Εναλλαγή πλοήγησης
Ελληνικά
English
Ελληνικά
Ελληνικά
English
Σύνδεση
Εναλλαγή πλοήγησης
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
DSpace at KEEL: Πρόσφατες εγγραφές
Αποτελέσματα 5161-5180 από 142579
Κάης= υπνοβάτης. Τοιούτας εν Σύμη δε προυνι πάντες τους γεννωμένας κατά την ημέραν των Χριστουγέννων, και σχετίζουσιν αυτούς με τους Βρυκόλακας
Χαβιαράς, Δημοσθένης
(
1920
)
Προλήψεις και δεισιδαιμονίαι στη Μαραθάσα
Την νύκτα, κατά τα Δωδεκάμερα, δεν πρέπει ν'ανοίγουν το ερμάρι, γιατί μπαίνουν μέσα καλικαντζάροι (οι καλές γεναίτζες) και γεννούν και λερώνουν τα ρούχα. Γι'αυτό όταν δούν κανένα ρούχο λερωμένο λένε πως ''εγγενήσαν οι καλές γεναίτζιες πάνω.''
Χριστοδουλίδης, Ν. Δ
(
1951
)
Έγινι ου μυλωνάς γουρ'νοκόψιδα κι επήι κι ου καρκάντζουλας κι έψωνε βατράχια κι φοβήθκ' ου μυλουνάς κι του 'δωκε μιά στου κιφάλ'.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1959
)
Ένας Σιαννίτης έπιασεν ένα Κάουν κι αφού επύρωσεν στην φωτιάν έναν αγραχτάν (σιδερένιο αδράχτι) τον έβαλεν στα πόδια του πυρωμένον κι ηύγαν απο την πληγήν καλικαντζάροι και φίδια. Με αυτόν τον τρόπον εγιατρεύτηκεν ο Κάου; και σαν ήρτεν σατ συγκαλά του εφώναξεν <Βαρειά που κοιμούμουν και λαφριά που ξύπνησα>
Βρόντης, Αναστάσιος
(
1939
)
Ο Κάους της Κρεμαστής
“Ανήμερα τ’ Άη Βασιλείου ένας Κρεμαστενός Βασίλης με τα’όνομα εσηκώθηκε νύχτα να πάη στην εκκλησιά. Στον δρόμον τον ηύρεν ένας Κάους και τον ερώτησε “Πάμπακος για μόλυβος ;” Ο άνθρωπος είπεν “Πάμπακος” κι ο Κάους από τον θυμό του τον έβαλε στην ράχι του και τον εγύριζε όλη νύχτα στην Ανατολή. Εκειά που γύριζαν πέρασαν κοντά που μιάν μηλιά και ο άνθρωπος έκοψε δυο μήλα με το κλαδί τους και τάβαλε στον...
Βρόντης, Αναστάσιος
(
1930
)
Οι παθκιές του μαύρου
Στη Σιά υπάρχει μια τοποθεσία, που ονομάζεται ‘’παθκιές του μαύρου’’ ή του καλικάντζαρου’’. Στην τοποθεσία αυτή διακρίνονται μερικά βαθουλώματα σαν πατιές. Οι χωρικοί διηγούνται γι’αυτόν τον τόπο την εξής ιστορία. Πριν πολλά χρόνια γλεντούσαν πολλοί χωρικοί. Όταν μπήκαν σε κέφι, έβαλαν στοίχημα ποιος να πάη στην αγίαν Ελένην να φέρη ένα κλωνάρι τριμιθιάς. Η περιοχή αυτή βρίσκεται ένα ξωκλήσι της αγίας...
Παπαγεωργίου, Σπ.
(
1955
)
Υπάρχουν επίσης άλλα στοιχειά, οι καλικάντζαροι, που έχουν ελεύθερη έξοδο κατά τα δωδεκάμερα, οι καλικάντζαροι, που έχουν ελέυθερη έξοδο κατά τα δωδεκάμερα. Έρχονται στη γή την παραμονή των Χριστουγέννων μόλις κτυπήση η καμπάνα για εσπερινό και φεύγουν την παραμονή των Θεοφανείων (Κάλανδα). Όλον αυτόν τον καιρό μένουν μέσα στα στάσιμα νερά (κόλυμπους) και τους ποταμούς και λούονται. Επίσης μένουν...
