Η ανάσταση των νεκρών
Τον καιρό του βασιλιά του Δεκία ήσανε οι εφτά παίδες, οι Μακκαβαίοι. Αυτοί ήσανε χριστιανοί κι ο Δεκίας τσι ζύγωνε να τσι σκοτώση. Εφύγανε κι επήγανε κι εμπήκανε σ’ ένα σπήλιο κι εθέκανε κι εποθάνανε. Σε κάμποσην ώρα φτάνει κι ο Δεκίας και βρίσκει τσις και σαν τζ’ είδε αποθαμένους ήχτισε τον πόρο του σπήλιου κι ήγραψε κι από πάνω: «Επαδέ μέσα κοίτουνται οι εφτά παίδες οι Μακκαβαίοι. Τσι ζύγωνα να τσι σκοτώσω και τσ’ ηύρηκα αποθαμένους». Μετά διακόσιους χρόνους εγίνουντονε φιλονεικία αν υπάρχη ανάσταση νεκρών. Άλλοι λέγανε πως υπάρχει, άλλοι λέγανε πως δεν υπάρχει. Βασιλιάς ήτονε ο Θεοδόσιος. Αυτός δεν εκάτεχε ποιους να πιστέψη. Πιάνει και βγάνει τα ρούχα ντου και ντύνεται ένα φάρδο και πέφτει αμπούμπουρα κι επαρακάλιενε το θεό να του δείξη αν υπάρχη ανάσταση νεκρών. Εκειονά τον καιρό ήτονε κι ένας βοσκός στο βουνό απάνω κι εθώριενε κάθα μέρα το φραμένο σπήλιο. Ποτέ δεν ήβαλεν ο νους του να τόνε ξεφράξη. Μιαν κοπανιά λέει με το νου ντου: «Μωρέ ίντα τόνε ξανοίγω τούτονέ το σπήλιο φραμένο και δεν τόνε ξεφράσω να μαντρίζω τα οζά μου». Πιάνει και ξεφράσσει τόνε, μπαίνει μέσα και βρίσκει τσ’ εφτά παίδες τσι Μακκαβαίους κι εκουβεδιάζανε. Αυτός εφοβήθηκε κι εμίσεψε και τσι ’φηκε πάλι αμοναχούς. Σε κάμποσην ώρα λένε στον ένα ντους αδερφό: «Μωρέ πάρε παράδες κι άμε στο φούρναρη χωστά χωστά να πάρης μια ολιά ψωμί και μια ολιά τυρί να φέρης να φάμε. Μα βλεπητά βλεπητά μην το μάθη ο Δεκίας». Σκώνεται αυτός και πάει στο φούρνο. Παίρνει το ψωμί και βγάνει να πλερώση. Θωρεί ο φούρναρης πως τα λεφτά ήσανε παλιά μονέδα και του λέει: «Ντελόγο και μένα την πάρτη μου, γιατί αλλιώς δα σε καταγγείλω. Εσύ ηύρηκες λογάρι. - Μπρε κι ίντα λογάται πως ηύρηκα λογάρι! Εμείς είμαστε εφτά αδέρφια και μας εζύγωνε ο Δεκίας ο βασιλιάς να μάσε σκοτώση κι ο ψαργάς επήγαμε κι εκοιμηθήκαμε στον τάδε σπήλιο και σήμερο ξυπνήσαμε και πεινούμε και μ’ επέψανε τ’ αδέρφια μου ν’ αγοράσω ψωμί. - Μωρέ ίντα ’ναι τα παραμύθια που μου λες. Ο Δεκίας ο βασιλιάς είναι διακόσους χρόνους που επόθανε. - Μωρέ ίντα λες εκειά αφού τα σύκα που τα μαζώξαμε οψαργάς στάσουνε ακόμη το γάλα. Από ’δω από ’κει φτάνει στ’ αυθιά του βασιλιά. Πάνε στο σπήλιο και βρίσκουνε κιόλας την επιγραφή του Δεκία από πάνω από το σπήλιο. Βρίσκουν και τσι παίδες με τα σύκα στο καλάθι ντους. Τότεσά το πιστέψανε όλοι πως υπάρχει ανάσταση νεκρών. Οι εφτά παίδες εζήσανε ακόμη πενήντα μέρες κι απόι εποθάνανε. [φάρδο = σακκι, αμπούμπουρα = μπρούμιτα, λογάρι = θησαυρός].
Τόπος Καταγραφής
Κρήτη, Μεραμβέλλο, ΛατσίδαΧρόνος καταγραφής
1938Πηγή
Αρ. 1162 Β, σελ. 20 – 23, Μ. Λιουδάκη, Μεραμβέλλο, Λάτσιδα, 1938Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
1162 Β, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT
Γλώσσα
Ελληνική - Διάλεκτος - ΚρητικήΣυρτάρι
Παραδόσεις ΚΣΤ΄ - ΛΣΤ΄Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Παράδοση ΛΣΤΤίτλος παράδοσης
Η ανάσταση των νεκρώνΣτοιχεία πληροφορητή
Λιουδάκης, Γεώργιος Άνδρας 78Συλλογές
Εκτός απ 'όπου διευκρινίζεται διαφορετικά, η άδεια αυτού του τεκμηρίου περιγράφεται ως Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές
Σχετικές εγγραφές
Προβολή εγγραφών σχετικών με κείμενο, συλλογέα, δημιουργό και θέματα.