ευλογημένα γιατί ετρέξανε κ'εχώσανε(=έκρυψαν)το Χριστό όdαν τον εκυνηγούσανε οι Οβραίοι.Το κατσί άμα τον είδε έτρεξε και τον εφανέρωσε και γιαυτό το κατσί είναι του πειρασμού.
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1959
)
Ο γάδαρος, λέει,είπενε όποιος καβαλλικέψη απάνω ντου όπου πέτρες,όπου αγκύλια,όπου κόντρες να είναι 'ς τη ράχι ντου να κόβουν τα καβαλλάρη.Και πράγματις άμα πέση κανείς απο γάδαρο αδύνατο να μη φτάση και άμμο να 'ναι.Το άλογο πάλι είπε να είναι μαλακά 'ς τη πλάτη ντου να καβαλλικεύη ο καβαλλάρης να μη τόνε κόβγη τίποτα,κι άμα πέση να μη χτυπά. (φτάση=κτυπήση)
Ήμελλος, Στέφανος Δ.
(
1960
)
Ο Λαγός με το γάτη είναι κουμπάροι και πάνε και τρώνε μαζί.Κ'εκεί που τρώνε τον πνίγει τον λαγό και τον τρώει.
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1960
)
Το Χριστόψαρο είναι ένα ψάρι,που το 'πιασε ο Χριστός με τα χέρια του και φαίνονται τ'αποτυπώματα.Ακολουθούσε ο Χριστός τους διχτολόγους κι επήρε αυτό το ψάρι στα χέρια του να το δή.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1960
)
Φασκιωμένο
Μια Γενεσιώτισα γέννησε ένα τέρας, που είχε τρία μάτια, σώμα τριχωτό και μικρή ουρά. Το τέρας έσκουζε-γρύλλιζε σαν γουρουνάκι. Η καυμένη η γυναίκα ταραγμένη φάσκιωσε το μικρό, βγήκε έξω απ’το χωριό και τ’άφησε στα χωράφια. Την άλλη μέρα σπρωγμένη απ’την περιέργεια πήγε στο μέρος που το άφησε, να ιδεί τι απόγεινε το φασκιωμένο. Μα το μικρό δεν είταν εκεί. Λένε ότισ τς μέρος αυτό, ακούγονται γρυλλίσματα...
Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ.
(
1948
)
Τα πρόβατα κ'οι ζούλες
Επειδή το πρόβατο άμα βρέχη μένει μέσ’στη βροχή και δεν το νοιάζει, έχουνε να πούνε πως μένει μέσ’στη βροχή,επιδή νομίζει πως ο Χριστός είν’ ακόμα από κάτω dου και τονε κρύβει. Γιατί όdαν εκυνηγούσα dο Χριστό επέρασε από κάτω από το πρόβατο και όdεν το αρωτήσανε οι Εβραίοι,αν τον είδε,εχαμήλωσε που ‘νόμιζε πως είν’ από κάτω dου να τόνε σκεπάση με τα μαλλιά dου. Ενώ η ζούλα όdε την αρωτήσανε όχι μονάχα...
Ήμελλος, Στέφανος Δ.
(
1959
)
Ο λαγός κι ο Νώες
Όντεν ήθελα γενή ο Κατακλυσμός έκαμεν ο Νώες την Κιβωτό κι ως καθώς του παράγγειλεν ο Θεός μάζωξεν από όλα τα ζούμπερα του κόσμου ένα ζευγάρι θηλυκό κι αρσενικό και τάβαλεν στη Κιβωτό να τα γλυτώση. Τάχεν μαζωμένα και μόνον λαγό δεν είχεν ακόμη.Μια στιγμή έπιασεν ένα κι’εγύρευγεν το ταίριν του,μα που ναυρή.Η ώρα περνά, σε λίγο θ’αρχίση ο κατακλυσμός! Τότες ο Νώες τρέχει να κλείση την κιβωτό βαστώντας...
Άγνωστος συλλογέας
(
1926
)
Επήεν ένας ποdικός απάνω στη Αγία τράπεζα κ'επολέμανε να ανοίξη το δισκοπότηρο,να το ξεσκεπάση. Εκεί επήεν ένας γάτης και τον ήρπαξενε και γι'αυτό ο γάτης είναι ευλοημένος ενώ ο πodικός καταραμένος.
Ήμελλος, Στέφανος Δ.
(
1959
)
Πως ίνκι του πουλί η γκουργκούχτα
Μια φορά κ’έναν κιρό είχι μια μαστόρσα πρισσό χιγιανέτα κι χαμνή. Σ’αυτήν τη μαστόρσα δούλιβ’ένα μικρό κουρίτσ’μαθητρούδ’.Κατά λαχού του μαθητρούδ’ έχασ’ μια θηλειά μιτάξ’. Ίνκι του θάμμα πιά γι αυτό του μιτάξ’. Η μαστόρσα πέρασ’ του κουριτσ’ απ’ του σκυλιού τον gώλο. Του μάλλωσ’ πισρό, κι είπι του κουρίτσ’. Άφσε μι να παένου στου τσαρσί κι θα σ’ αγουράσου του μετάξ’ που έχασα. Πάϊσι, αγόρασ’ μι αθηλιά...
Στεφανίδης, Κ.
