Εναλλαγή πλοήγησης
Ελληνικά
English
Ελληνικά
Ελληνικά
English
Σύνδεση
Εναλλαγή πλοήγησης
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
DSpace at KEEL: Πρόσφατες εγγραφές
Αποτελέσματα 4901-4920 από 142579
Ήταν μια κι είχε μια νύφη, την εσήκωσε, πριν λαλήσουν οι πετεινοί άκραγα, επήε να ταϊση τα ζα, λοιπός, άμα επήε μες την απλάδα είδε και βαστούσαν χορό την επήραν και ‘κείνη μαζί στο χορό, την εξεντύναν την εκάναν γυμνή και την επήραν και εχόρευγε και ‘κείνη μαζίν των. Εχορεύγαν, ώστε που κράξαν οι πετεινοί, τι πετεινός έκραξε, ο «ρούσος», μετά ξανακράξαν οι πετεινοί, λέει τι πετεινός κράζει, λέει...
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
(
1962
)
Οι καλές κιουράδες ελέανε ότι έχουνε σκήμα αθρωπινό και τα δυο ποδάρια ντωνε είναι σαν του αδάρου. Ήτανε τρεις εδώ ‘ς τα βουνά και η μια ήτανε παραζούβελη, κουτσή και την ελέανε παραάδι αλλά ήτανε η κακώτερη.
Ήμελλος, Στέφανος Δ.
(
1960
)
Κάποτε περάσανε από το χωριό μας οι Καλές κιουράδες κ’ εκλαίγανε τα σκυλιά. Κ’ ελέγανε οι παλαιοί ότι κάθε εφτά χρόνοι περνούνε από το μέρος εκεί.
Ήμελλος, Στέφανος Δ.
(
1960
)
Νεράϊδες
Μνια φορά, λέει, ένας βοσκός είχε ντα πρόβατά ντου κοιμισμένα ‘πό πίσω’ς το Καστέλλι, και μνια γκοπανιά ‘κουσε να λεράκι ΄ς το γυρογιάλι κ’ εχτύπα κ’ ήκανε τικ, τικ, τικ, κ’ εθάρρειεν –ε πως ήταν –ε τα ό –ζα ντου. Κ’ είπε. – Να πάν- ε θέλει τα ό – ζα μου ‘ς το γκόμπο ΄ς τα μουρελάκια να τα φά ν-ε. Και κατεβαίνει ΄ς το γυρογιάλι, και ήκουσε το λεράκι κ’ εχτύπα κ’ επήγαινε πέρα. Και γοργό – γοργό ήθελενε...
Ζωγράφος, Χρηστάκης
(
1896
)
Μέσα στον ανεμοστρόφιλα χορεύουν οι Καλότυχες. Μια φορά σκοτώθ΄κ ένας εδώ στο χωριό μας στον πόλεμο κ’ ήταν μια μέρα ανεμοστρόφιλας στο μέρος που σκοτώθ’κε και τα παιδιά έβλεπαν το σκοτωμένο μέσα στον ανεμοστρόφιλα. (Όταν ιδούμε ανεμοστρόφιλα λέμε το «Πάτερ ημών» και κάνομε το σταυρό μας.)
Οικονομίδης, Δημήτριος Β.
(
1959
)
Οι Νεράιδες 'ς το μύλο Στείρι του δήμου Διστομίων της Λεβαδείας
Μια φορά ήθελε μια γριά να πάη από το Στείρι ΄ς το μύλο του μοναστηριού, καμμιά ώρα μακριά από το χωριό. Σηκώθη από τα μεσάνυχτα κι ακόμα ενωρίτερα, γιατί έφεγγε το φεγγάρι, σαν ημέρα και θαρρούσε πως είχε ξεμερώση. Φόρτωσε το λοιπόν το γάιδαρό της κι από τα δυο πλευρά, έβαλε κι απανωγόμι ένα σακκί με πεντέξι οκάδες στάρι για χόντρο, γιατ’ ήθελε να φτειάση τραχανά. Αφού εφόρτωσε καλά, ξεκίνησε για...
Πολίτης, Ν. Γ.
