Εναλλαγή πλοήγησης
Ελληνικά
English
Ελληνικά
Ελληνικά
English
Σύνδεση
Εναλλαγή πλοήγησης
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
DSpace at KEEL: Πρόσφατες εγγραφές
Αποτελέσματα 3141-3160 από 142579
Ο Κριαράς
Στη bαλλάδα είναι τ'Κριαρά το σπίτ'. Αυτός ο Κριαράς δεν ήλυωσε όταν τόνε θάψαν και τον ξαναχώσαν σ'άλλο μέρος, αλλά και πάλ' δεν ήλυωσε. Τόνε θάψαν τότε στ'ν αυλή τ' κ' ήμειν εκεί άλυωτος και βγαίν' τις νύχτες και τιργυρίζ'. Πολλοί ακούσανε τα βηματά τ' τα μεσάνυχτα μες στις κάμαρες. Και φαινόνται και φώτα, π'ανάβουν μοναχά τους απ'τα παράθυρα. (bαλλάδα= Συνοικία της Χώρας)
Φλωράκης, Αλέκος Ε.
(
1971
)
Ενας γέρος όταν πέθαινε άφησε ευχή και κατάρα στα τρία του παλληκάρια να τον τρυπούσαν μ’ένα μαχαίρι κάτω από τη μασχάλη μόλις θα ξεψυχούσε. Πέθανε όμως και κανείς δεν τολμούσε να εκτελέση την πατρική εντολή. Μόνο ο μικρότερος γυιός, ο πιο γενναίος έκανε την θέληση του αποθανόντος. Τη νύχτα όταν άφησαν το λείψανο στην εκκλησία όλοι αποτραβήχτηκαν και μόνο ο μικρός γυιός κρύφτηκε μέσα στο ιερό να ιδή...
Βλάχος, Αναστάσιος Δ.
(
1953
)
Καταχανάδες (κοινώς βρικόλακες)
Τον παλιό καιρό που δεν ήξεραν οι Παπάδες πολλά γράμματα να διαβάζουν καλά τους αποθαμμένους, εγύριζαν, εκαταχανεύγαν κι όχι μόνο τη νύχτα αλλά και μέρα μεσημέρι τους εθωρούσαν οι αθρώποι να γυρίζουν στα χωράφια και στ’αμπέλια τους, στα ξεμέτοχα, στους μύλους των. Προ πάντων άμα πεθάνη κανένας από ξαφνικό θάνατο, από σκοτωμό ή κρεμμό ή πνιμό, δεν έχει ησυχία στον τάφο του κι’όλο γυρίζει κοντά στο...
Μιχαηλίδης – Νουάρος, Μιχαήλ Γ.
(
1934
)
Τελώνια.Τα μωρά παιδιά που πεθαίνουν αβάφτιστα, γίνονται τελώνια. -Επίσης τελώνια γίνονται και τα λαχάρικα παιδιά, που τα πετούνε οι μανάδες στα σοκάκια να 'ποθάνουνε, για να μη μαθευτή η εντροπή ντως. -Και τα αποβαρσάρικα τελώνια γίνουνται. -Τα τελώνια βιστιρίζουνε τσι αθρώπους, που περνούνε νύχτα απο τον τόπο που τάχουνς χωματισμένα. (Λαχαρικά=νόθα, αποβαρσάρικα=αποβολές, χωματισμένα=θαμμένα εκτός...
Φραγκάκι, Ευαγγελία Κ.
(
1949
)
Άλλ' νιά βουλά ήταν νιά γύφτ'σσα κι πέθανε. Αυτήν τν ίθαψαν στουν Άη Γεωργ' τν εκσάν μιργιά που νη γικκλησία. Αυτήν σκώνιταν απού μεσ' απο του χώμα κι παίνι μέσ' σ'τα σπίτια. Κι τότε τν ξέχουσαν κι τν ηύραν ζουντανή. Ζουντανίψης. Ήταν κόκκιν', μαλλιασμέν'... Τότι πήγαν οι παπάδις κ'οι άντρις τν ξέχουσαν κι βάργαν μι του λουστό, κι αυτήν' τουν έπγιαν του λουστό κι τουν κρατάιν άναψαν φουτιά αδικεί...
Λουκόπουλος, Δημήτριος
(
1914
)
Αναδείχνω φρ. Σνέδξεν ο Κομσάς, ή εβαυρβουλάκιασεν = μετά θάνατον εξερχόμενος του τάφου εμφανίζεται προ των ανθρώπων (Κελλιά) βουρβούλακας ο, = ο μετά θάνατον εξερχόμενος του τάφου και εμφανιζόμενος προ των ανθρώπων, Βουρβουλακιάζω : εβουρβουλάκιασεν ο...
