Εναλλαγή πλοήγησης
Ελληνικά
English
Ελληνικά
Ελληνικά
English
Σύνδεση
Εναλλαγή πλοήγησης
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
DSpace at KEEL: Πρόσφατες εγγραφές
Αποτελέσματα 5181-5200 από 142579
Ο μυλωνάς έφενε στη σούβλα και για να κάμουν το μυλωνά να μιλήση αυτοί οι γαμοκουτσαίοι έπαιρναν και έβαζαν σε μια σούβλα ένα βάτραχο και χτυπούσαν του Μυλωνά το ψητό και έλεγαν το δικό μου πατσώνει το δικό σου γλιδώνει για να τον κάμουν να μιλήση να του πάρουν τη φωνή. Ο Μυλωνάς με τη σούβλα τους έδωσε στο κεφάλι κι αυτοί έφυγαν τον κατήφορο. Γαμοκουτσαίοι είναι οι Καλλικάντζαροι, ''Όλοι κακκοί όλοι...
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1975
)
Τα Καλλ'κατζούρια, καθώς έρχονται, πρέπ' να τα φ'λέψη καθένας, ένα πράμα. Κάννα παλιοτσάρουχο σε μια άκρη στο σπίτ', στην παραστιά, στο φωτογών'. Άλλοι μουλόγααν πως κάποιον πήραν και πήγαν να τον πετάξουν μέσα στην κάναλη του μύλου. Κάποιος παραώρισε κι έμεινε έξω (γιατί ο κόσμος μαζεύουντοα νωρίς στα σπίτια τους.) Τον πήραν και τον μάλαγαν να τον ρίξουν και πείλεναν. Αλλά λάλησι κόκοτας κι γλύτωσι....
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1959
)
Οι Καλικατζιάροι μπαίνουνε στο σπίτι απο το φουγάρο και κατεβαίνουνε στο μαγεργειό(μαγειρείον)
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1959
)
Οι καλικαντζάροι
Άμμα σπάρτει παιί του Εβγαγγελισμού (Ευαγγελισμού) το βρά(δ)υ, (γ)εννιέται τα Χριστούγεννα, τα λοιπονίς (το λοιπόν) είτε (γ)εννηθεί αρσενικό το λέσι καλικάντζαρον, άν είναι γκόρη τήνε λέσι Γιαλλού. Φτός(αυτός) ο Καλικάντζαρας εν (δεν) γκοιμάται τα Χριστούγεννα, παρά (γ)υρίζει κ'ι' άμμα βρεί άθρωπο τον πνίει και σίντας οι άθρωποι του σπιgιού τον παίρνουσι χαπάρι πως (γ)υρίζει και τον καταλάβουσι, του...
Ζερβός, Ιωάννης
(
1958
)
Καλικάντζαροι
Οι Καλικαντζάροι ερχόντανε στο νησί παλιά με τη βάρκα απο την παραμονή τοτ Χριστού μέχρι τη Βάφτιση του Χριστού. Εμπαίνανε μέσα στο σπίτι τη νύχτα απο τον κάπασο(καπνοδόχο). Την παραμονή του Χριστού εβράζανε παλαιά φάβα και την τσικνιάζανε για να μυριστού οι καλικατζάροι και να φύγουν.
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1960
)
Εκάναμε και την άργαση (όργωμα του χωραφιού δι' αγρανάπαυσιν) ως του Χριστού για να μη μας κατουρήσουνε το σύνεργο (=αλέτρι) οι Καλικατζάροι.
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1960
)
Στις τριάντα του Νοέμβρη-τ' άι-Ντιρζιά (αγίου- Αντρέα) που κάμνουν τις ζυριστές (γυριστές-λουκουμάδες), μπορεί να μπή κάτω που τοφ φανώχτη ο καλικάντζαρος και τον παραφυλάουσι φρά'σσουν και τόφ φανώχτη 'πό πάνω που το γώμα (δώμα), να μην μπή να κατουρήσει στο τσουκάλι.
