Εναλλαγή πλοήγησης
Ελληνικά
English
Ελληνικά
Ελληνικά
English
Σύνδεση
Εναλλαγή πλοήγησης
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
DSpace at KEEL: Πρόσφατες εγγραφές
Αποτελέσματα 5341-5360 από 142579
Εκεί στον άη-Δημήτρη στα Ελλένικα έχει δή η μητέρα μου ένα στοιχειό. Ήτανε το στοιχειό απού κάτ'από μια ελιά και την ανασήκωνε απ'τις ρίζες την ελιά ολόκληρη. Την είδε με τα μάτια της.
Οικονομίδης, Δημήτριος Β.
(
1958
)
Η καπηδάρα της γοργόνας
Στην Κρήτη υπάρχει η εξής ωραιοτάτη παράδοσις για την αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου : Ο βασιλεύς Αλέξανδρος ο Μακεδών, εκεί που γύριζε σ’όλο τον κόσμο, βρήκε κάπου και το αθάνατο νερό και γέμισε απ’αυτό ένα μπουκαλάκι, που το είχε πάντα μαζύ του. Σ’ένα μεγάλο πάλι μπουκάλι, είχε βαλμένο μέσα το Διάβολο και τον είχε τόσο καλά σφραγισμένο, που δεν μπορούσε να βγή έξω, χωρίς τη δική του την άδεια. Μα...
Άγνωστος συλλογέας
(
1897
)
Βρύση Γκατζάνι
Πάνω απ'το ψηλό Περιστέρι του Χαλικιού, ξεχύνεται σαν απο καζάνι, το κατάψυχρο νερό της ομώνυμης βρύσης, που κατά την παράδοση, δεν το πίνουνη ούτε τα πρόβατα, γιατί γκριζόασπρο στοιχειό με μεγάλα λευκά σγουρλωμένα μάτια, στενόμακαρα καφετιά αυτιά και πελώριο κατακόκκινο στόμα, παραμονεύει, σκοτώνει και καταπίνει το ζώο που θα πλησιάσει στη βρύση για να πιεί νερό. (Βρύση Γκατζάνι= Παραφθαρμένο το...
Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ.
(
1948
)
Ψηλά στο καμάρι πούσει το βρυσικόν πηάι, πήεν να ψή μια (γ)υναίκα ανήπλυτη κ'ι' ηπρήστηκε με υδρώπεκα κι ήβγαλε βούλλες-βούλλες μαύρες κι' ηπέθενα. Και μια άλλη βρύση, η Καλλιώτισσα, είναι πολλύ στοισειωμένη. -Και το πηάιν της Συκάτης ο Ξυλοκεραγγιάς και της Συκομεριάς ο Ξελουράς, στοιχειώνουν και καουρ'ζαίνουν κείνη που πάει στο νερό καταμεσήμερα.
Ζερβός, Ιωάννης
(
1958
)
Τα στοιχειά τα ξεχωρίζουνε σε καλά, ήμερα, αβλαβή και σε κακά, άγρια, βλαβερά.
Χαλιόρης, Νικόλαος Γ.
(
1931
)
Στα παληά και μεγάλα σπίτια, στα ποτάμια, στις καμάρες, στα πηγάδια και στα γεφύρια είναι πάντα στοιχειά. Του σπιτιού το στοιχείο κάθεται στις μουσάντρες, στα κατώγεια και στα νταβάνια.
Χαλιόρης, Νικόλαος Γ.
(
1931
)
Ήτανε δυό οικογένειες τροπάνηδων που μαλώνανε η μία με την άλλη. –Μωρή φαντασμένη, έλεγε η μια τσοπάνισσα στην άλλη, που νομίζετε πως κάτι είσαστε ! –Εμείς, βελουδένιες κουδουνίστρες θα βάλουμε στα γίδια μας και θα σκάσετε. Ήρτανε τότες στα μαχαίρια κι’ οι άντρες τους και σκοτώσανε τον ένα πιστικό. Στο φουρκαριό (όποιος περνάει κάνει το σταυτό του) και του επετάξανε στου Σμαριάτσου την τρύπα (άλλο...
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1956
)
Το σπιτικό φίδι είναι το γούρι του σπιτιού και δεν πρέπει να το σκοτώσωμε. Εάν το σκοτώσωμε, τότε θα συμβή κακό στο σπίτι.
Οικονομίδης, Δημήτριος Β.
(
1961
)
Γοργκόνα,η νερά θάλασσα τα ψάρια παιδιά της. Στοιχειό κατά το άνω ήμησιν γυνή και κατά το κάτω ιχθύς κατά τας αντιλήψεις των ναυτικών
Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου
Φίδι
Στον Άγιο Λουκά, είναι εξωκκλήσι, εκεί είναι ολόγυρα δένδρα (βαλανιδιές, καράμποβα) και λένε απο παλαιά μέχρι και σήμερο ότι κάθε πρωί βγαίνει στον ήλιο και λιάζεται ένα φίδι πολύ μεγάλο, δηλαδή χονδρό. Έχει σαν αρνίσιο κεφάλι. Στο σβέρκο μέχρι τη ράχη είναι τριχωτό και με μεγάλα μάτια. Όσους περνούν απ'εκεί δεν τους πειράζει.