Βογιατζίδης, Ι. Κ.
(
1922
)
Μια βραδιά ενέβαινε ένας άθρωπος απ’το μετόχι του κ’επήε κ’έκατσε στου Κρητικού την ελιά(νοτι-αντατ.)για να ξεκουραστή. Όπως ήκατσε στην ελιά έρχεται ένας άθρωπος και καθίζει κοντά του. Ήτο ο σύντεκνος του και ήτο ποθαμένος, μα ο άθρωπος κουρασμένος ως ήτο ‘έν εθυμήθη ότι ο σύντεκνος ήτο ‘ποθαμένος. Είντα ‘ναι σύντεκνε κ’έκατσε (ο ποθαμένος σύντεκνος)-Κάτω ήμουν σύντεκνε κ’έκατσα λί’ο ‘ά ξεκουραστώ....
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
(
1964
)
Βρουκόλακας και βουρκόλακας = φάντασμα νεκρού, σκιά συκών τω στοιχειό.. Κατά δεισιδαιμονίαν πιστεύεται ότι ο νεκρός βρουκολακιάζει, εάν υπερπηδήση αυτόν γαλή, την δε νύκτα ή σκιά αυτού γαλή, την δε νύκτα ή σκιά αυτού πλανάται ανά την οικίαν ή τους τάφους.
Αποστολίδης, Μύρτιλος Κ.
(
1922
)
Πολλοί ζώντες διηγούνται ότι συνελήφθησαν υπό βρυκολάκων ή βορδολάκων, όπως τους λέγουσιν είναι αληθές ότι τις ευρέθη ημιμαθής εν υπαίθρω κατάμακρος, όστις διηγείται ότι όντα τινά άλαλα, έχοντα τους πόδας δεδεμένα, συνέλαβαν όπισθεν και έφερον εις αυτών των θεών. Άλλος τις ζών διηγείται ότι εν τη οικία ελθόντων δύο βρυκολάκκων και αποδιωχθέντων ευρέθη το πρωί εις νεκρός οθωμανός όν εξέλαβον ως βρυκόλακα,επομένως...
Χορτόπουλος, Π.
(
1929
)
Μια γράβα τσ’ Αλιμπάξους. Εκεί λέει έβγαινε ένα φάντασμα. Ήτανε ένας Κολοβός που ‘χε μπρικολακιάσει. Αυτό το παιδί (Ιωάννης Μπερτούλης. Επέθανε 92 ετών, το 1945)εσηκώθηκε να πάη στην Αρραβωνιαστικκά του. Για να μην πάη από τον κεντρικό δρόμο, επήε από παρακλάδι. Εκεί περνώντας είδε τον μπρικόλακα, τον Κολοβό. Τον εγνώρισε, λέει, αλλά ο βρικόλακας του είπε να μην τόνε μαρτυρήση, για να μην του κάμη...
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1957
)
Αιπισκιάουμαι = απαντώμαι εκ του φαντάσματος τινός.
Βαλαβάνης, Ι.
(
1877
)
Απο τους μπρωτινούς απεθαμένους πολλοί είνοντο καταχανάες κ'επνίαν τας λεχούσες. Έπρεπε (ν)α 'χουν σταυρόν στην πόρταν των για να μη μπορούν 'ά μπούν μέσα. Εκούναμε απο τους παλιούς μας που λέαν ότι μια βολά είχαν μαζευτή 4ο καταχανάες κ'είχαν κ'ένα κουτσό που πόμενε πίσω και φώναζε (ν)α τον περιμένουν, απο τοτε όμως που 'βγε η πεντάρφα δεν έχει καταχανάες, μόνο άμα 'έν πεντάρφα 'ίνεται ο απεθαμένος...
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
(
1964
)
Πριν απο χρόνια είχανε θάψ' στη Μυρτιώτ'σσα μια Γαλιόταινα και τ'ν ηύραν ύστερα ολάκερ. Δεν είχε λυώσ'. Είχε βουρβουλακιάσ' κ'ήβγαινε τ'ς νύχτες και γυρνούσε. Τνέ θάψαν σε τρίστρατο κ'ήλυωσε. (Μυρτιώτ'σσα=Εκκλησιά στη Χώρα)
Φλωράκης, Αλέκος Ε.
