Η αδερφή μου ήταν νιοπαντρεμένη άργησε μια βουλά ο άντρας της να πάη το βράδυ στο σπίτι απ’ το μαγαζί. Τον Μάη ήταν. Κατέβκε στον απόπατο. Εκεί που γύριζε βλέπει να κάθεται στην ασκάλα μια γυναίκα, νεράϊδα, ένα φάντασμα. Στεκόταν και την ετήρα και γέλαγε. Την ετήραζε η νεράϊδα κι έκανε μπα, μπα, μπα τρεις φουρές. Σωριάστηκ’ η γυναίκα. Αρκουδώντα κοίλησε στη σκάλα και πήγι μέσα και βροντάει. Δεν μπόραγε να κρίνη. Το δίνει στο δραμιό η γειτόνισσα. Ξηράθκι η μαύρη. Φουνάζ’ τη μάννα της. Της κάνανε τριψίματα, και άλλα. Την άλλη ημέρα σύνταχα τήνε παίρνουν και την φέρουν στο πατρικό της. Έκαμε το παιδί (γιατί ήταν έγκυος). Ύστερα τακτικά πάθαινε (έτρεμε ξεραινεταν). Ήρθι καιρός μι λειτουργήματα στις 12 πηγαίναμε στην Κυριά (στου νεκροταφείου την εκκλησία) ή στα οξξωκλήσια, ή στον Άη Γεώργη ταχτικά. Αυτή συνήλθε τώρα που γέρασε. [Αρκουδώντα λέγεται για το παιδί που μπουσουλάει. Φρ. Περπατάει το παιδί; Μπα αρκούδια (κάνει), πάει αρκουδώντα. Να κάμ’ αρκούδια το παιδί ή να κάμηστράτα.]
Τόπος Καταγραφής
Βοιωτία, ΑράχωβαΧρόνος καταγραφής
1938Πηγή
Αρ. 1153 Β, σελ. 127, 5, Αράχοβα, Μ. Ιωαννίδου, 1938Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
1153 Β, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT