Εναλλαγή πλοήγησης
Ελληνικά
English
Ελληνικά
Ελληνικά
English
Σύνδεση
Εναλλαγή πλοήγησης
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
DSpace at KEEL: Πρόσφατες εγγραφές
Αποτελέσματα 5361-5380 από 142579
Ο Βασίλης Καραπάνης, εκεί που βάδιζε στου Μαστιή αμποδίστηκε απο τον σιατανάρη. Ο μαυρο-Βασίλης άρχισε να λέη το ''Πάτερ ημών'' κι έτσι γλίτωσε, αλλά του κόπηκε η κρίσι. Ο σιατανάρης του Μαστιή βγαίνει τα μεσάνυχτα και το καλοκαίρι το καταμεσήμερο, στην κατακαίλα του ήλιου.
Ιωαννίδης, Κωνσταντίνος Θ.
(
1963
)
Στο Σιεροκρέμαρο (βορ.του Χωρ.) 'έν πααίνομε γιατί εσφαντάζοντο παλιά, είχε πολλά κακά οξωποδύτες και γυρίζαν τα σαούνια των, των αθρώπων άμα πααίναν εκεί. Στο Σιεροκρέμαρο λέμε ότι γίνεται αυτό γιατί εκεί πνίγηκε κάποιο παιί. Μια βολά ένας πή'ε 'ά περάση απ'εκεί και του φανερώθησαν τρείς κοπέλλες με τ' άσπρα που κονταίναν και μακραίναν και τον μποδίζαν 'ά προχωρήση.
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
(
1964
)
Κουκουρέλος
Πάνω σε λοφάκι, στα Κούτζιανα, βρίσκονται παλιά ερειπωμένα κτίσματα, απο μεγάλες τετράγωνες πέτρες, καταχωμένες στη γής. Λένε πως τις νύχτες βλέπουν να βγαίνουν φωτιές, ακούνε σφυρίγματα και ακατανόητα αλλόγλωσσα λόγια. Οι τσοπάνηδες λένε ότι είδανε κι ανθρώπους βοιδοκέφαλους.
Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ.
(
1948
)
Ο γκρεμισμένος κι ο σκοτωμένος άθελά τους βγαίνουν ''ησκιώματα''. Τα αίματα πρέπει να καθαρίζωνται και να ρίξη και ο παπάς τρισάγιο.
Οικονομίδης, Δημήτριος Β.
(
1959
)
Ντραγάνος
Στο κομμένο απότομο βουνό Μουντζέλο, απέναντι απ’το χωριό Αιβάν ανοίγεται ανάμεσά του, το στόμιο μεγάλης σπηλιάς, που οι χωριάτες νοματίζουν ‘’Σπηλιά Ντραγάνου’’. Η σπηλιά είταν γεμάτη από παμπάλιες κυψέλες αγριομελισιού. Κανένας δεν μπόρεσε ν’ανεβεί εκεί για να μαζέψει το μέλι. Κάποτε πέρασε στο χωριό, ένας ξένος, που λεγότανε Ντραγάνος. Αυτός είπε πως μπορεί να φτάσει στη σπηλιά για να μαζέψει το...
Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ.
(
1948
)
Στο Λιάτο (ανατ. Του χωρίου) μια γεναίκα είχε σκοτωθή και δεν ηξεύραν που 'το και την γυρεύαν χωρίς 'ά ξέρουν πως είχε σκοτωθή και την βρήκαν αφ'τον αντίλαλο, φώναζε πολύ το αίμα.
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
(
1964
)
Στη Βρύση εν ηννάφταν μόνο καντήλι, παρά ηθυμιάζαν κιόλα και το θυμιαστήρι (δ)εν υπόλειπε που την γόση (κόγχη) που 'ναι (δ)ίπλα στο θολάρι, και το λα(δ)ικο. Κι όψος (όποιος) ηπέρνα-ν-πο κειά για (ή) ηπάαιννε στο νερό κι ήβρισ'σέν το σβυστό, ήνναφτε το καντήλι, γιατί ηφο(β)άτο-ν-τό Στοισειό. Κι ΄ςζουν να πούσι, πως μια-φ-φορά ήπηεν το μεσημέρι μια (γ)υναίκα να (γ)εμίσει κι επει(δ)ής ήτον το καντήλι...
