Στου Βάτου στο νερό (=είναι τοποθεσία όπου υπάρχει μια βρύση) είναι τρεις γούρνες. Ήτανε μια φορά δυο αδέρφια κυνηγοί Νικόλαος και Παναγιώτης κ’ επήγανε μέσ’ στο μεσημέρι στη βρύση εκεί στο Βάτο να πιούνε νερό κ’ εκαθήσανε στη γούρνα, να ξαποστάσουνε. Μια στιγμή λέει ο ένας στον άλλο «Σήκω να φύγωμε». Λέει, «Τώρα ήρθαμε» του ξαναλέει «Σήκω να φύγωμε» κ προχωρήσαμε πιο κάτω στις φυλλάδες (=τοποθεσία) κ’ εκρυφτήκανε. Αρώτησε τον αδερφό του: «Είδες τίποτις; «Λέει αυτός: «Όχι». Δεν είδες δυο γυναίκες που ήρθανε κ’ εγεμίσανε τα κανάτια τως; Λέει «Όχι!» Ευτές ήρθανε απέναντι από το γρέλι (= αγρία ελαία) κ’ εκατεβήκανε και πάλι εκεί πήγαν κ’ εμπήκανε. Μετά πήγανε αυτοί στη βρύση κ’ εκαθίσαν κ’ επλυθήκανε και είπε ευτός που τα ‘βλεπε. Μα δεν είδες δυο γυναίκες που ήθρανε κ’ επήρανε νερό. Ήσανε Νεράΐδες. Ευτός που τα γλεπε, μας τα ‘πε.
Τόπος Καταγραφής
ΚέαΧρόνος καταγραφής
1960Πηγή
Λ. Α. αρ. 2340, σελ. 235, Γεωργίου Κ. Σπυριδάκη, Κέα, 1960Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
2340, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT