Εναλλαγή πλοήγησης
Ελληνικά
English
Ελληνικά
Ελληνικά
English
Σύνδεση
Εναλλαγή πλοήγησης
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
DSpace at KEEL: Πρόσφατες εγγραφές
Αποτελέσματα 4941-4960 από 142579
Ατσουπάς-αδες = δαίμονες μεταμορφούμενοι ως ζώα, ανθρώπους πανυψήλους, αλλαχού ανασκελάδες (Δεινάκις, Αποκόρωνου) ατζούμπαλος και ανατζούμπαλος(Δεινάκις)\
Ξανθουδίδης, Στέφανος Α.
(
1917
)
Καλιτσάντερος
Την ιστορία του Καλιτσάντερου που πήγε στο σπίτι ενός να του φάγη το κρέας και ερώτησε αυτόν που το έψηνε πως λέγεται ''ο απατός μου'', μου την διηγήθη εκτός απο τον Γεώργιον Νικ. Γιάκα, ετών 80 δημοτικού εις τον Αρμενιστήν και ο Δημ. Κουτήφαρης, ετών 85 αγράμματος εις το Τραγοστάσι. [Βλ. Σελ. 43 -44 του αυτού χειρογράφου].
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1962
)
Οι Καλλικατζάροι ή τα Καλλικούτσια, άμα μυριστούν νίτσι, δηλ. Ένα είδος δέντρου σαν την μπουρνελιά, φεύγουν. Λένε : Νίτσι μας μυρίζει εδώ, να χαθή τέτοιο χωριό
Λουκόπουλος, Δημήτριος
(
1926
)
Στα Λιάδια (ανατολ.) εμαντιναΐζαν οι καλομοίρες ‘κει κοντά σ’ ένα σπηλάδι (= εκεί που μένουν στις εξοχές οι αθρώποι αυτά είναι χαμηλά) μέσα στο σπηλάδι όπως εκοιμώντο οι αθρώποι ακούσαν θόρυβο, εχορεύγαν οι καλομοίρες. Η γεναίκα εφοάτο πολύ ο άντρας λέει: γεναίκα εγώ θ’ ανοίξω την πόρτα ‘α ‘δω είνται γίνεται όξω, είντα ‘ναι αυτά που ‘κούονται. Έ, που σανταλαχίστη η πόρτα αυτές (οι καλομοίρες) εφοήθησαν...
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
(
1964
)
Ένας μουλόγαε εδώ για το μύλο. Ου μ΄λουνάς πέρασε από την Κουφάλα κι τη βρήκι μέσα και χτινίζονταν. Νεραϊδοσφόντυλο, το βρήκε παράμερα. Μαύρο – καφένιο, μικρότερο. Κι όποιος το βρη, τόχ’ για φυλαχτικό για τα πράματα. Είχαμε ένα εδώ, μα τώρα με τη φόβγα, εκπατρισμός εξ αιτίας των συμμοριτικών γεγονότων 1944 – 48, το χάσαμι. Περίεργο το υλικό του (ούτε φίλντισι, ούτε μέταλλο, σαν μεταλλόπετρο).
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1959
)
Ο Ανασκελάς
Μια φορά ήταν ένας άνθρωπος απο τα Μεσσοννήσια με όνομα Στελιανός. Αυτός μια βραδειά πήγαινε στα οζά του στο βουνό. Όταν έφταξε στον Άι Αντώνη, θωρεί ένα γάιδαρο να κυλιέται χάμαι. Επήγε και τον καβαλίκεψε, γιατί ήτανε κουρασμένος να πάη καβαλάρης ως τα οζά του. Όταν έφταξε στου 'Αι Νούφρη τον πόρο, δεν εσάλευγε ο γάιδαρος και τον ετσίτωσε με μια τσίτα. Αλλά τότε ο κόσμος γέμισε σπίθες και χάθηκε...
Άγνωστος συλλογέας
(
1930
)
Κάθε βολά ένας τσουπάνης ‘κειά πόβοσκε τας προάτες του και τα κατσίκια του εθώρε τας ανεράες, μια μέρα παραμόνεψε και πιάνει μια απ’ τα τσουλιά κ(αι) εβάσταν την. Κείνη παρεκάλεν τον (ν)α την ‘φήκη και (θ)α του έδωνε το βίος της άμα την έφηνε. Τότε αυτός παρεδέχτη (ν)α την φήκη και (ν)α του ‘ώκη το βίος της, μα (ν)α πα’ μαζίν του και ‘εν τη έφηνε απ’ τα τσουλιά. Επήρεν τον σ’ ένα μέρος κ’ έδειξεν...
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
(
1964
)
Ντέσμα και Καταντιά = αντίκρυσις, συνάντησις επί κακής εννοίας. Κακή κατάστασις δυσχερής περίστασις, κακοπάθεια. Λέγεται «κακό ντέσμα» και «κακό συναπάντημα».
Άγνωστος συλλογέας
(
1908
)
Ανασκελάδες
Υπάρχουν κι άλλα δαιμόνια, τα οποία παρουσιάζονται στους ανθρώπους υπό μορφήν ζώων. Είναι οι ανσκελάδες ή ατζουρπάδες. – Ένας γέρος εκατοχρονίτης στο χωργιό του πατέρα μου, θυμάμαι που διηγόταν τη νύχτα στο δισταύρι τον παρακάτω μύθο: "Μια φορά ήτανε ένας γέρος και επήγαινε στο χωράφι ντου. Στη στράτα του πάντηξεν ένα πουλάρι χαμηλό και ήβοσκε. Λέει ο γέρος συν του νού ντου: "Μωρέ καλό ‘ναι κιονέ...
Φραγκάκι, Ευαγγελία Κ.