Ζερβός, Ιωάννης
(
1958
)
Το ήσκιωμα του Μπέσια
Η μανίτσα μ’κι η μαλέκω μι (γιαγιά) πάηναν κάποτι ψωμί στους αργάτες. Ήταν θερτής. Η μαλέκω μ’ μπροστά τσι η μανίτσα μ’πίσω. Καννιά βολά γυρίζει πίσω η μανίτσα μ’ και τι να δή. Ένας σαν παπάς ντυμένος,σαν καλόγερος. –Μανίτσα μ’, φίδι που με κουλουριάσε. Είπε η μάννα μ’. –Μη σκιάεσαι, ψυχούλα μ’, το ‘’Πάτερ ημών’’ πές και ίτσιου μη σκιάεσαι, της είπε η μαλέκω μ’. Μόλις έφθασαν στο κόνισμα παρουσιάζεται...
Ιωαννίδης, Κωνσταντίνος Θ.
(
1963
)
Το ήσκιωμα του Φωτο-Δράκου
Στου Φωτο-Δράκου το ρέμα υπάρχει ένα ήσκιωμα, που πετροβαλάει όποιον άνθρωπο περάσει απ'εκεί. Τις κοτρώνες τις ρίχνει απ'την κορυφή και πέφτουν με κρότο μέσα στη βέρα (δεξαμενή νερού). Δεν κάνει να περάσης απ' εκεί μέρα μεσημέρι.
Ιωαννίδης, Κωνσταντίνος Θ.
(
1963
)
Πάνω στα Σκαλιά έσει μια βρύση άμα ήθελαν να πάσι στο νερό, ηβαστούσασι θυμιατό κι ηθυμιάζαν το, γιτί είχε Στοιχειό έναν φουστενελλά, ο ένας του πάς (πόδι) ήτον μες το νερό κ'ι' ο άλλος στο φραμό κοντά, ένα μίλι αλάργα. Άμα θα μπή καμμιά (γ)υναίκα πάνω στο πηάι γγίζεται ευτύς. Στον παλιό καιρό ηννάβασι κι ένα καντήλι για το Στοισειόν της βρύσης. (γγίζεται= την αγγίζει το Στοισειό της βρύσης και παθαίνει...
Ζερβός, Ιωάννης
(
1958
)
Το ήσκιωμα στο Χτένι
Η Νικολό Στορογγίνα είδε, όπως έλεγε, ένα μεσημέρι τον Αλωνάρη, ένα καβαλλάρη, που έρριχνε πέτρες. Περνούσε τ'άλογο απο πάνω της και δεν την πατούσε. Λέν πως εκεί σκοτώθηκε κάποιος με τ'άλογο του.
Ιωαννίδης, Κωνσταντίνος Θ.
(
1963
)
Του Βασίλως το περνάρι.(Ήτανε κάποια Βασίλω.)Απο 'δώ φοβούνται να περάσουνε νύχτα ή μεσημέρι, γιατί εσκοτώθηκε ο Κουνούβελος. (χρόνια 1900). Εγκρεμίστηκε στον γκρεμό.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1957
)
Στη Βιτσιλιά (νοτ. Του χωρίου) ακουόταν αντίλαλος, εκεί είναι ένας εγκρεμνός κ'εκεί έπεσε μια γεναίκα απ'την αβραμιττιά που πή'ε (ν)α μαζέψη αβραμίττια κ(αι) εσκοτώθη και το αίμα της φώναζε κ'έκαμνε αντίλαλο.
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
(
1964
)
Άμα ακούς να λέγουν για στοιχειά, να φέρνης τα χέρια σου κοντά στο στόμαν και να φτυής μέσα στα μανίκια σου τρείς φορές.
Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου
(
1925
)
Το στοιχειό της Λαγκάβιτσας
Εμείς, μώρ'ψυχούλα μ', ξέρεις τι νερό θα 'χαμαν στο χωριό. Να πνίξωμε τον κάμπο, αλλά βλέπεις, τσάκισε ο στραποκαμένος (διάβολος) το ποδάρι του. Άν πάς καννιά βολά στου Λειά, πες στους Περιβολιώτισσα. Ακούει μια αχολοή μεγάλη που έρχονταν απ'τα κατάβαθα. Κάνει έτσι και τι να δή, ένα στοιχειό, άλλο να το έβλεπες κι άλλο να στο πώ. Από την τρύπα που βγήκε το στοιχειό έτρεχε νερό, αλλά βάζει το γουργιατό...
