Εναλλαγή πλοήγησης
Ελληνικά
English
Ελληνικά
Ελληνικά
English
Σύνδεση
Εναλλαγή πλοήγησης
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
DSpace at KEEL: Πρόσφατες εγγραφές
Αποτελέσματα 4761-4780 από 142579
Ένας νονός μου πριν από 70 χρόνια, ονομαζότανε Δημήτριος Γλεούδης, εμάζευε βελανίδι το καλοκαίρι στα χτήματα που είχε στη θέσι Καμπανάου (στην Κάτω Μεριά). Έστειλε το μεσημέρι τον παραγιό (υπηρέτη) εσύ να φορτώσης το γαϊδούρι δυο στάμνες νερό. Ο παραγιός άργησε να γυρίση κ’ ήρθε την ώρα που ήτο να βουτήση ο ήλιος. Τον εμάλωσε ο αφεdικός του «Που ήσουνε τόση ώρα;» «Αφεντικό με πήρανε οι Ανεραΐδες και...
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1960
)
Νεράϊδες
Του προπάππου μου του Νικ. Μάρθα του Κουτσουρίδη ο γιος ήτανε ο παππούς μου, Δημήτριος Ν. Μάρθας ή Κουτσουρίδης. Αυτός όταν παντρεύτηκε και πήρε τη γιαγιά μου την Ανεζίνα, που είχε ορά, ήτονε αντρειωμένη και την είχε ο πατέρας της αυτή φωνάξει τρεις φορές σ’ ένα βουνό; «Αντρειωμένη εγεννήθη (δηλαδή την επήρε μόλις εγεννήθηκε ο πατέρας της και την πήε τα μεσάνυχτα σ’ ένα ψηλό βουνό κ΄ εφώναξε τρεις...
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1960
)
Μπλόχουτ
Το παραποτάμι, ο Λιπινιτσιώτης, κατρακυλώντας να πέσει στον Άσπρο, σχηματίζει κάτω από τις σκάλες του βουνού Κρανιές μεγάλο και βαθύ βυρό. Λένε ότι τις νύχτες, οι Καλότιες της Λιπινίτσα, έρχονται στο βυρό, πλύνονται, λούζουνται, χτενίζονται, παίζουν με τις πέστροφες, τραγουδούν. Και σαν χαράξει σπεύδουν να μπουν στις σπηλιές. [Μπλόχουτ= Κβλχ ο βυρός, η βάθη του ποταμιού]
Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ.
(
1948
)
Στου Βάτου στο νερό (=είναι τοποθεσία όπου υπάρχει μια βρύση) είναι τρεις γούρνες. Ήτανε μια φορά δυο αδέρφια κυνηγοί Νικόλαος και Παναγιώτης κ’ επήγανε μέσ’ στο μεσημέρι στη βρύση εκεί στο Βάτο να πιούνε νερό κ’ εκαθήσανε στη γούρνα, να ξαποστάσουνε. Μια στιγμή λέει ο ένας στον άλλο «Σήκω να φύγωμε». Λέει, «Τώρα ήρθαμε» του ξαναλέει «Σήκω να φύγωμε» κ προχωρήσαμε πιο κάτω στις φυλλάδες (=τοποθεσία)...
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1960
)
Βρύση Νεράκου (Περτουλίου)
Στη Νεράϊδα, ψηλή κορυφή της Μποτούρας, κατοικούσε μια Νεράϊδα. Πολλοί είχαν ιδεί το εξωτικό αυτό καθώς και ο καλόγερος Αμβρόσιος του Μοναστηριού Αγίας Κυριακής. Ο καλόγερος όμως δεν πίστευε στις Νεράϊδες και νόμιζε πως κάποια ορφανή κόρη αποτυχημένη στην αγάπη της τριγυρνούσε στα μέρη αυτά. Τρέχοντας να την συναντήσει έφτασε ένα βράδυ στη ρίζα του βουνού, αποκαμωμένος. Κάποια στιγμή του φάνηκε πως...
Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ.
(
1948
)
Στον Τούμπανο: Το λένε έτσι, γιατί έβγαιναν τη νύχτα Νεράϊδες και βάριγαν τα νταούλια και τα βιολιά. (ιστορ. Είχε φτιάξει καρτέρι ένα μπουλούκ’ κλέφτες κι εσκότωσαν έναν Τούρκο, που τον έλεγαν Τύμπανο). Πο δώθε είναι αμπέλια. Το βράδυ πλαγιάσαμε κι ακούμε τη νύχτα νταβούλια, βιολιά, κλαρίνα. Τι ‘ναι αυτά μάννα; Ξουθ’ ικοτύμπανα παιδί μ’, από τα Ξουθ’κά.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1959
)
Αλγκίνα
Του Μάη τ’ αγριολούλουδα, πολλά και ποικιλόχρωμα, γεμάτα αρωματισμένους χυμούς, τραβάνε στη θέση τούτη της Βεντίστας, τα μελίσια και αγριομελίσια. Η παράδοση αναφέρει, πως είδανε εδώ μια όμμορφη φτερωτή γυναίκα, σαν μια μεγάλη μέλισα, να πετά πάνω κατά τις ράχες. [Αλγκίνα= Κβλχ η μέλισα]
Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ.
