Εναλλαγή πλοήγησης
Ελληνικά
English
Ελληνικά
Ελληνικά
English
Σύνδεση
Εναλλαγή πλοήγησης
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
DSpace at KEEL: Πρόσφατες εγγραφές
Αποτελέσματα 4381-4400 από 142579
Ο άντρες της Ανεράδας
Ο Σιαννίτης Χριστόδουλος Βρόντος επάντηξε στο δάσος του Πουγκά όξω που τα Σιάννα ένα κοπάδι Ανεράδες. Ως τον είδαν τον έπιασν στον χορό και του φώναζαν «Γειάσου Βρόντε Βροντέρε.» Ήταν περασμένα τα μεσάνυχτα και σαν φώναξεν ο πρώτος πετεινός λέγει μια Ανεράδα. – Πάμε να φύγουμε. – «Χορέβγκετε ακόμα» είπε μια άλλη «κι είνεν ο μαύρος». Ύστερα που κάμποσην ώραν έκραξεν ο δεύτερος πετεινός. – «Πάμε να...
Βρόντης, Αναστάσιος
(
1930
)
Το κρυφό χωριό
Ήταν ένα χωριαδάκι μικρό κι είχε τ’ αλώνι (που σώζεται και σήμερα). Λέγαν πως στ’ αλώνι αυτό μαζεύονταν Νεράϊδες και χορεύανε. Εγώ από τ’ αλώνι ήταν ένα καλύβι, πήγε ένας χωριανός και κοίταζε τη νύχτα της 12. Είχαν κάτι μαζί τς, που όταν χόρευαν το άφηναν καταγής (ένα μαντήλι να πούμε). Ο χωριάτης αυτός βρήκε την ώρα που χόρευαν και πήρε τη μαντήλα. Βάρεσε τα παλαμάκια η αρχηγίνα, έφυγαν οι Νεράϊδες...
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1959
)
Οι νεράϊδες είναι 12 και περπατούν από βρύση σε βρύση. Έχνε μια βασίλισσα. Πλένουν, ραίνουν κλπ. Οι παλιοί τις βλέπαν. Στον Κόσκο (τη βρύση) τον παλιό καιρό ήταν οι βγαλτές (=πηγάδια) βρύσες. Σηκωνόντουσαν οι γυναίκες και πλένανε πρωΐ στις βρύσες. Κάποια – ώρα τότε δεν έπαρχε με τα σημάδια – φορτώνει τα ρούχα στο ζω και πάει στη βρύση. Κει που πήγε χέρ, χέρ ανάβει φωτιά, στερεώνει το καζάνι και σδαύλα...
Ιωαννίδου, Μ.
(
1938
)
Ανεραϊδοσφόντυλο (το)
Οι Νεράϊδες έχουν το μαγνάδι (πέπλο) και τη ρόκκα τους. Το σφοντύλι του αδραχτιού τους είναι από πέτρα. Τη νόνα μου την εμάλλωσε ένα βράδυ ο νόνος μου, που δεν πήε στο βουνό να φέρη το ζω. Την έστειλε λοιπόν από πείσμα, να πάη νύχτα στο βουνό. Πάει εκείνη και περνώντας από το πέτρινο αλώνι βλέπει τις Ανεράϊδες που χορεύανε. Τι να κάμη; Βγαίνει τα ρούχα της και μένει με τα ασπρόρουχα, για να τοις μοιάζη....
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1956
)
Έχει μια οικογένεια Μπελόνια, που όλο από 1 σερνικό παιδί κάνει. Κάνει και κοπέλες αλλά αγόρι 1. (Ο τελευταίος απόγονος έχει 1 αγόρι και 2 κορίτσια). Λένε πως ο πρώτος (ο γέρος που έπαιρνε το αίμα από τη φλέβα), επήρε γυναίκα Νεράϊδα. Ένα παιδί εκειός, ένα το παιδί του, ένα το γγόνι του, το διγγόνι του. Εκεί σε κάτι αλώνια, που αλώνιζε, επήανε κάτι Νεράϊδες και χορεύανε. Εκειός εφύλαε και πήρε το...
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1958
)
Εδώ κοντά, στην διασταύρωσιν, ένας από το χωριό εγύρισε από την πόλιν Σάββατον βράδυ, όπου είχε πάει να πουλήση τα φρούτα του. Γυρίζοντας λοιπόν πολύ αργά και όταν έφθασε εκεί κοντά στην βρύσην, είδε κάτι Νεράϊδες να χορεύουν. Σε λίγο ξεχάστηκε αυτός και δεν ήξερε, που ευρίσκετο, και άρχισε να χορεύη και αυτός μαζί τους. Μετά από πολλές ώρες ελάλησεν ο πρώτος πετεινός. Αυτές ετινάχτηκαν. Μετά ελάλησεν...
