Εναλλαγή πλοήγησης
Ελληνικά
English
Ελληνικά
Ελληνικά
English
Σύνδεση
Εναλλαγή πλοήγησης
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
DSpace at KEEL: Πρόσφατες εγγραφές
Αποτελέσματα 4781-4800 από 142579
Οι Αγελλούδες τ' Άη – Νικήτα
Στον Άη – Νικήτα, ανάμεσα στον Κάμπο και στην Ξυνάρα πηγαίναν κάτ’ ζευγάδες. Λέει, «Ξερ’ς κατ’; Εδώ βγαίνουν αγελλούδες». Λέει, «Ας βγούνε όξω κι εγώ τα ‘σιώνω». Κι αρχίσαν τότε και τον κυλούσαν τα ζωτ’κά, αλλά δε χτύπ΄σε. Είταν μαλακά τα γκρεμνά σα μαξιλάρια. Ήκανε το σταυρό τ’ και φύγαν.
Φλωράκης, Αλέκος Ε.
(
1971
)
Η γυναίκα με την ομπρέλλα
Μέρα μεσημέρ’ είταν, όταν ο Πέτρος ο Λούβαρ’ς άκουσε τ’ φωνή μιας γυναίκας στο Βρέκαστρο και τ’ φώναζε: «Πέτροοο, ήχασε το δρόμοοοο!» Είδε λοιπόν μια γυναίκα άγνωστ’, που κρατούσε μια ομπρέλλα και φοβήθ’κε. Λέει, «Αγελλούδα, είναι και θέλ’ να πάω κοντά τ’ς να μ’ δώκει μια, να με ρίξ’ απ’ τ’ς βράχ’». Κ’ ήκανε να φύγ’, αλλά το ζωτ’κό τον άρχισε στις πετριές.
Φλωράκης, Αλέκος Ε.
(
1971
)
Οι Αγελλούδες π΄κυνηγούν τ'ς γαϊδαρ'
Κάποιος γύριζε απ’ τ’ Χώρα με το γάιδαρό τ’. Σ’ ένα σταυροδρόμ’ σταματάει ο γάιδαρος και πήγαινε πίσω αντί μπρος. Τι να κάν’, πάει να περάσ’, πίσ’ ο γάιδαρος. Κατεβαίν’ λοιπόν τον ξεστρών’ κι άφησε κει δίπλα τα στρατούρια κι έτσι πέρασε. Γιατί υπάρχουν και αγελλούδες π’ κυνηγούν τ’ς γαϊδάρ’. [ξεστρών= του βγάζει το σαμάρι, στρατούρια= σαμάρι]
Φλωράκης, Αλέκος Ε.
(
1971
)
Χαμένος
Είναι τ’ όνομα μιας σπανής Πυργιώτικης ράχης, με λίγα κέδρα. Το βουνό αυτό είναι πάντοτε καταχνιασμένο. Πολλοί άνθρωποι χαθήκανε και πεθάνανε από την πείνα πέφτοντας, στον αδιαπέραστο πέπλο της καταχνιάς. Λένε πως μια χιονάτη Νεράϊδα αρπάζει τους χαμένους και τους πάει μακριά σε σπηλιά της.
Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ.
(
1948
)
Τα ζωτ'κά κ' η κοπριά
Μια φορά ο σ’χωρεμένος ο μπάρμπα – Πέτρος είχε πάει στα κτήματά τ’, στον Άη – Σίδωρο. Άκουσε κει μια φωνή και του ‘λεγε: «Έλα πιο κάτω έλα πιο κάτω». Έτσ’ κατεβαίνοντας ήφτασε προς τη θάλασσα, στ’ Χαμέντ’. Ήκατσε κει σε κάτ’ βράχ’ μα δεν ήβλεπε τίποτα. Τον είχαν πάρ’ οι αγελλούδες. Μετά σα να κρύωσε και μπήκε σε μια μάντρα, αλλά κει τον πιάσαν τα ζωτ’κά και τόνε χώσαν όλο στ’ gοπριά. Τόνε ψάχναν τ’ν...
Φλωράκης, Αλέκος Ε.
(
1971
)
Οι Γελλιδοκαμάρες
Παρακάτ’ από νερό, στο Ξώμπουργο, είν΄ ο Άη – Σπυρίδωνας. Είναι πιο κει κάτ’ καμάρες κι έχουν ένα τσιγκέλ’, γιατί εκεί κρεμούσαν οι Τούρκ’ αθρώπ’. Τ’ς καμάρες αυτές τ’ς λένε Γελλιδοκαμάρες. Βγαίνουν εκεί ζωτ’κά και πολλοί ελαφρόστοιχ’ τ’ς χάνουν και τ’ς βρίσκουν τα χαράματα εκεί. Τ’ς τραβά το μέρος. [ ελαφρόστοιχ’= Ελαφροΐσκιωτοι]
Φλωράκης, Αλέκος Ε.
(
1971
)
Οι Αγελλούδες στα δ' ράφια
Ο Σαμούχος, ο οδηγός, γύριζ’ ένα βράδ’ με τ’ αυτοκίνητό τ’ στη Χώρα. Στα Δ’ράφια βγαίνουν ζωτ’κά, το ξέρ’ς. Όταν ήφτασε λοιπόν λίγο πιο κάτω, στην Άγρελα, βλέπ’ κόσμο πολύ και χορεύαν με όργανα. Τ’ κάνουν στάσ’ να τ’ς πάρ’, μπαίνουν μέσα κι αρχίσαν και χορεύαν και τραγ’δούσαν μες στ’ αμάξ’. Μόλις φτάσαν στο σταυροδρόμ’ πάνω απ’ τ’ν Αγία Παρασκευή, σταμάτησαν τα τραγούδια ξαφνικά. Γυρίζ’ ο Σαμούχος...
Φλωράκης, Αλέκος Ε.
(
1971
)
Η φωτιά
Πολλοί τ’ς πιάνουν όλην ώρα τα ζωτ’κά, επειδή ο παπάς ήκανε στ’ βάφτισ’ λάθια. Όπως το σ’χωρεμένο τον Αντών’ εδώ. Μια φορά τον δήκαν τ΄ν ώρα που θέριζε να τον bαλεύουν οι αγελλούδες. Πρήστ’κε, ηγίν’κε ούλο φλάντρες. Κι άλλοτε πάλ’ τον δήκαν στα Περάματα κι άρχισε να σαλτοκοπάει και μια φωτιά τόνε κτ’πούσε με τ’ς φλόγες. Αυτός δεν την ήγλεπε τ’ φωτιά, οι άλλ’ όμως απ’ αντίκρυ τνε γλέπαν. [εδώ= Στο...
Φλωράκης, Αλέκος Ε.
(
1971
)
Η γριά π' χόρευε στ' αλών'
Στον Τριαντάρο κάποτε σ’κώθ’κε μια γριά τ’ νύχτα και πήγε όξω προς νερού τ’ς. Τ’ν άκουσ’ η κόρη τ΄ς, που κοιμούνταν στ’ διπλανή κάμαρα με τον άντρα τ΄ς, κ’ ήστησ’ αυτί. Ανησυχήσαν όμως που περνούσ’ η ώρα κ’ η γριά δε γύριζε και πήγαν να τνε βρουν. Ψάχνουν στ’ν αυλή, κοιτούν στο κατώι, πουθενά η γριά. Ξαφνικά ακούνε όργανα και τνε βλέπουν να χορεύ’ στ’ αλών’ μοναχή τ’ς, κάτ’ απ’ το φεγγάρ’. Ακούγαν...
Φλωράκης, Αλέκος Ε.
(
1971
)
Οι Αγελλούδες
Μια νύχτα κατεβαίναν δυο απ’ τα Δυό χωριά για τον Τριαντάρο. Όταν φτάσαν σ’ ένα τρίστρατο, μπήκαν στον έναν οι αγελλούδες και τόνε παίρναν στο λαγκάδ’. Του ‘ριχνε ξύλο ο γερός, τίποτα. Απ’ τις φωνές τρέξαν με τα φανάρια οι Τριανταριανοί, του ρίξαν αγιασμό κ’ ήρθε στα λογικά τ’.