Ζερβός, Ιωάννης
(
1958
)
Καιμπίλιδες
Οι Καιμπίλιδες, ή Κάιδες (Καλικάντζαροι) θεωρούνται ανθρωπόμορφα ισχνότατα εύθυμα μεν αλλά κακοποιά διαμόνια, περιτετυλιγμένα εις μεγάλην καπόταν, άτινα γεννώνται συνήθως κατά το δωδεκαήμερον. Κατά την εις την γήν ολιγοήμερον διαμονήν αυτών ανδρίζονται και αναπτύσσονται κατά την ημέραν και ενεδρεύουσιν εις σκοτεινά και απρόσιτα σπήλαια, την δε νύκτα συγκροτούσι χορούς μεθ’ετέρων δαιμονίων, εισέρχονται...
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ
(
1896
)
Οι Καλικάτζαροι
Από τη γιαγιά τη Κατερινιά, από τον πατέρα μου, έχω ακούσει για τις Καλικατζαρέους. Καθόντουσαν γυναίκες στις παγκάδες (= πεζούλια πέτρινα σαν καναπέδες στους δρόμους) έξω από τη μπασιά τους (από την πόρτα τους) και συμπλιάζανε (εσυνονογιούντε) να πα να πλύνουνε στο Κουρέdη (βρύση στην ανατολική πλευρά του νησιού κοντά στην εκκλησιά του αγ. Σπυριδώνου) που ‘χει τρείς κανάλιους (κρονούς και τέσσερεις...
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1960
)
Ένα βράδυ ένας γέρος εβγήκε έξω να ουρήση. Τον επήραν οι ''καρκαρζέροι'' τον επήγαν πίσω απο την εκκλησίαν και τον άφησαν μισοπεθαμένον. (καρκατζέροι= Καλλικάντζαροι)
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1964
)
Από την εξοχή για να ‘ρθή παιδί στο χωριό έπρεπε να ‘ρθη πρί βασιλέψη ο ήλιος. Μόλις ήθελα βασιλέψη ο ήλιος παρουσιαζόντανε οι Καλικάτζαροι. Για να μην το δή το παιδί ο Καλικάτζαρος εφορτώνανε κλαδιά στο γάδαρο από τις δυό μεριές, στη μέση εβάνανε το παιδί και αποπάνω του μια σκάφη και το κρύβανε το παιδί. Ένα βράδυ ένα παιδί ενυκτώθηκε. Δυό Καλικάτζιαροι ανεβοκατεβαίνανε στο γάδαρο κ’ελέγανε : Άνω...
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1959
)
[Τα Καλλ'κατζούρια]κατ'ράν μέσα στα λουκάνικα (που φκιάνουν απ'το χοιρινό). Πρέπ' να τα φ'λέψ' και θα γλυτώσ'. (Το παλιοτσάρουχο φτάν'). Πρωτύτερα φόραγαν λουροτσάρουχα κι απο πάνου απο τις κάλτσες έβαναν αγράβιες(η αγράβια)_ από δέρμα κατσίκας και δεν πέρναε το νερό. Εκεί που βανούμε την Αρτ'μη (ξινοτύρι ή τυρί) αργάζει το τομάρι κι απο κείνο έβγαζαν τα γουρνοτσάρουχα.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1959
)
Ο Καλικάτζιαρος
Το Σαραντάμερο ήτανε δυό γειτόνισσες και εσυνενοηθήκανε το βράδυ να πάνε την άλλη μέρα ταχιά (=πρωί), να πλύνουνε τη μπουγάδα στην Πλάθιενα (παραλία δυτικά από τις πλάκες). Ο Καλικάντζαρος το πήρε είδησι και μεταμορφώνεται ως γειτόνισσα και χτυπά την νύκτα τσης αλληνής γειτόνισσας τημ-πόρτα να σηκωθή να πάνε να πλύνουνε τα ρούχα στη θάλασσα. Αυτή δεν κατάλαβε τίποτα. Σηκώνεται παίρνει στον ώμο dης...
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1959
)
Μια φορά στην τοποθεσία Δερματά (ρέμα με μεγάλο νερό, έπλεναν τα δέρματα εκεί) όταν περνούσαν οι διαβάτες άκουαν τους διαβόλους να παίζουν γκάιντα.Έκανε γάμο οι γαμοκουτσαίοι (οι διαβόλοι, έτσι του λέγαμε) ακολουθούσαν τον κόσμο μέχρι εδώ το χωριό πάνω. Εκεί λαλούσαν τα κοκόρια και φεύγουν.