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1964
)
Νεράϊδες
Τα παλαιά χρόνια υπήρχανε Νεράϊδες τη νύχτα όπου επηγαίνανε στ’ αλώνια άμα θε να πάρη η νύχτα κ’ εχορεύγανε. Όπου ο νοικοκύρης επήγαινε το πρωΐ στ’ αλώνι και το ‘βρησκε ανεκατεμένο. Λέει του γυιού dου. – Παιδί μου, τη νύχτα πάνε και μας παίρνουνε το σιτάρι. – Τι λές, αφέdη, μέσ’ από τ’ άχερο μας παίρνου το σιτάρι; - Παιδί μου, το σιτάρι πάει αποκάτω ‘πό τ’ άχερο και σηκώνουνε τ’ άχερο και παίρνουνε...
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1959
)
Οι Νεράϊδες έχουνε κ’ ένα μαγνάδι δικό τους κι άμα τσου το παίρνεις, σ’ ακλουθάνε.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1956
)
Περνάν κάμποσες μέρες και καθόμαστε με τη Λαζαρίνα (μια γειτόνισσα) όξω στο φεγγάρι. Την βλέπουμε κι αγνάντεψε. Αγναντεύει αυτή! μια νεράϊδα μια ψηλή. Περνάει από κάτω. Μπα κάν' η Λαζαρίνα τι ‘ναι τούτ; Είναι η Τσενοπαναγιού (=το όνομα μιας Αραχοβίτισσας) – Α, αυτή ν είναι – Όχι κουμπαρούλα μ’ είναι η νεράϊδα. Πάει στη μυγδαλιά (πούναι εκεί μπροστά) και στάθκε. Λαμποκόπαγε. Τηράμε θα καθίσ’ αυτού;...
Ιωαννίδου, Μ.
(
1938
)
Οι νεράϊδες είναι γυναίκες ψηλές πολύ ωραίες (για το λένε για μια ωραία και ψηλή «είναι σαν νεράϊδα». Βγαίνουν μόνο Τρίτη, Πέμπτη και Παρασκευή απ’ τις 12 – 2 μ.μ. μόνο για δυο ώρες. Τον άλλον καιρό μένουν στα καρκάρια (χάος, βάραθρον στη γη) φορούν σεγκούνια. Δεν είναι πάντοτε και σε όλους ορατές. Πολλές φορές πάνα κάπου τ’ αρνιά και δεν μπορούν να προχωρήσουν. Κανείς δεν βλάπει τίποτα κι όμως είν’...
Ιωαννίδου, Μ.
(
1938
)
Έχει μια οικογένεια Μπελόνια, που όλο από 1 σερνικό παιδί κάνει. Κάνει και κοπέλες αλλά αγόρι 1. (Ο τελευταίος απόγονος έχει 1 αγόρι και 2 κορίτσια). Λένε πως ο πρώτος (ο γέρος που έπαιρνε το αίμα από τη φλέβα), επήρε γυναίκα Νεράϊδα. Ένα παιδί εκειός, ένα το παιδί του, ένα το γγόνι του, το διγγόνι του. Εκεί σε κάτι αλώνια, που αλώνιζε, επήανε κάτι Νεράϊδες και χορεύανε. Εκειός εφύλαε και πήρε το...
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1958
)
Η αδερφή μου ήταν νιοπαντρεμένη άργησε μια βουλά ο άντρας της να πάη το βράδυ στο σπίτι απ’ το μαγαζί. Τον Μάη ήταν. Κατέβκε στον απόπατο. Εκεί που γύριζε βλέπει να κάθεται στην ασκάλα μια γυναίκα, νεράϊδα, ένα φάντασμα. Στεκόταν και την ετήρα και γέλαγε. Την ετήραζε η νεράϊδα κι έκανε μπα, μπα, μπα τρεις φουρές. Σωριάστηκ’ η γυναίκα. Αρκουδώντα κοίλησε στη σκάλα και πήγι μέσα και βροντάει. Δεν μπόραγε...
Ιωαννίδου, Μ.
(
1938
)
Στου Πάνου τη Σπηλιά
Στου Πάνου τη Σπηλιά. Εκεί εχορεύανε οι Νεράϊδες. Ήτανε στο χωριό μας, ένας μυλωνάς, πολύ βλάστημος. Ένα βράδυ, αφού εβλαστήμησε καλά, σαν Κεφαλονίτης, επήε στο μύλο του. Έμεινε η γυναίκα του μονάχη της κι ύστερ’ από λίγο άκουσε χτυπά στην πόρτα. Άνοιξε Κωνσταντιόσσα! – Ποιος είναι; - Εμείς είμαστε. Άνοιξε να χορέψουμε το χορό το μπαλιότο. Μας έστειλε ο άντρας σου. Εκείνη εκατάλαβε πως ήτανε ξωτικά...
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1956
)
Παράδοσις περί Νεράιδας.
