Εναλλαγή πλοήγησης
Ελληνικά
English
Ελληνικά
Ελληνικά
English
Σύνδεση
Εναλλαγή πλοήγησης
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
DSpace at KEEL: Πρόσφατες εγγραφές
Αποτελέσματα 4921-4940 από 142579
Μια μαμή είχαμε γειτόνισσα πριν από 60 χρόνια τη Μπάμπα Βαγγέλιτσα (=γιαγιά). Όταν πήγαινε ο άνθρωπος να την πάρη για την γυναίκα που θα την ξεγεννήση, επήγαινε νύκτα και δε ρωτούσε η μαμή που θα πάη. Ακολουθούσε χωρίς να μιλήση. Ούτε αυτός μιλεί. Αυτός μπροστά κι αυτή πίσω. Αντί να την πάη σε σπίτι, την πήγε στον γκρεμνό (=δρόμο) που κατεβαίνανε για το λόγγο (= πεδιάδα) σε μια σπηλιά. Της μαμής της...
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1961
)
Στη Ματσούκα τοπ. του χωριού επήε μια ‘υναίκα και ενυχτιάστηκε, επήε (γ)ια να κόψη κλαϊά κ’ εκεί πήαν οι ανεράες και την έπιασαν στο χορό και χόρευκε, φώναξε το άσπρο πουλί (κόκορα) λέουν χορεύκετε μωρή φωνάζει τ’ άσπρο, άμα φωνάξη το μαύρο ‘α τ΄ αφήσουμε (ν)α πας στο κολάι σου. Εφώναξε το μαύρο και την εφήκαν κ(αι) επήεν στο κολάι της. Αυτές που χόρευκαν οι ανεράες ήτο ντυμένες με άσπρα μαντήλια,...
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
(
1964
)
Μια φορά εχορεύκαν οι ανεράες και ένας τσουπάνης, ο Ημίτρης του Μαρουλιού, που ‘ξώμενε στη μάντρα του έκουσε το τραούι κ(αι) εξύπνησε. Αγριοελίτσες έφαα και στύψασιν (στύφισαν) τα μάια και στύψασιν τα χείλη μου και δε μιλώ καθάρια.
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
(
1964
)
Στους Αγίου Αναργύρους (εκκλησία μέσα στο χωριό) πρι να βγη η πεντάλφα (η πεντάλφα ήταν ένα σταυρουδάκι από κερί και το βάζανε στο στόμα του πεθαμένου), ήτανε Ανεράϊδες και είχανε πλώσει τα ρούχα τως εκεί χάμω που ήτανε νερό αμπουρδέχτης (= λάκκος μεγάλος με νερό). Μια γριά επέρασε από ‘κει να πάη στα θέρητα που θερίζανε. Ήτανε νύκτα και οι Ανεράϊδες κοιμούντανε και δεν την είδανε. Αφού ηπέρασε την...
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1963
)
Στο Κλήμα είναι η σπηλιά του γέρω Πουλούδη. Εδωνά στη Χρυσοπηγή (εκκλησία μέσα στο χωριό) ήτανε η γριά Σοφούλα. Ήτονε μαμή. Επήγαν τη νύχτα και τση χτυπούνε. Λέει, ποιος είναι; Άνοιξε της λένε, κοιλοπονά η γυναίκα. Εκείνη σηκώθηκε τότε κι άνοιξε. Αυτός την πήρε κ΄ έφυγε. Στο δρόμο που πήγαινε κάτω στση Βιτώριας τον ποταμό. Αν είσαι τυχερή και κάμη ασερνικό το παιδί μου, χαράς στη μοίρα σου. Αυτή εκατάλαβε...
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1963
)
Ανεράδες: Είναι οι ανεράδες όμορφες με μακριά μαλλιά και μ’ άσπρα ρούχα λέασι οι παλιές μας ότι τα πόδια των ήτο ψηλά πολύ αλλά ήτο πάρα πολύ όμορφες.
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
(
1964
)
Μια γυναίκα μια φορά βγήκε από το Κάστρο νύχτα, ενόμιζε πως ήτονε μέρα γιατί το φεγγάρι είχε πολύ χαμηλώσει. Επήγαινε να φέρη από το Γεωργιλά (=είναι εκεί πηάδι). Όταν εκατέβαινε στο Χρυσόστομο (=εκκλησία στην θέσιν Κάμπος του χωριού) είδε πως είχανε πιάσει χορό οι Ανεραΐδες. Κουμπάει κ’ εκείνη το σταμνί της χάμω, γδύνεται ολόγυμνη και πιάνει στο χορό μαζί με τσ’ Ανεραΐδες κ’ εχορεύανε. Τση λέγανε...