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1975
)
Άν βρή κανέναν όξω ο καλικάντζαρος που το σπίτιν του, νύχτα-χριστούγεννα, τον καλλικέβ'ζει (καβάλλα) καβάλλα και του λέει : ''βάστα με καλά γα(δ)ούρι, (ν)α μην σου μπήξω την αλώνα και τον αργατθά στον γκώλο. ( αλώνα= λέξη ακαθόριστη, ίσως ο κέντης, που κεντούνε τα ζώα, όταν αλωνίζουν, αργατθά= το εγύρτι που βάζουν τα μασουράκια και τυλίγουν το νήμα ή τις κλωστές για το φαντό.
Ζερβός, Ιωάννης
(
1958
)
Οι Καλικατζιάροι εβγαίνανε άμα νυχτώση. Παρουσιαζόντανε σαν αθρωπάκια μικρά, σα ζώα, κι άμα βρίσκανε κανένα τον επιάνανε στο χορό και του παίρνανε τη μιλιά.
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1959
)
Οι Ασπροποταμίτικες παραδόσεις, αναφέροντας για τα καλλικαντζάρια, λένε πως είναι άσχημα και τριχωτά όντα, με κέρατα, μεγάλα αυτιά, κατακόκκινα σγουρλωτά μάτια, δόντια αγριογουρουνιού, χέρια μακριά με νύχια αετού στα δάχτυλα. Από τα Χριστούγεννα ως τα φώτα, κατεβαίνουν τις νύχτες από τα μπουχάρια ή τα ζουριά των μύλων. Οι γυναίκες βουλώνουν αποβραδύς τα τζάκια με χονδρά μάλλινα υφάσματα, ώστε να εμποδίσουν...
Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ.
(
1948
)
Καλλικαντζάροι
Αυτοί κατεβαίνουνε κάθε νύκτα απο την ημέραν των Χριστουγέννων, μέχρι την παραμονή των Φώτων. Γι αυτό την παραμονή των Φώτων που γυρίζει ο παπάς κι αγιάζει τα σπίτια, βγάζουν απο πρωί πρωί έξω τις στάχτες και καθαρίζουν τις γωνιές για να έρθη ο παπάς ν' αγιάση το σπίτι και να μην ξανάρθουν οι καλλικαντζαρέοι.
Μερεμέτη, Δήμητρα
(
1953
)
Οι Τζόες
Στο Τυχάι οι γριές λένε πως του Αισπυρίδωνα έρχονται πρώτα οι τζόες, κουτσιές γριές, κι ύστερα τα Χριστούγεννα φτάνουν οι Καρκαντζαλαίοι ή παγανά. Οι γυναίκες τις μέρες αυτές σπεύδουν να βγάλουν απ'τους αργαλειούς, το σκουί να το λύσουν, γιατί αλλοιώς οι τζόες και τα παγανά υφαίνουν το σκουτί. Επίσης οι γυναίκες μαζεύουν τις στάχτες και μόλις φύγουν τα παγανά, τις πετάνε στα χωράφια και στα κήπια...
Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ.
(
1948
)
Οι παγανιές ψάχνουν το δωδεκάημερο να βρούν το Χριστό. Δε βγαίνομε τη νύχτα όξω, γιατί φοβούμεστε τις παγανιές δώδεκα μέρες. Στα παιδιά για να τα φοβίσωμε λέμε : Μη βγαίνετε όξω οι παγανιές τώρα, θα σας πάρουν οι παγανιές. Όταν τελειώνουν τα δωδεκάημερα, έφ'γαν οι παγανιές λέμε.
Οικονομίδης, Δημήτριος Β.
(
1958
)
«
»
Πλοήγηση
Όλο το Αποθετήριο
Αρχείο & Συλλογές
Τόπος καταγραφής
Χρόνος καταγραφής
Συλλογείς
Λήμμα
Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Ευρετήριο πηγών
Κείμενα
Ο λογαριασμός μου
Σύνδεση