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1961
)
Άμα κιανείς άθρωπος σκοτώση το στοιχειό ενούς τόπου, πρέπει να μην -κοιμηθή εκείνο το βράδυ γιατί αλλοιώς 'ποθαίνει.
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1939
)
Η Γοργόνα ύπαρχε και όπου ξάνοιγε τίποτε κτίριο καλό, μεγάλο, το κατάστρεφε.
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1962
)
Το στοιχειό του σπιτιού
Στο χωριό δεν είναι σπίτι που να μην έχη και το στοιχειό του. Μου μολόγαγε η μαλέκω μου, ότι κάποτε έπεσε στην πλάτη της και ίτσιου δεν την πείραξε. Ήταν ένας μαυριάς ίσιαμε εκεί πέρα.
Ιωαννίδης, Κωνσταντίνος Θ.
(
1963
)
Στο Σιεροκρέμαρο (βορ.του Χωρ.) 'έν πααίνομε γιατί εσφαντάζοντο παλιά, είχε πολλά κακά οξωποδύτες και γυρίζαν τα σαούνια των, των αθρώπων άμα πααίναν εκεί. Στο Σιεροκρέμαρο λέμε ότι γίνεται αυτό γιατί εκεί πνίγηκε κάποιο παιί.....Μια βολά ένας άλλος πή'ε 'ά περάση απ'εκεί και του παρουιάστησαν τρία παιάκια το 'να ήτο γυμνό, τ'άλλο με τ'άσπρα κ'ένα με τα μαύρα και ήτο πάνω στο στάβλο ύστερα πήαν στο...
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
(
1964
)
Σε άλλο κατατόπι στσή Λάμιας το σπήλιο λένε πως είναι χωσμένες λάμες (ελάσματα) χρυσάφι στοιχειωμένες και χαράς τον απού θα τσοί βρή. Η σπηλιά αυτή είναι μεγάλη στη ρίζα ενούς ψηλού δέτη (γκρημνού). Μεγάλα χαράκια είναι γκρεμισμένα και πεσμένα μέσα στο σπήλιο, που ίσως και να πλακώνουν το βίος. Πάνω σένα μαγάλο χάρακα είναι σκαλισμένα τα γράμματα : ΠΙΘΑ Γ. λένε πως μπορεί νάναι σημάδια αυτά, μα ποιος...
Άγνωστος συλλογέας
(
1925
)
Στα ‘’Ποτιστικά’’ του Πετροβουνίου (παλαιότερον Λούντζ’νο ή Λούντζονο) είναι η εκκλησά Άγιος Νικόλαος κόσμος διηγείται ότι πολλές φορές παρουσιάζεται ο Άγιος άλλοτε άνθρωπος με άσπρα γένεια και άλλοτε με σεντόνι να βγαίνη απού τα παράθυρα και να χάνεται. Πολλές φορές βλέπουν να βγαίνουν φωτιές από τα παράθυρα. Μια φορά μια γύφτ’σσα η Αρχόντω, πάησε και πήρε λάδ’από το καντήλ’ να φκειάσ’κουρκούτ’ να...
Οικονομίδης, Δημήτριος Β.
(
1959
)
Έδηγος για στοιχειά. Στην Αξό που ήτονε παλιά χώρα απού τον καιρό των παλαιών Ελλήνων και των Βενετσάνων εστοιχειωθήκανε πολλά πράματα ετσά λένε πως στη σκάλα τσ' Αγιάς Απακούς (προφήτης Αβακούμ) εκειά π'ανεβοκατεβαίνουνε οι διαβάτες μέσα στο μονοπάτι είναι ένα καζάνι φλουριά στοιχειωμένο κ'είναι τα χείλια του καζανιού αποδιπλωμένα απο το πάτημα. Μα δε φαίνουνται, γη άν τα ιδή κιανείς μια στιγμή,...
Άγνωστος συλλογέας
(
1925
)
Στην Καραντάνα, γεφυρίτσι, στου μύλου κοντά. Θεμέλιωμα έγινε εκεί από το βόδι, που όταν περνάς, ακούς το μούγγρισμα.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1959
)
Όταν κατέβασε κι βούλωσι το ποτάμι, ο Ονόχωνος του Κέδρου, παρουσιάστηκε ένας Αράπης κι η Μαλέτσω. Μαζεύτηκε νερό πολύ, βούλωσ’ η γέφυρα από τα ξύλα, θα ‘πεφτε και ‘κείνη την ώρα ακούστηκαν φωνές. Βάστ’ Αράπη! Βάστα Μαλέτσω ! (ο ένας τον άλλο). Αυτούς τους έσφαξαν, λέει, τότε που θεμέλωσαν το γεφύρι (με καμάρες, άλλοτε πέτρινο). ‘Ειχαν σφάξει έναν Αράπη και μια γυναίκα, που την έλεγαν Μαλέτσω. Λοιπόν...
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1959
)
Πετάνε σκοντιά εκεί στο ρέμμα, [στο Γυφτόριμα], σκουτιά απο πεθαμένους (πετούσαν) και γι αυτό έλεγαν πως έβλεπαν εκεί στοιχειά.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1959
)
«
»
Πλοήγηση
Όλο το Αποθετήριο
Αρχείο & Συλλογές
Τόπος καταγραφής
Χρόνος καταγραφής
Συλλογείς
Λήμμα
Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Ευρετήριο πηγών
Κείμενα
Ο λογαριασμός μου
Σύνδεση