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1963
)
Οι ανεράες ή όπως τις λέομε αλλοιώς καλομοίρες είναι στους ποταμούς ή εκεί που χύνονται τα νερά προς τη θάλασσα, στα λαγκάδια. Μια βολά μια μάννα είχε ένα μικρό και το ‘χε μαζί της που ξώμενε στ’ αλώνι κ΄ ήρταν οι ανεράες και του πήραν τη μιλιά κι α’ό τότε ‘εν μιλούσε πια.
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
(
1964
)
Ο λυρστής
Ένας απο δώ χωργιανός, ο Βασίλς ο bρούτζος, ερχόταν απ'τα Καμίνια και στο Γινοπόταμο, που είναι ένα μεγάλο ργιάκ' καθώς καβαλίκευε στο γάδαρο, πήγεν ένας λυρστής, μ'σός σκύλος και μσός άνθρωπος και κάθσεν στα κάπλα του γαδαριού κι έπαιζε τη λύρα. Κι ήρτεν ως όξω απ'το χωργιό. Κείνος είπε τον bιστεύω, το πατερημών κι έφγεν ο λυρστής.
Μέγας, Γ. Α.
(
1938
)
Ο βραχνάς(εφιάλτης) πιάνει τον άνθρωπο όταν κοιμάται ανάσκελα, κάθεται στο στήθος του και του φέρνει δύσπνοια, στεναχώραι, βάρος. Μερικοί τον παρομοιάζουν με ανθρωπόμορφο μικρό πειρασμό που προσπαθεί να τον πνίξη. Άν μπορέση ο άνθρωπος να πετάξη με το χέρι του το σκούφο του βραχνά ελευθερώνεται απ'αυτόν.
Κασιμάτης, Ιωάννης Π.
(
1959
)
Μια γεναίκα εξώμενε στα Λιαδιά (ανατ.) και το βράυ άκουσε απάνω στο ‘ώμα που εμαντιναϊζαν αυτές οι καλομοίρες και η γεναίκα στεναχωριόταν κ’ έλεε μέσα της γιατί ‘εν κάμνει, ‘α μιλάς σου κάμνουν κακό και μέσα απ’ το σπηλάδι της, αφού αυτές μαντιναϊζουν α’ό πάνω αύριο ‘α βρω τα σύκα μου λειωμένα. Σηκώνεται το πρωϊ η γεναίκα και τρέχει επάνω στο ‘ώμα για να ‘δη είντα ‘ινήκασι τα σύκα της. Πααίνει πα’...
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
(
1964
)
Ο ανασκελάς δεν πειράζει κιανένα. Βγάνει σπίθες κι όσο τόνε σταλοπατείς τόσο σπιθίζει. (Μιαν φοράν μου έδειξαν ανασκελάν. Εξήτσα λοιπόν και είδον ότι είναι οργανικαί ουσίαι σεσηπυίαι, αίτινες ως γνωστόν φωσφορίζουσιν.)
Σταυρακάκης, Ιωάννης
(
1909
)
Καλιτσαντέροι
Οι Καλιτσαντέροι ελέγανε οι παλιοί πως ερχόντανε από τη Μύκονο το σαραντάμερο. Ήσαν σαν άνθρωποι, εγυρίζανε τα Χριστουγενόσκολα την νύχτα κ’εμπαίνανε μέσα στα σπίτια. Στην Ικαρία είχαμε σούβλες σιδιρένιες που τις λέγαμε αρφάδια επερνούσαμε σ’αυτές τις σούβλες το κρέας και το ψήναμε γυρίζοντάς το πάνω στα κάρβουνα. Αυτό το κρέας το λέγαμε γιαμπάπι. Όταν ήψηνε το γιαμπάπι ένας Ικαριώτης μπαίνει μέσα...
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1962
)
Ανασκελάδες
Καμμιά φορά ο Βρυκόλακας δεν είνε κακός. Παρουσιάζεται μόνον σαν φουσκωμένο ασκί και πετάει σπίθες.. Άμα μάλιστα τον πλησιάσει κανείς, πετάει τόσες σπίθες, που γεμίζει ο κόσμος. Η σπίθες του όμως δεν καίνε. Οι καλοί αυτοί Βρυκόλακες στην Κρήτη δεν λέγονται <Καταχανάδες>, αλλά <Ανασκελάδες> Άλλοτε πάλιν ο <Ανασκελάς> μεταμορφώνεται σε ζώο. Έτσι μια φορά γίνηκε γάιδαρος και βρέθηκε εμπρός σε μαθητούδια...