Ο κορκόδειλας
Εζήτησεν ο κροκόδειλας να σαρταίνη και να δαγκώνη τον καβαλλάρη και να πέφτη κάτω απο το άλογο.Και του είπεν ο Χριστός ν'ακούη τα βήματα τ'ανθρώπου και να σκίζη τη γής να μπαίνη μέσα. (σαρταίνη=να πηδά)
Ήμελλος, Στέφανος Δ.
(
1959
)
Το gάνισμα του γαδάρου.
Του γαδάρου λέει είπαν πως 'ψόφησαν όλες οι γαδάρες κ'ήσχισενε να gανίζη.Κανένας πια του 'πε,σώπα,λέει καμένε,μα 'πόνεινενε μια για σένα.Κι άρχεψενε να κάνη α,α,α.Απο τότες ο γάδαρος άμα gανίζη στην αρχή κάνει gα,gα,gα,ύστερα όμως α,α,α,απ'τη χαρά doy.
Ήμελλος, Στέφανος Δ.
(
1959
)
Οι χρουσοφλίδες πλακώσανε να κάψουνε την Παναγία κ'επρολάβαν' οι βαρθακοί κ'έσβησαν τη φωθιά κ'εσώθηκεν' η Παναγία και των ευκήστηκενε να 'ναι μέσ'στο νερό και ποτές να μη πνίουdαινε. Δίχωρ το νερό αυτόρ δε ζή. (χρυσοφλίδες=σαύραι, βαρθάκοι=βάτραχοι, πνίουdαινε=πνίγονται)
Ήμελλος, Στέφανος Δ.
(
1959
)
Η νυχτερίδα
Κατ’αρχάς η νυχτερίδα ήταν ένα όμοφο και περήφανο ποντίκι. Μπήκε σε μιαν εκκλησία και άρπαξε απ’το δίσκο ένα αντίδορο και το έφαγε. Τότε ο Θεός, για να τιμωρίση το άπληστο και υπερήφανο ποντίκι για την κακή πράξιν, του έδωσε μεν φτερά να πετά, του πήρε όμως το φώς της ημέρας και του το άφησε μόνον την νύκτα. Δι’ αυτό και τάλλα ποντίκια, επειδή ξέρουν την ιστορίαν αυτήν φοβούνται να πιάσουν και αυτά...
Άγνωστος συλλογέας
Ο κόρακας
Η μάννα του κόρακα κοιλιοπονούσε και του λέει :πήγαινε,παιδί μου να φέρης τη μαμμή.Αυτός ήφυε κ’ευρήκε ψόφιο κ’εμπήχτηκε στο φαεί.Τη μάννα του δυναμώνα οι πόνοι της.Απερπίστηκε κ’είχενε μια μέλισσα παιδί της και της λέει η μέλισσα.’’Πές μου,μάννα,που να πάω.Λέει της η μάννα.Να πάς στο τάδε σπίτι που’χει ένα μαγαζί και πουλεί πράματα. Έτρεξε η μέλισσα και πάει. Ήρτε η μαμμή.Λέει της η μάννα.-Κόρη μου,να’χης...
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1958
)
Η γαδάρα
Μια φορά όλα τα ζώα τ'ανεβάσαν' απάνω σ'ένα πύργο κ'εβάλανε τα παιδιά dωνε από κάτω και μόνο η γαδάρα επήε gάτω(= έπεσε κάτω) για το παιδί τζη. Και πραγματικώς η γαδάρα το παιδί τζη τ'αγαπά καλύτερα απ'όλα τα άλλα ζώα.
Ήμελλος, Στέφανος Δ.
(
1959
)
Μια φορά κ'έναν καιρό ήταν τρίγι' αδέρφια και πιάστ'καν τ'αδέρφια τα τρία και χωρίσανε. Είχανε τρία άλογα.Τα καταράστηκε ο πατέρας τους και τς είπε να γκιζεράτε στς ερημιές.Και αυτά τα 'πκιακ' η κατάρα του πατέρα και γίν'καν πουλιά στα λόγγα και φωνάζουνε ''Γιώργο Γιώργο''το 'βρες τ'άλογο. - Του 'βρα την ουρά,είπε ο μικρότερος στο μεγαλύτερο,ψήστη και φάτη και δός μου λίγο και μένα του είπε ο μεγ...
Οικονομίδης, Δημήτριος Β.
(
1958
)
Μια μάννα είχει τρείς κόρες,τα’ είχεν αρρωστήσει.Εκάλεσε λοιπό τη bρώτη κόρη να πάη για να τη περιποιηθή. Αλλ’αυτή έφαινε τσαί είπε πως δε bορώ να πάω, άς πάη η άλλη. Η μάννα τζη τση καταράσθη να ‘φαίνη τσαί να μη ξεφαίνη ποτέ τα’έγινεν η αράχνη.Ειδοποιά τη δεύτερη. Αυτή πάλι εζύμωνε τσαί δε ‘bορούσε να πάη. Τότε της καταράσθη η μάννα να σηκώνη τη σκάφη σε όλη τη ζήσι στη bλάτη, τσ’ έγινεν η χελώνα....
Ήμελλος, Στέφανος Δ.
(
1959
)
«
»
Πλοήγηση
Όλο το Αποθετήριο
Αρχείο & Συλλογές
Τόπος καταγραφής
Χρόνος καταγραφής
Συλλογείς
Λήμμα
Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Ευρετήριο πηγών
Κείμενα
Ο λογαριασμός μου
Σύνδεση