Φλωράκης, Αλέκος Ε.
(
1971
)
Η κοπέλα που τνε πήραν οι Αγελλούδες
Στον Τριαντάρο ζούσε μια κοπέλα που ‘χε μια λωλάδα και γύριζε στ’ς δρόμ’ και γελούσε όταν ήβλεπ’ αθρώπ’. Μια μέρα τνε χάσαν και τ΄ν ηύρανε τρεις μέρες μετά πολύ μακριά, κάτω απ’ ένα γεφύρ΄ ζαρωμέν’. Γιατί τ΄ς λωλοί τ’ς παίρνουν οι αγελλούδες και τ’ς περπατούν στα λαγκάδια.
Φλωράκης, Αλέκος Ε.
(
1971
)
Η Αγελλούδα
Δυο τσαγκάρηδες, ο Γιώργος ο Καράκος κι ο Μιχάλ’ς ο Κούκος γυρίζαν από δυο δρόμ’. Ο ένας από την Ξυνάρα κι ο άλλος απ’ το Σκαλάδο. Συναντήθηκαν λοιπόν σ’ ένα σταυροδρόμ’ και κατεβαίναν μαζί. Όταν φτάσαν στο χωριό, καληνυχτιστήκαν και χωρίσαν. Πάει ο Καράκος στο σπίτ’, λέει η γυναίκα τ’, «Ήρθες;». «Ναι», τ΄ς λέει, «με το Μιχάλ’ μαζί». «Μα ο Μιχάλ’ς έχει ‘ρθεί πόσην ώρα». «Μα πώς», τ’ς λέει, «ρε γυναίκα,...
Φλωράκης, Αλέκος Ε.
(
1971
)
Οι Αγελλούδες στο σταυροδρόμ'
Μια φορά γύριζ’ ο αδερφός μ’ απ’ τα χωριά με το μηχανάκ’ τ’. Σ’ ένα σταυροδρόμ’ όμως χάλασε το μηχανάκ’ και δεν ήπαιρνε μπρος. Πάνω στο θ’μό τ’ λοιπόν είπε κει μια βλαστήμια, δεν πρόσεξε και πως είχε σταματήσ’ σε σταυροδρόμ’. Δεν πέρασε πολλή ώρα κι άρχισε να πονεί η κοιλιά τ’ τον ήσφαζε. Γύρισε στο σπίτ’ πρησμένος, σε κακά χάλια. Είχε μια κοιλιά κόκκιν’, τούμπανο απ’ τις ραβδιές π’ του δώκαν οι αγελλούδες....
Φλωράκης, Αλέκος Ε.
(
1971
)
Διαμάντι
Ψηλή, ξεπετιέται απ’ το βουνό Λέουσα του Κουρνεσιού, η ράχη, που οι χωριάτες, νοματίζουν ψηλή Τσιούμα ή Διαμάντι, γιατί εδώ σε πλαγιαστή λάκκα πλαισιωμένη από έλατα και ξηροπλατάνια, είχε την καλύβα της, η Κουρνεσιώτισα Διαμάντω. Λένε πως η Διαμάντω χάθηκε άξαφνα. Οι Κουρνεσιώτες ξηγάνε πως η Διαμάντω αρπάχτηκε από ένα Νάραϊδο.
Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ.
(
1948
)
Οι Αγελλούδες στο Λαγκαδάκ'
Στο Ναφαριό, ανάμεσα στ’ Μέσ’ και στη Στενή, στο λαγκαδάκ’ που τρέχ’ το νερό, στα παλαιά χρόνια π’ δεν είχε γεφύρ’ να περνάς, όποιος ήθελε να περάσ’ ήπρεπε να βάζ’ πέτρες για να πατεί. Στη Μέσ’ είταν ένας που βλαστήμαγε πολύ. Και μια φορά που πήγε να περάσ’, άκουσε βιολιά και μαγεύτ’κε απ’ το τραγούδι τους. Βγήκανε μπροστά τ’ τα ζωτ’κά και χορεύαν. Απ’ τη dρομάρα τ’ ήχασε τ’ φωνή τ’ και λωλάθ΄κε.
