Καταχανάδες (κοινώς βρικόλακες)
Τον παλιό καιρό που δεν ήξεραν οι Παπάδες πολλά γράμματα να διαβάζουν καλά τους αποθαμμένους, εγύριζαν, εκαταχανεύγαν κι όχι μόνο τη νύχτα αλλά και μέρα μεσημέρι τους εθωρούσαν οι αθρώποι να γυρίζουν στα χωράφια και στ’αμπέλια τους, στα ξεμέτοχα, στους μύλους των. Προ πάντων άμα πεθάνη κανένας από ξαφνικό θάνατο, από σκοτωμό ή κρεμμό ή πνιμό, δεν έχει ησυχία στον τάφο του κι’όλο γυρίζει κοντά στο μέρος που χύθηκε το αίμα του και μουγγρίζει. Όταν οι αθρώποι καταλάβουν πως εκαταχάνεψε κανένας, φέρνουν τους Παπάδες και κάνουν συλλείτουργα και γονατίζουν πάνω στο μνήμα του και διαβάζουν καλά όλους τους εξορκισμούς για να τον καταλαγιάσουν πριν από τα σαράντα του, γιατί ύστερα από τοις σαράντα ο καταχανάς δεν εμπαίνει στο μνήμα του πλιά και όλο γυρίζει και πειράζει τους αθρώπους. Πρώτα πάει στους συγγενείς του κι ύστερα από τοις σαράντα ο καταχανάς δεν έμπαινε στο μνήμα του πλιά και όλο γυρίζει και πειράζει τους ανθρώπους. Πρώτα πάει στους συγγενείς του κι ύστερα στην εκκλησιά και κάνει σημάδι δαγκάνει τη λαμπάδα της εκκλησιάς, ρίχνει κάτω τα βιβλία του αναλογιού, κατεβάζει τα καντήλια από τοις εικόνες και τα στένει όρθια στον πάτο, αν και δεν έχουν κώλο. Είναι οχτρού πειραξιά και στέκονται μόνα τους.. Άλλη φορά βλέπουν στο σπίτι του ποθαμμένου τοις μαντήλες κατεβασμένες από τα τραπουζάνια (ίδε εικ.σελ. 102)και τα κονίσματα στρωμένα όμορφα όμορφα στον πάτο. Τα κάνει η αποθαμμένη νοικοκυρά, για να δείξη πως η ψυχή της είναι ακόμη εκεί και αγαπά τ’αγγειά της. Οι αθρώποι νότες βρίσκουν τον μπελά τους καθώς και τα ζωντανά. Μια βολά εγέννησε μια γυναίκα κ’έκαμε καψάλι αλλά δεν έζησε πολύ. Όταν επόθανε εκαταχάνεψε κι εγύριζε κι εβύζανε αίμα απ’όλες τοις λουχούσες του χωριού σα γελλούδι. Τότες επήγαν και το ξέθαψαν, του ‘σχίσαν την κοιλιά του κι εβρήκαν μέσα το αίμα. Ύστερα το κάψανε. Ένας άλλος καταχανάς ο Ν… τον είδαν στου Κραμπά να φουμέρη το τσιμπούκι του και να πηγαίνη κοντά στο ζευγάρι του Γ…της Καλής που καλλούργιζε εκεί να!πέφτει η αγελάδα κάτω κι εψόφησε. Την ανοίξαν κι είδαν πως έλειπεν η καρδιά της την είχε φάει ο καταχανάς. ‘Υστερα πήγαν και τον εξεθάψαν την Παρασκευή το βράδυ που είναι πάντα οι καταχανάδες στον τάφον των και τον έκαψαν με τα κλαδιά. Τα νύχια αν μείνη τίποτε από το κορμί του άκαυτο, πάλι μπορεί ο οξαποδώ να το μεταχειρισθή και να πειράζη τους αθρώπους. Όταν οι μητέρες θέλουν να φοβερίσουν τα παιδιά τη νύκτα για να μη κλαίνε τους λέγουν <κοιμήσου γιατί θα σε πάρη ο καλαμπάουρας! Ή ο καλαμπάικας!(εν Ελύμπω) ή και Μπάις απλώς (είς το Όθος)και Μπάουρας (σημ. Βον συνθετικόν φαίνεται το Ιταλ:paure=φόβος ως βλέπει τις και εν τη Καρπαθ. Φράσει νο μπαούρα Ιταλ.no paure=μη φοβάσαι, εξέλιπε ο κίνδυνος)! (Η λ.καταχανάς (καταχαίνω)συνδέεται προς το του Ησυχ.καταχήνη, η=ακρίς,ως αποτρόπαιον φάσμα ανηρτημένη επί των τοιχών της Ακροπόλεως κατά τους χρόνους του Πεισιστράτου. Εν Ρόδω σώζεται η λέξις καταχανάς επί της σημασίας του φάσματος του έχοντος σχήμα ακρίδος.Εν Καρπάθω κατχανάς είναι γενικώς ο εκ του τάφου του εξερχόμενος και βασανίζων τους ζώντας νεκρός. Ίδε Λφ. 7, 156) καψάλι=νόθον)
Τόπος Καταγραφής
ΚάρπαθοςΧρόνος καταγραφής
1934Πηγή
Μ. Γ. Μιχαηλίδου Νουάρου, Λαογραφικά σύμμεικτα Καρπάθου, 1932 – 1934, σελ. 249 – 250, αρ. 1Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
Λαογραφικά σύμμεικτα Καρπάθου, ΒιβλίοΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT
Γλώσσα
Ελληνική - Κοινή ελληνικήΣυρτάρι
Παραδόσεις ΛΖ΄- ΜΕ΄Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Παράδοση ΛΖΤίτλος παράδοσης
Καταχανάδες (κοινώς βρικόλακες)Συλλογές
Εκτός απ 'όπου διευκρινίζεται διαφορετικά, η άδεια αυτού του τεκμηρίου περιγράφεται ως Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές
Σχετικές εγγραφές
Προβολή εγγραφών σχετικών με κείμενο, συλλογέα, δημιουργό και θέματα.