(
1971
)
Κάποιος πολύ γέρος τσοπάνης μου διηγήθη τα εξής : ‘’Πάνε πολλά χρόνια. Πάνω από τετρακόσια φεγγάρια. Είχα τότε έναν αχώριστο φίλο. Μαζί είχαμε τις στάνες μαζί και τα μελίσσια. Κάποτε έπεσε βαθύ θανατικό στο χωριό κι ο φίλος μου πέθανε. Έτυχε να μην τον προσέξουν καιτον δρασκέλισε ένας σκύλος. Όλοι ψυθίριζαν στο χωριό πως έγινε λιουγκάτι [βρυκόλαξ], μα γώ δεν το πίστευα. Μια νύχτα κατάμαυρη, πιο μαύρη...
Βλάχος, Αναστάσιος Δ.
(
1953
)
Τελευτή
Πρώτα είνοντο πολλοί [νεκροί] καλαμπάουροι, απο τότε όμως που βάλομε την πεντάρφα 'έν φκαίνουν. Ο καλαμπάουρας (βρυκόλακας)είναι μαύρο φάντασμα πόχει μουλάρι και 'υρίζει.
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
(
1964
)
Καλλικάζαρος. Το όνομα τούτο δυό τινά σημαίνει: α)τον βρυκόλακα και β) τον λίαν υψηλού αναστήματος, αλλ'ισχύον άνθρωπον.
Κανελλάκης
(
1923
)
Κάποιος στρατιώτης φονευθείς εις τον πόλεμον έγινε λιουγκάτι [βρυκόλαξ]. Ο λοχίας του που και τον έθαψε με τα χέρια του έγραψε στη γυναίκα του περί του θανάτου του ανδρός της. Ο στρατιώτης βρυκόλακας φυλάχτηκε εφτά χρόνια από τα ζέμπικα σκυλιά και δεν τον έφαγαν. (Αν γλυτώση 7 χρόνια ξαναπέρνει μορφή ανθρώπου.)Ξαναπήρε λοιπόν μορφ΄΄η ανθρώπου και γύρισε στη γυναίκα του. Αυτή τώρα νόμισε ως ψέμμα το...
Βλάχος, Αναστάσιος Δ.
(
1953
)
Ένας δεν αγγέλιζε φτωχό, ούτε τη θέρμη του δεν έδινε. Νια βολά τονε ένας διακονιάρης κι απο το θυμό του πέταξε ένα καρβέλι πεταχτό σαν νάητανε σκυλί. Πέθανε κείνος κι αφού του λέγανε κεί ούλα τα κακά, παρησιάστηκε και το καρβέλι, άς το πέταξε, έπιασε, έκλιεσε και σώθηκε, γιατ' ένα καρβέλι φάγανε δέκα νοματέοι.
Τσάκωνα, Μαγδαληνή Κ.
(
1944
)
Η ανάσταση των νεκρών
Τον καιρό του βασιλιά του Δεκία ήσανε οι εφτά παίδες, οι Μακκαβαίοι. Αυτοί ήσανε χριστιανοί κι ο Δεκίας τσι ζύγωνε να τσι σκοτώση. Εφύγανε κι επήγανε κι εμπήκανε σ’ ένα σπήλιο κι εθέκανε κι εποθάνανε. Σε κάμποσην ώρα φτάνει κι ο Δεκίας και βρίσκει τσις και σαν τζ’ είδε αποθαμένους ήχτισε τον πόρο του σπήλιου κι ήγραψε κι από πάνω: «Επαδέ μέσα κοίτουνται οι εφτά παίδες οι Μακκαβαίοι. Τσι ζύγωνα να...
Λιουδάκη, Μαρία
(
1938
)
Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν την ιδιότητα να βλέπουν ανάραχα. Δηλαδή, πιστεύεται ότι ο ίσκιος του ανθρώπου είτε αρρώστου είτε υγιούς, που μέλλει ν’ αποθάνη με την μορφή αυτού όπως είναι εις την ζωήν γυρίζει σαράντα ημέρες προ του θανάτου του εις τα μέρη όπου επάτησε ή γυρίζει δια να συμπληρώση ‘’τα ‘εμποδα’’ που του χρειάζονται. Άλλοτε τα ανάραχα παρουσιάζονται μόνον με τη φωνή τους ή με κρότους ανεξήγητους...
Κασιμάτης, Ιωάννης Π.
(
1959
)
«
»
Πλοήγηση
Όλο το Αποθετήριο
Αρχείο & Συλλογές
Τόπος καταγραφής
Χρόνος καταγραφής
Συλλογείς
Λήμμα
Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Ευρετήριο πηγών
Κείμενα
Ο λογαριασμός μου
Σύνδεση