Εναλλαγή πλοήγησης
Ελληνικά
English
Ελληνικά
Ελληνικά
English
Σύνδεση
Εναλλαγή πλοήγησης
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
DSpace at KEEL: Πρόσφατες εγγραφές
Αποτελέσματα 3081-3100 από 142579
Αβορβολάκιαστος = αβρουκουλάκιαγους = χωρίς να βροκολακιάση. Κάνας δεν έμεινε αβρουκουλάκιαγους στα παλιά τα χρόνια
Λουκόπουλος, Δημήτριος
(
1926
)
Οι βρυκόλακκες ή βουρβουλάκκα
Υπάρχει παρά τω λαώ πρόληψις ότι οι άνθρωποι άδικοι, ιδίως μη ευλαβείς ή αναθεματισμένοι ή αφωρισμένοι, μη κοινωνήσαντες των αχράντων μυστηρίων κατά την ώραν του θανάτου των, ένεκεν ασεβείας ή παιδιά θανόντα αβάπτιστα, βρυκολακκιάζουν δηλ. βγαίνουν την νύκτα από τον τάφον τυμπανιαίοι και πηγαίνουν εις τα σπίτια την ή και εις ξένα και τρώγουν τα’αλεύρια και κάμνουν ποικίλας ζημίας, μένουν δε άλυωτοι,...
Κορύλλος, Χρήστος Π.
(
1926
)
Ένας μια φορά έκανε ταξίδ’ σ’ένα χωριό και ήταν καλοκαίρ’, που ο κόσμος είχι τα στάρια του, τα’αλώνια στη σειρά. Είχι πιθάνει ένας χοντρός, Αθανάσιος Μητρόπουλος, εδώ και 40 χρόνια κι λέγανι πως έβγαινε βρυκόλακας. Τ’ αλώνια ήτανε στη γραμμή, περίπου 2 χιλιόμετρα αριστερά- δεξιά. Και τη νύχτα άκουγις απου κάτου : ‘’βγήκε βρουκόλακας..’’ Απαράτησαν ο κόσμος όλα τα’αλώνια κι έρεχαν να κρυφτούν στα σπίτια....
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1959
)
Αναράες (γ)ένουνται, όσες πεθαίνουν λογχούες (κεχώ). Αναρά, κείνη που έν (δεν) τηχ χωνέβζει η γής, σαν τον -γ- Γουργούλλακα.
Ζερβός, Ιωάννης
(
1958
)
Σε νεκροταφεία ή σε κοπριά, λόγω του φωσφόρου βλέπει κανείς την νύχτα μικρές σπίθες και τις λέμε τελώνια. Οι παλαιοί τα εθεωρούσαν φαντάσματα.
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1962
)
Έχω ακ'στά απο τους παλιούς, να πάμε Σαββάτο να τον καρφώσουμε. Βρήκαμε έναν Σαββατογεννημένο, ξύσαμ'ένα βουφλί απο κέδρο, πήγαμ', τον ξεχωσάμε, βγάλαμε το καπάκι, ήταν ζωκρός μέσα, με το καπάκ' ανοιχτό τον καρφώσαμι και βγήκε αίμα. Κείνος ήταν ο Θάνατόσ τ'. (Του δαιμονικού που τον περίλαβε). Μόνο τα μάτια κινήσανε λίγο οι χάντρες κι απο τότες δεν ματαβγήκε.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1959
)
Αυτόπτες και αξιόπιστοι μάρτυρες μου διηγήθηκαν, ότι μετά τον θάνατον ομοχωρίου των, για τον οποίον επίστεψαν ότι έγινε λιουγκάτι, άκουαν συχνά τις νύχτες δαιμονισμένο θόρυβο στα ράφια των σπιτιών τους όπου τοποθετούσαν τα μαγειρικά και υαλικά σκεύη. Το πρωί τα εύρισκαν όλα ριγμένα καταγίς, χωρίς όμως ούτε ένα να έχη σπάση, καίτοι το ύψος ήτο αρκετό για τα εύθραυστα υαλικά. Αυτό το απέδιδαν σε ενέργεια...
Βλάχος, Αναστάσιος Δ.