(
1948
)
Βάγια αλ' Παρθένη
Ο πλούσιος Βεντιστινός Παρθένης είχε μια όμμορφη δούλα. Τα παιδιά του χωριού ξετρελλαμένα μαζί της, ζητούσαν να την παντρευτούν. Μα αυτή κανένα δεν ήθελε για άντρα της. Μια μέρα, μαζύ μ’ άλλα κορίτσια, πήγε να μαζέψει λάχανα στο ξωκλήσι του Αϊμηνά. Κι ενώ τ’ άλλα τα κορίτσια γυρίσανε στο χωριό, η Βάγια δεν ξαναφάνηκε πια. Τα κορίτσια λέγανε, ότι είδανε τη Βάγια να κάθηται σε φτερωτή πλαγιά και να...
Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ.
(
1948
)
Μπότσα
Λίγο πιο πάνω από τη βρύση τούτη του χωριού Καμνάϊ, βρέθηκε ένα ξύλινο αγγείο του νερού. Είταν καμωμένο από πυξάρι και στην εξωτερική επιφάνειά του είταν σκαλισμένοι οι Αϊγιώργης και ο Αϊδημήτρης. Η παράδοση αναφέρει ότι η μπότσα ξεχάστηκε από κάποιο από τους δύο Αγίους. Λένε όμως, ότι μια Νεράϊδα μεταμορφωμένη σε γριά ήρθε ένα βράδυ εδώ στη βρύση και πιστρουβουλιάστηκε γνέθοντας τη ρόκκα της. Όταν...
Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ.
(
1948
)
Σ’ ένα σπήλιο στη θέσι Αγία Παρασκευή, στο Κάστρο της Χώρας εγέννησε μια φορά μια κυρία Ανεραΐδα και πήγαν οι άλλες Ανεραΐδες και πήραν τη νύχτα τη μαμμή από το σπίτι της να την ξεγεννήση. Η μαμμή επήγε στο σπήλιο και είδε εκεί το πάπλωμα μιας γνωστής γυναίκας. Η μαμμή σαν εξεγέννησε την Ανεραΐδα με το ματωμένο χέρι της άφηκε μια βούλλα πάνω στο πάπλωμα. Η μαμμή όταν ετελείωσε τη δουλειά της έφυγε....
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1960
)
Τσιούμα μάϊλε
Η φθινοπωριάτικη καταχνιά, πυκνή αδιαπέραστη, βαραίνει τ’ Ασπροποταμίτικα βουνά και γίνεται αιτία να χάνουνται και να γκρεμίζουνται από τα κράκουρα, πολλοί άνθρωποι. Έτσι στη ράχη Τσιούμα της Βεντίστας, μια γριά του χωριού μαζεύοντας λάχανα, χάθηκε ολότελα. Λένε πως αερικά, Νεράϊδες του βουνού την αρπάξανε και την πήρανε μαζί τους, στα βαθιά και θεοσκότεινα άντρα τους. [Τσιούμα μάϊλε= Φράση Κουτσοβλάχικη=...
Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ.
(
1948
)
Ρασμπόϊα
Σε γραφική θέση του χωριού Κάτ Περνιάγκο, φαντάζουν κάτι βράχια του Κόζιακα σε σχήματα αργαλειών. Λένε πως οι Νεράϊδες αποβραδύς έρχουνται εδώ, κουβαλώντας πολύχρωμα υφάδια, γερά στιμόνια, ολόλευκες κοκκάλινες σαΐτες και υφαίνουν πάνω στους πέτρινουν αργαλειούς ως τη χαραυγή. [Ρασμπόϊα= Κβλχ. Οι αργαλειοί]
Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ.
(
1948
)
Τοπωνύμια Λιθινών
Στ’ Ανεράϊδας το ργιάκι – Ρυάκιον ερημικόν όπου πιστεύεται ότι φανερώνουν νεράϊδες.
Παπαδάκη, Ειρήνη
(
1938
)
Νεράϊδες Καλογριανής
Στην Καλογριανή, οι Νεράϊδες, είναι ντυμένες με ολόασπρα φορέματα, σα νύφες. Υπάρχουν κι άλλες Νεράϊδες που φορούνε ολοκόκκινες φορεσιές και άλλες παρδαλές. Οι Καλογριανίτες τις τελευταίες νοματίζουν «λογίς λογίς σπορέματα». Για τις Νεράϊδες της Καλογριανής η παράδοση αναφέρει ότι όταν πάνε στα κρύα νερά, φλιτουράνε – πετάνε – περνούν ψηλά στον αέρα καβάλλα στ’ άλογα, τραγουδάνε, παίζουν όργανα, χτυπάνε...
Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ.
(
1948
)
Γκαρντίνα αλί Ίτσι
Στο χωριό Κουκλαίους, κατοικούσε μια γριά, που την λέγανε Βαγγελίτσα ή Ζωΐτσα. Κάποια μέρα η Ίτσα, άφησε το σπίτι της και κατοίκεψε σε καλύβα, κοντά στο χωράφι της. Λένε ότι ύστερ’ από λίγες μέρες, η γριά δεν ξαναφάνηκε. Την πήρανε οι Νεράϊδες. [Γκαρντίνα αλί Ίτσι= Κουτσοβλαχική= κήπος της Ίτσας]
Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ.
(
1948
)
Νεραϊδόβρυση
Στη δεξιά όχτη του Άσπρου, κοντά στο Μυρόκοβο, προβάλλει φανταχτερό στεφάνι, με μια μεγάλη τρύπα στ’ απάνω μέρος. Άσπρα αφρισμένα νερά ξεχύνονται από την τρύπα αυτή, σχηματίζοντας καταρράχτη. Τα νερά έχουν βάψει κοκκινοκαφετιά τις πλευρές ας πούμε τις όχτες του καταρράχτη, ενώ σταχτόασπρα θυσανωτά πολυτρίχια στολίζουν παραπέρα το βράχο. Κατά την παράδοση, μια Νεράϊδα κατοικεί στα βάθια της τρύπας...
Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ.
(
1948
)
Η Γελλιδοκαμάρα τ'ς Καψιάνης
Στ’ gαψιάνη είναι κάτι βράχ’ και κάνουν καμάρα κι αποκάτω περνά ο δρόμος. Είναι η Γελλιδοκαμάρα που βγαίνουν οι αγελλούδες. Κάποτε μια γριά πήγε στ’ Μαΐντα να μαζέψ’ φασόλια. Όταν τέλειωσε κ’ ήκανε να φύγ’, ακούει τραγούδια και βιολιά. Γυρίζ’ να δει και βλέπ’ μπροστά τ’ς τ’ Γελλιδοκαμάρα τ’ς Καψιανής. Ενώ είτανε μακριά τ’ν ήβλεπε μπροστά τ’ς. Δίπλα είταν ένας βράχος πλατύς και πάνω χορεύαν έξη κοπέλες....
Φλωράκης, Αλέκος Ε.
(
1971
)
Καλόγρια
Το Βαθυρρεμιώτικο ποτάμι, περνώντας ανάμεσα από οξιές και ελάτια διχαλώνεται στα δυο και προχωρώντας πάλι σμίγει. Έτσι σχηματίστηκε ένα απόμερο νησί, που οι χωριάτες νοματίζουν «Καλογριά». Υπάρχει παράδοση που λέει ότι κάποια καλογριά περνώντας εκεί, πέθανε απ’ το φόβο της, σαν αντίκρυσε τις Νεράϊδες που κατεβαίνανε απ’ το βουνό χοροπηδώντας, τραγουδώντας και αλλαλάζοντας.
Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ.
(
1948
)
Παλιόρογκο
Ανάμεσα σε κέδρα υπάρχει η θέση Παλιόρογκο στο Τυχάϊ. Η παράδοση αναφέρει ότι τις νύχτες, βγαίνουν οι Νεράϊδες, σουρίζουν, παίζουν όργανα κλαρίνα, κουβεντιάζουν ακατάληπτα, φωνάζουν Άου –Άου – Άου.
Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ.
(
1948
)
Το πανηγυρ' των ζωτ'κων
Ένα βράδ’ π’ ο Γιάνν΄ς ο Χαλμάν’ς λίχνιζε, άκουσε απ’ τ΄ άλών’ του Σοφιανού βιολιά. Είταν πολλοί γνωστοί τ’ εκεί και χορεύαν. Ο τάδες, ο τάδες, τ’ς ήλεγε με τα ονόματά τους. «Είdα ‘ναι ρε παιδιά και χορεύετε βραδυάτ΄κα;». Τ’ λεν, «Πανηγύρ’ έχουμε έλα να χορέψ’ς και συ να σε κεράσουμε». Πήγε λοιπόν κι αυτός και χόρευε. Σε μια στιγμή βλέπ’ τ’ς γνωστοί τ’ κ’ είχανε αλογατίσια πόδια. Είταν αγελλούδες....
Φλωράκης, Αλέκος Ε.
(
1971
)
«
»
Πλοήγηση
Όλο το Αποθετήριο
Αρχείο & Συλλογές
Τόπος καταγραφής
Χρόνος καταγραφής
Συλλογείς
Λήμμα
Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Ευρετήριο πηγών
Κείμενα
Ο λογαριασμός μου
Σύνδεση