Φλωράκης, Αλέκος Ε.
(
1971
)
Νεράϊδες Πύρρας
Ψηλά, στις κορφές του βουνού Χαμένο, βγαίνουν πάντοτε Νεράϊδες, που περνώντας ανάμεσα από πυκνές καταχνιές, φτάνουν στο χωριό κι αρπάζουν όποιο μικρό παιδί συντύχει στο δρόμο τους. Λένε πως πολλές φορές είδανε μια γυναίκα με ξέπλεγα μακριά μαλλιά κ’ άσπρο μαντήλι στο λαιμό να κρατάει απ’ το χέρι ένα τέτοιο χαμένο παιδί και να το οδηγεί στη ραχή.
Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ.
(
1948
)
Τ' ασαράντιστο μωρό
Μια λωχού άφησε μοναχό τ΄ το παιδάκ’ πριν σαραντίσ’ κι όταν γύρισε το βράδ’ είταν άδεια η κουνίτσα τ΄ παιδιού. Τούχαν πάρ’ οι αγελλούδες. Κόντεψε να λωλαθεί. Το ηύραν στ’ άλλών’ σε κακά χάλια.
Φλωράκης, Αλέκος Ε.
(
1971
)
Τα ξωτ'κά τ'ς Μπουριάς
Απκάτ’ από τον Άϊ Μ’να τ΄ς Στράτσιανης είναι μια σπλιά μεγάλη και σκοταδερή, πόχ’ δυο ρούπες ίσια που να χωράη άνθρωπο να μπαίν’ τ’ απίκουπα, να ζβαρνίζεται μέσα και να βγαίν’ απ’ την άλλ’ ρούπα. Μέσα σ’ αυτή τη σπλιά είναι μια Χάρ’ που παίρν’ τ΄ς θέρμες απ’ τ’ς θερμασμένος και γιατρεύονται τα μαραζιάρ’κα παιδιά που δεν πιάνουντ’ από κριγιάσ’, όσ’ έχουν κιτρινάδα και σπλήνα, οσουνούς έπεσε το χουλιαράκι...
Ρεμπέλης, Χαράλαμπος
(
1953
)
Όταν ήμουνα μικρή εγώ και μια γειτόνισσα επήγαμε να κοπανήσουμε βρύζα επάνω στο βουνό, σε μια βρύσην, βράδυ. Εκεί που εκοπανούσαμεν την βρύζα, εβγήκαν οι νεράϊδες και μας είπαν: έχετε πολλήν δουλειάν, να σας βοηθήσουμεν; Εγώ δεν απήντησα. Η γειτόνισσά μου απήντησε και σε εξ εβδομάδες έχασε την φωνήν της και απέθανε. Εγώ που δεν απήντησα έζησα.
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1964
)
ξωτ’κιά (η) πλ. ξωτ’κιές φανταστικαί νύμφαι της νυκτός εκλάμπρου ωραιότητος, αίτινες αρέσκουνται να παίζουν και να λούωνται εις τα ρυάκια και τας πηγάς, αι νεράιδαι. «Ξωτ’κιά» λέγεται και η πολύ ωραία γυνή και ιδίως η εύσωμος νύμφη. «Σου είναι μια ξωτ’κιά!» (εκ του εξωτική).
Ρεμπέλης, Χαράλαμπος
(
1953
)
«
»
Πλοήγηση
Όλο το Αποθετήριο
Αρχείο & Συλλογές
Τόπος καταγραφής
Χρόνος καταγραφής
Συλλογείς
Λήμμα
Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Ευρετήριο πηγών
Κείμενα
Ο λογαριασμός μου
Σύνδεση