(
1953
)
Ένας εύζωνας κι ‘γω πήγαμε να κάμμε κολύμπι σ’ ένα ποταμάκι κι αυτός πνίγ’κε. Δε μπόρεσε να τον σώ’ κανείς. Ήρθ’ ένας κολυμπετάς, ήρθε και τον έβγαλε μέσ’από τη γούβα. Ήταν πεθαμένος. Μετά από λίγες μέρες, αυτός βρουκαλάκιασε και πάαινε και κολύμπαε σ’αυτό το μέρος. Και εγώ φύλαγα σκοπός κι άκουσα έναν κρότο, όπως πήδαγε μέσ’στη γούρνα. Στο πρώτο [‘ακουσα, νόμισα ότ’είνι ψάρια. Τη β’ φορά πάλε ψάρ’....
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1959
)
Σε ώρα κακοκαιρίας, την νύχτα, μπορεί να ιδή κανείς στα ξάρτια του πλοίου, τα' στ' άρπουρα, κάτι να γυαλίζουν, σα μύξες και φέγγουν, γυαλοκοπάνε. Τα λέμε τελώνια. Τα έχομε για κακό. Τα κατατρέχει το αστροπελέκι (κεραυνός). Αυτοί που 'ναι στο πλοίο κτυπούν ντενεκέδες, αλυσίδες, την άγκουρα για να φύγουν τα τελώνια.
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1962
)
Στο Καμποχώρι (χωριό) κάποιος ονόματι Μπαντής πέθανε και έγινε βρικόλακας και ότι έλεγεν ο κόσμος να κάμη από βραδύς την άλλη μέρα, δηλαδή να πάνε για σπορά, τότε τα παιδιά πριν τα ετοιμάσουν, το πρωί τα έβρισκαν έτοιμα. Τα ετοίμαζε ο πατέρας τους ο βρυκόλακας, ξαναγκάστηκαν να βάλουν υπάλληλο, γιατί φοβόντουσαν τα παιδιά του. Ρώτηξαν πιο θέλουν να βάλουν εκεί στο σπίτι και βρέθηκε κάποιος Κυριάκος,...
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1975
)
Το Σταυρί (τοπων.) Ελέγανε πως ήτανε βαρύς ο τόπος και υπήρχανε εκεί βρικόλακες.
Ήμελλος, Στέφανος Δ.
(
1960
)
Αντιθέτως όμως [προς τα φαντάσματα], οι βρικόλακες δεν έχουν ωρισμένη περιοχή. Οι βρικόλακες είναι νεκροί, που στη ζωή τους έκαναν μεγάλα κρίματα (ιερόσυλοι, φονιάδες, προδότες, κακούργοι, αφορεσμένοι κ.λ.π.) και δεν λιώνουν στον τάφο τους. Την μέρα κρύβονται και το βράδυ, τα μεσάνυχτα ανοίγουν την πλάκα του τάφου και περιπλανώνται. Αντικειμενικός τους σκοπός είναι να κάνουν κακό σους ανθρώπους, να...
Ιωαννίδης, Κωνσταντίνος Θ.
(
1963
)
(Τελευτή) Βουρβουλάκους, τους λένε φυλάκους είναι η ψυχή που γυρίζει.
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
(
1962
)
Ήταν ένας αρχιληστής, κλέφτης Δροσούλας. Τον σκοτώσανι σι συμπλουκή και βρουκολιάκιασε. Πολλά χρόνια είχε πηρετήσ’ σ’αυτά τα βουνά. Έβγαιναν το καλοκαίρ’ στα βουνά, οι βλάχ’, αυτάς βύζανε τα ζώα, τους ανθρώπους. Τους ρήμαξε τους άλλους. Είχ’έναν κουμπάρο δικό τα’, δεν τον πείραζε. Αφού όμως απήύδησε ο κουμπάρος να ναι μοναχός τα’να βλέπ’όλο τα’αφάντιασμα, γιατί οι άλλοι είχανε φύγει, αποφάσισε να...