Χαραλάμπους, Κωνσταντίνος
(
1956
)
Τα δωδεκάμερα (α)ρκεύγουν απο την αποσπερινή του Χριστού μέχρι τα μικρά Φώτα (μικρός αγιασμός, παραμονή Φώτα). Τότε λέμε βγαίνει ο Γκάς ο αντίχριστος, αυτός γεννιέται πριν το Χριστό κ'έρκεται και μας κάνει κακό. Άμα παρουσιαστή ο Γκάς μπορεί να λωλάνη άτρωπο. Αυτές τας ημέρες άμα μας φωνάζουν το βράυ δεν πρέπει (ν)α απαιρθούμε γιατί μπορεί να 'ναι ο Γκάς, μόνον όταν μας φωνάξουν τρείς φορές 'ποκρινούμεθα...
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
(
1964
)
Κωλοβάρβαρα και κωλοβαρβάρες λέομε αυτά που βγαίνουσι το δωδεκάμερο. Αυτά είναι κοντά με τέσσερα πόδια με νύχια σουβλερά μεάλα με ουρά μακριά και τριχωτό σώμα. Αυτά άμα σε 'βρισκαν στο δρόμο σε κουλούριαζαν στην ουρά των και σ'έδιχναν στον νώμον των.
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
(
1964
)
Οι ανεράες βγαίνουν τη νύχτα και πηαίνουν στις όξω βιστέρνες και λερώνουν τα ρούχα που πλένουμε. Μείς πάμε και πλύνομε στας όξω βιστέρνε(ς) φίνουμεν τα ρούχα μας μουσγωμένα (μουσκεμένα) για να πάμε την άλλη μέρα να τα φκάλωμε και πάμε και βρίσκομεν τα λερωμένα απο τας ανεράες γιαυτό βάλλομεν ένα σταυρό και 'έν πάουν οι ανεράες να τα νεματσώσουν (λερώσουν)
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
(
1964
)
Στα χωριά όταν κάμνουν τα λεγόμενα ''ξεροτήανα'', οι χωρικοί προτού φάνε οι ίδιοι, παίρνουν δύο-τρία και τα ρίχνουν στο δώμα λέγοντας : Τιτσίν-τιτσίν λουκάνικον μασιαίριν μαυρομάνικον κομμάτι ξεροτήανον να φάτε και να φύετε. Έτσι πιστεύει ο Κυπριακός λαός ότι εξορίζονται αμέσως οι καλικάντζαροι.
Τιγγιρίδου, Γεωργία
(
1959
)
Κάις ο= ο γεννηθείς ή η γεννηθείσα την νύκτα τις 24ωράς των 25 Δεκεμβρίου.
Χαβιαράς, Δημοσθένης
(
1910
)
Τα Καλλικατζούρια. Είναι τα παιδιά, που σκότωσι ο Ηρώδης, 14000 και γίνονται φαντάσματα ύστερα κι έρχονται σε μάς.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1959
)
Τα καρκατζέλια'' βγαίνουν στη γή με την γέννησιν του Χριστού και κάθονται δώδεκα ημέρες μέχρι τα Φώτα που γίνεται ο αγιασμός και τρέχουν να εξαφανίσθούν φωνάζοντας: Έρχεται ζουρλόπαπας με την αγιαστήρ' τ' και με την πλαστήρ' τ' ποδέστε τα τσαρ'χάκια σας κι ΄άντετε να φύγουμε dαχ dιρί καρακατζόλι (=πετάχτηκε μαύρο γαιδούρι)
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1964
)
Υπάρχει η δοξασία ότι με το αγίασμα των Φώτων διώχνονται οι καλλικάντζαροι και ότι εκείνη την ημέρα λένε οι κωλιτσαρδοί μεταξύ τους : ''Φεύγετε να φύγωμκε κι οι παππάδες ήρθανε με τις αγιαστήρες τους και με τις βρεχτούρες τους.''