(
1904
)
Νεράϊδες έχει και στο Καβούσι. Για να μη σε πειράξουνε τα κακά πράματα πρέπει να κάνης το σταυρό σου. «Όποιος κάνει το σταυρό ντου, άρμα έχει στο πλευρό ντου». Άμα κάνης το σταυρό σου λες από μέσα σου: «Παναγία μου, στη χάρι σου παραδίδομαι». Δεν έχει την εξουσία να σου κάμη κακό.
Αικατερινίδης, Γεώργιος Ν.
(
1968
)
Γέννησις
Άμα ‘θελε να πάη ο άντρας νύχτα στο σπίτι για ν’ ανοίξουν άφηνε τα παπούτσια έξω από το σπίτι για να μην μπουν οι μελιγκάνες (νεράϊδες, κακές) για να βλάψουν το μωρό τσαι τη μάνα. Να μην της αλλάξουν το παιδί τσαι της δώσουν κανένα μελιγκανάκι. Μόλις ήθελε να βουτήξη ο ήλιος, τότε κλειδώναν τις πόρτες για τις μελιγκάνες.
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
(
1962
)
Μια την είχαμε μαμμή στο χωριό κ’ ήρταν δυό ανεράες κ’ ένας άντρας και την επήραν στην Τραχιά (ανατ.) κ(αι) επήραν τη μαμμή και λευτέρωσε την ανερά σε μια κύφη (=σπιτάκια με ξερολίθους). Η μαμμή εφόρε μια πο(γ)ιά (=ποδιά) και της έδωσε κρομμύδα ήρτε η μαμμή εις την όξω Τραχιά και είπε: Κρομμύδια θα παίρω και τα πέταξε. Εμπλέξαν μερικά στην ποϊά της. Ήρτε στο χωριό και εί(δ)ε αυτά που ‘πομείναν και...
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
(
1964
)
Οι καλομοίρες εφορούσαν πουκαμίσες άσπρες κ’ ήτο όμορφες, εφεύγαν στις λαγκαδιές εκεί ‘πομέναν.
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
(
1964
)
Νεράϊδες
Μια φορά ήτανε μια bαbω (=μαμή) στο χωριό. Τη νύκτα ήρθε ένα σαμοβίλι (= Νεράϊδα) σαν άνδρας της εκτύπησε την πόρτα και την εζήτηξεν να πάη γιατί η νύφη της είναι να γεννήση. Πάει μπροστά αυτός και η bαbω από πίσω. Βγαίνουν από το χωριό. Η bαbω άρχισε να φοβάται λέει μέσα της «που πάω». Εφτάσανε σε μια σπηλιά. Λέει της: Θέλει να γεννήση η νύφη μας». Η νύφη εγέννησε. Και μετά ο άντρας για να την πληρώση...
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1961
)
Μια φορά ένας τσουπάνης ‘κει που ξώμενε στη μάντρα του κ(αι) εκοιμάτο τη νύχτα επαρουσιάστηκε μια ανερά κ(αι) εθάρρε πώς ήτο ο σύντεκνος του και κουβέντιαζαν (η ανερά’ με τον τσουπάνη). Εκεί που κουβεντιάζαν είπε η ανερά. Ας ‘πλώσωμε και το γαδουρινό μας (το πόι) ο κακόμοιρος ο τσουπάνης κατάλαβε τότε πως ήτο η ανερά’ κ’ είπε: Α ο σύχας είσαι (και καλά η ανερά’).
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
(
1964
)
Ανεράϊδες
Οι παλαιές ελέγανε πως υπήρχαν Ανεραΐδες. «Είχαμε μια λαλά (=γιαγιά) κ’ ήφυε τα μεσάνυχτα να πάη στο χωράφι της. Εκεί που πήαινε, όταν έφτασε στο Ξεύρι (τοποθεσία), εκεί στο Ξεύρι είχαμε ένα αμπουρδέχτη (=δεξαμενή προς συλλογήν ομβρίων υδάτων). Εκεί που πήαινε η γριά για το χωράφι ήτανε οι Ανεραΐδες εκεί στον Αμπουρδέχτη μαζωμένες. Είχανε του κόσμου τα ρούχα, ‘πλωμένα, άσπρα. Ύστερης η γριά ήθελε...