(
1949
)
Ο γέρος τσαι τα λυκοκάτζαρα
Μια φορά ήταν ένας γέρος τσαι μια γρήα. Ένα πρωί φόρτωσ’ ο γέρος το γαιδουράτσι του στάρι τσαι πήγε ν’αλέση στο μύλο. Ο μυλωνάς είχε μια γρουνίτσα τσαι την έσφαξε. <Παίρνεις τσαι συ , γέρο, ένα κομμάτι;> του λέει <Το παίρνω,> λέει ο γέρος. Το βράδυ που ήθελε να φύγη, φόρτωσε το γαιδουράτσι του, έβαλε κρέας μέσ’ς το σακκούλι του τα’έφυγε. Στο δρόμο νύχτωσε τσειχάμω στου αρχοντικού τη σπήλιά. Κατέβητσε...
Φραγκούλης, Χρήστος Β.
(
1918
)
Βλ. Α' Διάβολος
Τσουμελέας, Σ.
(
1916
)
Ένας χωριανός πρίν πολλά χρόνια ήτο κάτω στο Νιμπορειό, αυτός από το Νιμπορειό επήαινε στο χωριό που ‘το το σπίτι του. Στη στράτα που πήαινε έκουσε δυό γαάρους και κόφταν κ’ήρχοντο κάτω μπροστά του. Επάντηξε τους (εμάντρωσέ τους) και λέει. Στάσου έ δια..όλου έρημε να κάτσω πάνω σου ‘ά ποσώσω πάνω στο χωριό, μια φορά που σ’ηύρα ‘μπρός μου. Έκατσε λοιπόν αυτός απάνω του, πρώτα πρώτα επορπάτε ο γάαρος...
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
(
1964
)
Φεύγεστε να φεύγουμε, τραγουδούν οι Καλλικάντζαροι.
Ρωμαίος, Κωνσταντίνος Α.
(
1920
)
Καλατσαγκαριά = ο υπνοβάτης, η εκ δαιμονίου πνεύματος εγκρομένη την νύκτα και κακοποιούσα τους παίδας.Καλατσάγκαρος= το αρσ. Του προηγουμένου
Διαμαντάρας, Αχιλλέας
(
1924
)
Ας πάμε τώρα στα Χριστούγεννα ςτον απάνω κόσμο τα κολληκάντζαρια γιατί ούλη τχ σρονιά φροντίζουννς να κόψουνε τηγ κολλώνα που βαστάει τη γής και για πιριόνια μεταχειρίζουνται τέλια ψιλούλια από ‘κείνα που βάουνε στο μπουζούκι και μένει μια τρίχα για την κόψουνε. Αλλά του Χριστού αφίνουν τη κολλώνα και έρχονται απάνω στον κόσμο και τότε κ’ κολλώνα θρέφει και αρχινάνε την ίδια δουλειά και ούλο τούτο...
Λάσκαρης, Ν.
(
1925
)
Καλικάντζαρος (οι) ΄ς Καλικαντζούρι ΄ς Καρκαντ΄ζλι, πονηράς ‘ς εκάθαρτο πνεύματα, περιφερόμενα την νύκτα των δωδεκαημέρον στα τας οικίας δια να μαγαρίσουν τους ανθρώπους. Δια ριωτάν αι γυναίκες στάχτην περί ταις οικείες ίνα μη πλησιάσουν, καίνην παλαιά δέρματα προς τον αυτόν νασεον. Τη 6 Ιαν. πρωί κι χαράζει ‘ς ημέρα φεύγουν, αφού προηγουμένως ουρήσουν εις την τέφραν, ήτις ούτω καθίσταται άχρηστος...
Άγνωστος συλλογέας
(
1908
)
καρκάντετος κς καρκάντζατος=καλλικάντζαρος.
Φιλιππίδης, Φίλιππος Α.
(
1916
)
Καλικάντζαροι
Ο Χριστός για το χατήριν του γιού του αφήνει όλλους τους αποθαμένους και τα σφαντάσματα αν τριγυρίσουν όλλον τον κόσμον σε δώδεκα μέρες από την γέννησιν του ίσιο με τβ βάφτισίν του. Αυτά τα σφαντάσματα είν’άλλα σα σφήκες, άλλα σάμ μέλισσες και το πιόμ-μεγάλου είσ- σ- σημ-μικρού πολλάκιν και την νύχταν έρχ έρκουνταιν και μας πειράζζουν εκεί που κοιμούμεστεν, άμα δεν κάμωμεν το σταυρόμ-μας. Άλλοι πάλιλ-΄’εσιν...
Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου
(
1918
)
Καλικάντζαρος (ή-αρας) = είδος κατσαρίδας
Παπάκης, Σ. Χ.
(
1924
)
Σκαλικάντσαρος=φάντασμα μονόπουν ιμφανιζόμενον ως τη γή τα Χριστούγεννα χορεύουν από τον μεσονυκτίον μέχρι κραυγής ανίμπορος και είται διαλύονται φοβούνται πολύ τον μαύρον αλήκτορα ς’ των αγιάζοντα ιερέα, διο ‘ς απέφχονται τον κόσμον κατά τα θεοφάνεια. Χορεύουν δε με τους υλλαμβανομένης ανθρώπης εκ σπηλαίους ‘ς ποταμούς ‘ς φοβούνται την υπετρωμένην ον οι άνθρωποι φέρουν επι των μετώνουν διο υποτάσσονται...
Παπαχατζής, Ευάγγελος
(
1922
)
«
»
Πλοήγηση
Όλο το Αποθετήριο
Αρχείο & Συλλογές
Τόπος καταγραφής
Χρόνος καταγραφής
Συλλογείς
Λήμμα
Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Ευρετήριο πηγών
Κείμενα
Ο λογαριασμός μου
Σύνδεση