Άγνωστος συλλογέας
(
1930
)
Ανασκελάδες δαίμονες εν Κρήτη (εν τη Δ.Κ Α/σουπάδες)παρηφθόρα κατα παρετυμολογίαν εκ του αρχ ονοσκελής Λεξικ.αρχ. Ε' Πολίτου τα ονόματα των Νεράιδων
Ξανθουδίδης, Στέφανος Α.
(
1919
)
Μια βολά ηύραν έναν άτρωτο οι ανεράες κ’ έθελαν ‘α τον ρίξουν στη βιστέρνα έπαιραν τον από έ’ώ έπαιραν τον από ‘κεί χορεύκαν τον, αυτός ήτο με θάρρος γιαυτό (δ)εν ερρίξαν τον και χόρευκε κι αυτός καλά, μέχρι που (α)κούει αυτές κ’ έλεαν: Ελάτε ‘α φύωμε λάλησε το κόκκινο πουλί (κόκορας) σε λίο φώναξαν και τ’ άσπρο, ακόμα λίο φωνάζει η άλλη, δεν είναι ακόμα ώρα κ’ ύστερα φώναξαν το μαύρο λαλεί και φύαν...
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
(
1964
)
Ατσουπάς = Είδος πειρασμού, συνήθως μεταμορφούμενον εις οίον, όπως εξαπατήση τους διαβάτας, αναβώσιν εν αυτού και είτα υψώθη. νεράγδα = νηρηίς
Κόρκακας, Μανούσος
(
1924
)
Τα τζίνια(οι Καλλικάτζαροι)
Εδώ (Δερβίζιανα Ιωαννίνων), τα Ντζίνια ευρίσκονται όλον το σαρανταήμερον και το δωδεκαήμερο. Γι αυτό δεν κάνει να κάνουν παπαδίτσες (=ψημενα σπειριά καλαμποκιού)το σαρανταήμερο, γιατί τις τρών τα ντζίνια και κανιά φορά ο άνθρωπος μπορεί να μείνη και με το στόμα ανοιχτό. Άν είναι βράδυ, έρχονται και φωνάζουν έξω απο τα παραθύρια. Τα τζίνια έχουν διάφορες μορφές σα γριές είναι τέλος ανθρωπόμορφα τέρατα....
Λουκόπουλος, Δημήτριος
(
1926
)
Ο Ανασκελάς ως γάιδαρος
Ο ανασκελάς είπαμεν άλλη φορά πως παρουσιάζεται σα σπίθες μα μπορή να μεταμορφωθή και σε ζώον έτσα μια φορά γίνηκε γάιδαρος και βρέθηκε μπροστά σε μαθητούδια του σχολείου που πήγαιναν στο χωριό των. Αμέσως οι μικροί χειτάνηδες τον καβαλίκεψαν απο την ουρά ως την κεφαλή όσοι χωρούσαν. Μα οι άλλοι που πομείνανε για να μεγαλώσουν την ράχην του, του έβαλαν, ένα δαυλό στον κώλο, και καβαλίκεψαν απάνω....
Άγνωστος συλλογέας
(
1926
)
Παράδοση Καλαμισάνικη
Μια χρονιά στον Κάλαμο, έσπερνα σε μια εξοχή κι επέρασε η ώρα κ’ ενύχτωσε. (Ήτανε χειμώνας, Νοέμβρης). Έπιασε και μια βροχή κ’ έκατσα και κάτου στην αδερφή μου. Έπειτα έφυγα να πάω στο σπίτι μου, 2 ¼ μακριά. Πέρασα σ’ ένα μέρος που λένε «στα Καπέϊκα» όπου ελέγανε πως έγινε φόνος. Επάαινα εγώ λοιπόν και στ’ απάνου μου χέρι ήτανε σπίτι. Καθώς έφτασα μπροστά, είδα καλά που επερνούσε μπροστά από την αυλή...
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1956
)
«
»
Πλοήγηση
Όλο το Αποθετήριο
Αρχείο & Συλλογές
Τόπος καταγραφής
Χρόνος καταγραφής
Συλλογείς
Λήμμα
Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Ευρετήριο πηγών
Κείμενα
Ο λογαριασμός μου
Σύνδεση