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1963
)
Νεράϊδες: Διηγούνται πολλά παραμύθια δια τις νεράϊδες. Πολλοί τις βρίσκουν να χορεύουν στο χωρίον Βέλος, άλλοι να τραγουδούν στο «Σιάβαρο» Βελανιδιάς και άλλοι πάλι τις συναντούν στα σοκάκια της Στέρνας, να γνέθουν προίκες κοριτσιών.
Μπέλλος, Αναστάσιος Ζήση
(
1962
)
Στα χρόνια της μαμάς μου, πριν από 60 χρόνια της μάννας μου η θεία μας έλεγε πως ήτανε μια λεχώνα. Μεσάνυχτα είδε περνούσανε γάμος όλοι με αλόγατα, ο γαμπρός άσπρο σεντόνι πα’ στ’ άλογο, η νύφη με τα τέλια απάνω στ’ άλογο κι αυτή κ η προίκα πάνω στ’ άλογα. Περνούσανε ο κόσμος. Η πεθερά της της λέει. Μην ανοίγης το παράθυρο. Μην κοιτάζης και σώπα. Είσαι λεχώνα και θα σου πάρουν την λαλιά. Παντρεύονταν...
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1961
)
Εκείνα τα χρόνια όταν ‘ρρωστούσε κιενένα παίϊ ελέαν ότι το ‘λλαξαν οι ανεράες τη νύχτα κ(αι) εκάναν κουλλουράκια κ(αι) επήαιναν και φήναν τα όξω από το χωριό κ(αι) επήαιναν το πρωϊ και τα βρίσκαν παρμένα κ(αι) ελέαν εφάαν οι ανεράες τα κουλλουράκια και εδιορθώνετο το παιΐ. Τα κουλλουράκια τα πηαίναν και τα φήναν στην Κουλουμπήστρα (ανατ.) κ’ εκεί τα τρώαν οι ανεράες και εϊνοντο καλά τα παιά.
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
(
1964
)
Στου προσπάππου μου τον καιρό είχανε το μαντρί τους στο Σκιάδι (τοποθεσία στον μέσον του νησιού προς δυσμάς. Είναι βράχος που μοιάζει σα σκιάδι = καπέλο). Ήτανε απόγεμα κ’ ηπήαινε το παιδί να πάρη τα πράματα (= πρόβατα και γίδια), να τα φέρη στη μάντρα. Όταν εγύρισε στη μάντρα δεν εμιλούσε. Τότε ο πατέρας του ανέβηκε στο βουνό κ’ εφώναξε: «ω Καλές Κεράδες, ώ καλές κεράδες, φέρετε τη φωνή του παιδιού...
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1963
)
Στη Μελεσσινή (δυτ.) εκεί που είναι ο Μαύρος γκρεμνός βγαίνουν οι ανεράες τις ακούαν όλοι παιδιά που χορεύγαν με παιχνίδια και αντιονίζαν (αντιδονούσαν) τα βουνά και τις θωρούσαν που ‘το ασπροφορεμένες κι όμορφες πολύ.
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
(
1964
)
Εις την Έδεσσαν δεν ξέρουν παραδόσεις δια τις Νεράϊδες.
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1961
)
Αυτές οι ανεράδες ‘λλάσσουν τα παιδιά αυτές οι ανεράδες εκάθουντο στο Παλιόκαστρο. Μια γεναίκα πήρε το παιδίν της στο Παλιόκαστρο που ‘χε χωράφι για να σκάψη κ’ εκεί εκρέμασε το παίδι στο δέντρο με το ανάεμα και το παιδί κοιμηθή κ(αι) εκείνη έσκαβγε το ‘δαν οι ανεράδες και το ‘λλάξαν με το δικόν των που το άσχημο και μαύρο, πολύ άσχημο, γιατί αυτές οι ανεράδες κάμνουσι άσχημα παιδιά, τα παλληκάρια...
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
(
1964
)
«
»
Πλοήγηση
Όλο το Αποθετήριο
Αρχείο & Συλλογές
Τόπος καταγραφής
Χρόνος καταγραφής
Συλλογείς
Λήμμα
Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Ευρετήριο πηγών
Κείμενα
Ο λογαριασμός μου
Σύνδεση