Ο πρόσπαππος των Σινοσωτηραίων από τη Φαμήλα είχε θημωνιά ΄ς το αλώνι. Επήγαινε και εύρισκε σκόρπιο το σιτάρι και δεν ήξευρε ποιος το σκορπάει. Κατά συμβουλήν άλλων πήγε και κρύφτηκε μες στη θημωνιά. Ήρθαν οι Νεράιδες κι άφηκαν τα μαντήλια τς απάν τν αθημουνιά κι χόρηυαν. Τότι ου κρυμμένους άρπαξι του μαντήλι μιανής, κι αυτήνη τότι τουν ακουλούθησε κι την πήρι γυναίκα και αυτή απόχτησε παιδιά κ έτσι...
Λουκόπουλος, Δημήτριος
(
1914
)
Του νιραϊδουσφόντ'λου (=νεραϊδοσφόνδυλον)
Είναι κομψότατος πήλινος σφόνδυλος, όμοιος προς το σημερινόν σφονδύλι εκ ξύλου το οποίον μεταχειζονται αι γυναίκες ως βαρίδιον κατά το γνέσιμον των μαλλιών της ρόκας. Είναι πράγματι εποχής προ Χριστού, διότι τα ευρίσκουν εντός αρχαίων τάφων. Οι αρχαίοι, ως φαίνεται, τα μετεχειρίζοντο δι’ ον σκοπόν και οι σήμερον άνθρωποι. Παρά τοις χωρικοί επικρατεί η δοξασία ότι με τα σφοντύλια αυτά γνέθουν αι νεράϊδες,...
Σταυρόπουλος, Κωνσταντίνος
(
1927
)
Διήγησις Α. Π.
Οι Αναράες βρίσκουτται παντού, αμμέ στους σπήλιους στ΄Αφούρι τσαι στοις ποταμούς τσαι στοις ρεμαδιές του Ρίχτη ‘εν απολείπου ποτέ, έχει ακόμη τσαι στοις σπηλιές της θάλασσας τσαι βγαίνου τα μεσάνυχτα αλλά τσαι μέρα μεσημέρι φαίνουτται. Πολλές Αναράες είναι τσαι παντρεμένες τσ’ έχου τοις άντρες τως, τοις Ανάραους, τσαι κάνου τσαι παιδιά, άλλα αΰναμα τσαι ζαρωμένα τσ’ άλλα παχειά σάτ’ τα ‘ρτούτσια....
Μιχαηλίδης – Νουάρος, Μιχαήλ Γ.
(
1934
)
Ο βοσκός κι η νεράιδα
Μια φορά ένα βοσκάκι στσι Μαλλες πήγαινε κι εμόχαιρνε τα βούγια ντου στη βοσκουρά κι απόι κάθιζε κι ήπαιζε το θιαμπόλι ντου. Μιαν ημέρα, εκειά που τόπαιζε θωρεί δυο τρείς τέσσερεις κοπελιές κι ανεμαζώνουνται και πιάνουνε στο χορό. Εχορεύγανε ίσαμ’ αργά. Σαν ήπαιρνε το βοσκάκι τα βούγια κι εμίσσευγε του κλουθούσανε ίσαμε το χωριό από πόξω κι απόι γκαγέρνανε οπίσω. Αυτό γίνουντανε δα κάθα μέρα. Ήπαψε...
Λιουδάκη, Μαρία
(
1938
)
Αραγίδα, η: νεράϊδα, φάντασμα. Τα μισάνυχτα βγαίν’ οι γι – αραγίδις.
Ανδριώτης, Νικόλαος Π.
(
1926
)
Μετά το αλώνισμα του σίτου δια των ίππων ευθύς σταυρώνουσι το αλώνι δια του δικριανίον ή επί κρεμώσιν επί του στιγερού σταυροχόρτι (= είδος χόρτου), ίνα μη οι Νεραΐδες υποκλέψωσι τον σίτον.
Παπανδρέου, Γεώργιος
(
1917
)
Εδώ, στη Ροβέϊκη Βρύση, που ‘ναι οι χαλασμένοι μύλοι, ήταν η Νεράϊδα και λουζότανε στο κεφαλάρι. Εδώ σ’ ούλες τις βρύσες και τις ρεματιές είναι νεράϊδες. Αυτή ήταν σαν τον ήλιο και σαν την αυγή. Και μια βραδυά που έλαμπε το φεγγάρι, γύριζε στη βρύση κι άκουσε το Λάμπρο να παίζη το σουρλά του. Έχουνε και μολογάνε πια για το Λάμπρο. Ώμορφος και λεβέντης, θέ μου! Κι έπαιζε και του σουρλά, που μαραινώσαντε...
Τσελάλης, Α.
(
1938
)
«
»
Πλοήγηση
Όλο το Αποθετήριο
Αρχείο & Συλλογές
Τόπος καταγραφής
Χρόνος καταγραφής
Συλλογείς
Λήμμα
Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Ευρετήριο πηγών
Κείμενα
Ο λογαριασμός μου
Σύνδεση