Κασιμάτης, Ιωάννης Π.
(
1959
)
Ο Γκάς [καλλικάντζαρος] βγαίνει τα μεσάνυχτα. Τα παιιά που (γ)εννιούνται ακριβώς μεσάνυχτα την ώρα που 'εννήθη ο Χριστός (γ)ίνονται γκάες κι άμα εζήση βγαίνει κι αυτό κάθε βολά. Γιαυτό φυλάουμε (ν)α περάση 'κείνη η ώρα. Μια ήτο (ν)α 'εννήση κ(αι) επήε μια άλλη να φωνάξη μιας 'υναίκας (ν)α τη βοηθήση και 'κείνη είπε : Πε της να το βαστά' το παιί (ν)α περάση η κακή ώρα για (ν)α μη γίνη γκάς.
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
(
1964
)
Κατά το διάστημα του 12ημέρου ως και πολλαχού ούτω και εν Μήλω επιστεύετο, οκ ενώ ο Χριστός ήτο αβάπτιστος, εύρισκαν την ευκαιρίαν οι καλλικατζιάροι να βγούν και να πειράζουν τους ανθρώπους. Οι καλλικατζιάροι ήταν ‘’αθρωπάκια’’ μικρά, μαυρειδερά, με ποδάρια σαν του τράου με οργιά (=ουρά) και με μακριά νύχια. Τσοι ‘στερνε ο ξά ‘πό πα (=ο έξω από δώ, δηλ. ο διάβολος) να πειράξανε τσοι αθρώποι. Δεν εμπαίνανε...
Βήχος, Κωνσταντίνος
(
1960
)
Τα φανάρζια που βλέπαμεν απο το Μαράσι να πη(γ)αίννουν την νύχτα, ηλέ(γ)αμεν, πώς ήτον οι καλικαντζάροι. Όταν ησφυρίζαμεν την νύχτα, μας ημαλλώναν, γιατί ξυπνούσαμεν κι ημαζώνουντον τα κακά πνέμματα, οι Εξωπο(ο)οι
Ζερβός, Ιωάννης
(
1958
)
Λα Παλιόμπλου
Η παράδοση, στους Κουκλαίους, αβαφέρει πως τις μέρες των Χριστουγέννων, που ο μυλωνάς έψηνε λουκάνικα, ήρθε και κάθισε απέναντί του ένας καλλικάντζαρος που άρχισε να ψένει στη φωτιά ένα μπακακάκι. Ο καλλικάντζαρος έλεγε : ‘’Το δικό μου μπακακάκι στάζει, τα λουκανικά σου δεν στάζουν’’. Ο μυλωνάς πείσμωσε και χτύπησε με το σουφλί τον καλλικάντζαρο, που έφυγε σκούζοντας. Ο μυλωνάς φοβισμένος, άφησε...
Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ.
(
1948
)
Πιστεύουσι δε και οι Λέριοι ως και πάντες οι λαοί της Ανατολής, εις τε τα στοιχειά, τους βρυκόλακας, τας στρήνας (ήτοι τους αλλαχού καλουμένους καλικαντζάρους), επιφοιτώσας κατά το απο των Χριστουγέννων μέχρι και των Φώτων δωδεκαήμερον εν είδει ασκών κινουμένων ή ανδρεικάλων υψηλών και λευχειμόνων, και εις τας νεράιδας (νηρηίδας)
Οικονομόπουλος, Διον. Τ.
(
1888
)
«
»
Πλοήγηση
Όλο το Αποθετήριο
Αρχείο & Συλλογές
Τόπος καταγραφής
Χρόνος καταγραφής
Συλλογείς
Λήμμα
Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Ευρετήριο πηγών
Κείμενα
Ο λογαριασμός μου
Σύνδεση