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1959
)
Κεί στη Λέσα (=χαράδρα, ρέμμα με πλατάνια)μια φορά είχε γίνει φον'κο. Και τώρα, λέν, βγαίνει άνθρωπος, βροκολιάζει. Εκεί έχουν δή πολλοί και φοβούμεστε να περάσωμε. Πως θα περάσωμε τη λέσα;
Οικονομίδης, Δημήτριος Β.
(
1959
)
Βορβόλακες
Η περί τούτων θλιβερά πλάνη είνε μάλλον μισαρόν επινόημα της μεσαιωνικής αμαθείας, ή κληροδότημα της Ελληνικής αρχαιότητος, καθ’όσον μάλιστα επικρατεί η πρόληψις ότι τα των αμαρτωλών σώματα εναπομένοντα άλυτα μετά τον θάνατον αυτών εν τω μνήματι γίνονται καταχανάδες (βρυκόλακες)Η των βρυκολάκων δοξασία εις ουδεμίαν υπέκειο αμφιβολίαν και μέχρις έτι των αρχών του παρόντος αιώνος εν τη νήσω, αλλά και...
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ
(
1896
)
Το βράδυ που είχαμε τελειώσει τις δουλειές κοιμόμαστε. Η πεθερά μου σηκώνονταν και έβλεπε μια γυναίκα που κοσκίνιζε, ο άντρας της που ήταν και αυτός κοντά μπορώ να σου πώ ότι κουβέντιαζε μαζί της. (μια γυναίκα=γνωστή, αλλά πεθαμένη, άλλοτε γειτονισσά μας.)
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1965
)
Οι βρυκόλακες
Και έν Θεσπρωτία ως και εις άλλα μέρη της Ηπείρου, πιστεύουσιν οι πολλοί τους βρυκόλακας. Ου δόλως δε περίεργον τούτο, αφού και άλλα έθνη πλέον ανεπτυγμένα και μεμορφωμένα έχουσι και διατηρούσι τας περί αυτών προλήψεις. Τε εις αυτούς πίστις είναι μια εκ του πεποιθήσεων, αίτινες δεν είναι εύκολον ν’αφαιρεθώσι, διότι εινί τοιαάται δοξασίαι, αίτινες, ούτως ειπείν, γεννώνται μετ’αυτού του ανθρώπου. Εν...
Παναγιωτίδης, Δ. Α.
(
1919
)
Βρυκόλακες
Οι βουρβουλλάκοι εκατηβαίνναν αφ’τον Άγιο Στέφανο κ’εκουλοίσαν έναμ-περλόι. Εκεί που βγαινε παρα όξου, είδεν τους βουρβουλλάκους ομπρός του κ’εκουλούσαν το μπερλόι κ’εχορεύγκαν ομπρός του κ’ήπαιζζεν ο έανς το μπερλόι και του λέγαν : Το φεσάκι σου το μαύρο τήρα μόλα θα του κάμω. Ο παπάς των είπεν τρείς φορές Φτού στα γένεια σας και στ’αρκίδια σας. Κι εχαθήκαν απ’ ομπρός του οχονού. Την βραδυάν εκείνην...
Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου
(
1918
)
Ητονε στα Μάλλια άλλος ένας κακαθρωπισμένος, μη κεκοσα ήπνιγεν κη αθρώπους. Μιαν κοπανιά ήπνιξε μονοβραδίς σαράντα συνοραντρόυνα. Ένας τζαγκάρης, σύντεκνος του, πήγαινε μια φορά στη χώρα να πουσουνίσει. Οντόν εγιάγερνε ατά στου Κοκκήνη το χάνι θωρών το σύντεκνο ντου τον κακαθρωπισμένο κι εγλάκανε να τόνε φτάξει. Αυτός να τόνε δει εψυγομαράθηκε το αίμα ντου πήγε στσι πατούχες του Μωρέ!ο σύντεκνος μου...
Λιουδάκη, Μαρία
(
1937
)
«
»
Πλοήγηση
Όλο το Αποθετήριο
Αρχείο & Συλλογές
Τόπος καταγραφής
Χρόνος καταγραφής
Συλλογείς
Λήμμα
Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Ευρετήριο πηγών
Κείμενα
Ο λογαριασμός μου
Σύνδεση