Ιωαννίδης, Κωνσταντίνος Θ.
(
1963
)
Ο Σεληνούς(Ποτάμι της Βοστίτσας)
Ο Σεληνούς έχει δικό του στοιχειό μια γριά λάμια. Όταν εξεκίνησε την πρώτη φορά το ποτάμι για να πάη στη θάλασσα, επήγαινε μπροστά η γρκά και με μια βέργα στο χέρι το πδήγαγε στον ίσο δρόμο. Όταν έφτασε στον κάμπο του Αιγίου (Βοστίτσας) ένας Αράπης δράκοντας της έκοψε το κεφάλι και για τούτο το ποτάμι, πρίν φτάση στη θάλασσα δεν πάει τον ίσο δρόμο, αλλά σκορπάει εδώ κ'εκεί, όπως θέλη και κάνει μεγάλαις...
Κορύλλος, Χρήστος Π.
(
1926
)
Είχα μια κυράτσα και μας έλεε ότι εδούα κάτω στου Κρητικού την Ελιά (νοτ.) έχει μια κρεμάρα (σπηλιά) εκεί εκελλαρώνανε (=αποθηκεύανε) τα συκά. Ο πατέρας της κυράτσας αυτής είχε το κριθάριν του στ’αγγειά μέσα και κάθε Σαββάτο επάαινε ο πατέρας της κ’έπιανε κριθάρι και το ‘φερνε στο σπίτι για να το φρύξη η γεναίκα του και το ‘φερνε στο σπίτι για να το φρύξη η γεναίκα του και ‘ά κάμη την κουμπάνια του...
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
(
1964
)
Μνιά βολά ο Γενναρομανώλης είχε ‘κειά κάτω ‘ς το Καστέλλι τα ο-ζά ντου και τα βούια ντου. Και μνιά νάργατινή επήγαινε τω παιδιών του ψωμί και κριάς και το κριάς ήτον-ε κλεψίμνιο. Κ’ήτον-ε μεθυσμένος, κι’οτέν εβγήκαν-ε τα βούια, εκούμπισε ‘ς ένα γκόκκινο βούι. Και του ‘λέγαν τα παιδιά ντου. –Μη , τατά, γιατί δα’ξεσύρη το βούι και δα γκρεμιστής. Σε λίγη ώρα το βούι εξέσυρε, κ’εγκρεμίστηκεν-ε, και του...
Ζωγράφος, Χρηστάκης
(
1896
)
Δυό παιϊά μια μέρα ‘κεί που κάμναν το καμίνι όξω στου Κοίλου την Λαγκά (ανατ.) μεσημέρι ήτο μπίζιλη ώρα είναι αυτή (μέσ’στη ζέστη) κι έκουσαν Αντώνη Αντώνη τον ένα απ’τους δυό τον λέαν Αντώνη και ‘ύρισε ο Αντώνης κ’είδε ένα ψηλόν π’ανέβαινε και είχε κ’ένα πάπλωμα άσπρο κ(αι) εβάστα. Το παιί απήντησε ‘έν ήξευρεέπρεπε ‘ά μην απαντήση. Άμα απήντησε έπαθε γκόλωμα, γκολώθηκε (στράβωσε η μούρη του). Αμέσως...
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
(
1964
)
Μνια φορά επήγαινε 'ς τη Χώρα ο Λαμπροκωσταντής. Κι οντέν επέρνανε 'ς τον Άι Σάββα είδεν-ε κ'εκάθουντανιε 'ς τσύ νώμους ντου δυό κεφαλές. Και ό,τι ώρα τσ'είδε, 'φοβήθηκε κ'επήγε ως τον Αρμυρό. Και 'ς τον Αρμυρόν είπεν-ε. Άγιε Σάββα μου, βοήθηξέ με, και κάθα χρόνο δα σου κάνω τσ'άρτους. Και το ντελόγω 'φύγαν οι κεφαλές, κι απο 'κεί πέρα τσ'ήκανε κάθα χρόνο.
Ζωγράφος, Χρηστάκης
(
1896
)
«
»
Πλοήγηση
Όλο το Αποθετήριο
Αρχείο & Συλλογές
Τόπος καταγραφής
Χρόνος καταγραφής
Συλλογείς
Λήμμα
Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Ευρετήριο πηγών
Κείμενα
Ο λογαριασμός μου
Σύνδεση